Με την πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέφερε την ανάγκη νέας αναθεώρησης του Συντάγματος, παρότι η προηγούμενη ολοκληρώθηκε το 2019 και η επόμενη δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν από το 2024. «Είναι στην πρόθεσή μου να εκκινήσουμε και πάλι τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης στην επόμενη Βουλή, η οποία θα είναι η προτείνουσα Βουλή για να κάνουμε σημαντικές αλλαγές στο Σύνταγμα» δήλωσε, προσδιορίζοντας μόνο μία από αυτές: την αλλαγή του άρθρου 16 που θα επιτρέψει την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Δεν βρίσκεται, όμως, μόνο το άρθρο 16 στους σχεδιασμούς του Πρωθυπουργού. Ο ίδιος είπε ότι στην τελευταία αναθεώρηση δεν μπόρεσε το κόμμα του να κάνει τις αλλαγές που ήθελε στο Σύνταγμα. Τότε τα υπό αναθεώρηση άρθρα είχαν προσδιοριστεί στη Βουλή του 2018 επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν ζητήματα, επισήμανε στην πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, που αφορούν το ίδιο το πολιτικό σύστημα, τον εκλογικό νόμο, τη διάρθρωση της εξουσίας, εξειδικεύοντας ότι εννοεί τη μετεξέλιξη του επιτελικού κράτους με την ενσωμάτωση μηχανισμών προγραμματισμού, λογοδοσίας και αξιολόγησης «συγκεντρωμένες σε μια δομή, όχι σε ένα πρόσωπο, μια δομή που θα μείνει και την επόμενη ημέρα με ακομμάτιστους δημοσίους υπαλλήλους που θα παρέχουν την τεχνογνωσία τους στον εκάστοτε Πρωθυπουργό».
Προτεραιότητα το επιτελικό κράτος
Το επιτελικό κράτος, στην πραγματικότητα, δεν λειτούργησε ποτέ όπως το περιγράφει ο κ. Μητσοτάκης. Αντιθέτως, δημιουργήθηκε μια υπερσυγκεντρωτική κεφαλή, χωρίς κεντρικό νευρικό σύστημα που να υποστηρίζει την ίδια και τα μέλη της. Ακόμα και η ίδια η λειτουργία του Πρωθυπουργού δεν προσδιορίζεται από κάποιον νόμο, αλλά από τα ήθη και τις παραδόσεις του κομματικού συστήματος και τα όρια ανοχής της πλειοψηφίας που τον στηρίζει. Προφανώς έχει εντοπίσει και ο ίδιος αυτές τις αδυναμίες, γι’ αυτό και ανέφερε τη μετεξέλιξη του «επιτελικού ή συντονιστικού κράτους» ως μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης.
Μολονότι δεν έχει γίνει λεπτομερής συζήτηση στο πρωθυπουργικό επιτελείο για το θέμα της αναθεώρησης, θεωρείται βέβαιο ότι θα αποτελέσει ένα από τα προγραμματικά στοιχεία της κυβερνητικής προεκλογικής καμπάνιας. Ηδη έχουν ξεκινήσει προκαταρκτικές συζητήσεις για τις κατευθύνσεις στις οποίες θα κινηθεί η πρόταση της ΝΔ, η οποία θα βασιστεί κατά κύριο λόγο στην πρόταση που κατέθεσε το 2018, με επικαιροποιημένες παρεμβάσεις και αναδιατυπώσεις άρθρων, έπειτα και από την τετραετή κυβερνητική εμπειρία.
Αλλαγές στη λειτουργία της διοίκησης
Εκτός από το άρθρο 16, στις εμβληματικές προτάσεις της «γαλάζιας» παράταξης περιλαμβάνονταν και η εισαγωγή σειράς διατάξεων που αφορούν το κράτος, η λειτουργία του οποίου ήρθε με επώδυνο τρόπο στην επικαιρότητα εξαιτίας της τραγωδίας στα Τέμπη, όπως για παράδειγμα η στελέχωση δημόσιων οργανισμών και φορέων, η αποσύνδεση κράτους – κομματικού συστήματος, η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, η λειτουργία της Δικαιοσύνης, η ύπαρξη σταθερών εκλογικών κύκλων.
Στην κατεύθυνση αυτή ένα βήμα έγινε με την αλλαγή του άρθρου 32 που προέβλεπε την υποχρεωτική πρόωρη διάλυση της Βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία. Ωστόσο παραμένει στην απόλυτη εξουσία του εκάστοτε Πρωθυπουργού να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, επικαλούμενος ακόμα και προσχηματικό «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας», από την αναθεώρηση του 1986, οπότε κατέστη δεσμευτική για τον/την Πρόεδρο η σχετική κυβερνητική πρόταση. Επίσης, διαχρονικά ζητήματα είναι η ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου ή η μετεξέλιξη του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και η σχέση Κράτους – Εκκλησίας.
Πόσο τολμηρές θα είναι οι προτάσεις της ΝΔ και αν ο κ. Μητσοτάκης το εννοεί ότι θα συγκρουστεί με το βαθύ κράτος ή ότι θα ενισχύσει επαρκώς τους θεσμούς θα φανεί στην πράξη. Ο απολογισμός της τετραετούς κυβερνητικής θητείας του, πάντως, δεν έχει να επιδείξει πολλά σε αυτά τα μέτωπα, ενώ και η συμβολικής αξίας διάταξη για την ψήφο των αποδήμων αποδείχθηκε ότι ήταν ανεπαρκώς επεξεργασμένη.
Η παλαιά συζήτηση για ιδιωτικά ΑΕΙ
Καμία συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος τις τελευταίες δεκαετίες δεν ξεκινά χωρίς αναφορά στο άρθρο 16. Είναι ο τελετουργικός καβγάς προκειμένου να τεθούν οι διαχωριστικές γραμμές των κομμάτων. Το 2018 ο εισηγητής της ΝΔ και νυν Πρόεδρος της Βουλής Κώστας Τασούλας αναφέρθηκε σε μια μελέτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος του προηγούμενου έτους, σύμφωνα με την οποία αν η χώρα μας έκανε τις απαραίτητες αλλαγές στο εκπαιδευτικό της σύστημα, ιδίως στην ανώτατη εκπαίδευση, η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ υπολογιζόταν στα 50 δισεκατομμύρια ετησίως σε ορίζοντα δεκαετίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θεωρεί αναγκαία την αναθεώρηση του άρθρου 16 και δεν τη συμπεριέλαβε στις προτάσεις του.
Πώς βλέπουν το κράτος ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ
Εντυπωσιακά όμοιος είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφουν το κράτος στις προτάσεις τους τα δύο κόμματα. Στην αιτιολογική έκθεση της ΝΔ για την αναθεώρηση επισημαίνεται ότι η μακρά περίοδος συνταγματικής ομαλότητας κατά τη Μεταπολίτευση είχε και την γκρίζα της όψη. «Συνέβαλε εν μέρει σε μια θεσμική αδράνεια που συντήρησε και δομές οι οποίες αποτελούν σοβαρή ανάσχεση σε μια ουσιαστική εξέλιξη του κράτους, όπως είναι οι παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις, η στατική και γραφειοκρατική διοίκηση, η κρατικιστική αντίληψη περί ανάπτυξης και η ευμετάβολη νομοθεσία».
Στο αντίστοιχο κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ τονίζεται ότι «θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι παθογένειες της οργάνωσης του κράτους, όπως η διαφθορά, η διαπλοκή της πολιτικής με την οικονομική εξουσία. (…) Η παρούσα συνταγματική διαμόρφωση δημιουργεί στην πραγματικότητα μια κάστα, την κάστα του πολιτικού προσωπικού, και οργανώνει θεσμικά το πελατειακό κράτος και το κράτος των προνομίων σε ειδικές κατηγορίες πολιτών». Παρά τις διακηρύξεις, και τα δύο κόμματα, όταν βρέθηκαν στην εξουσία, λαφυραγώγησαν το κράτος και εκμεταλλεύτηκαν τις παθογένειες τις οποίες καταδικάζουν.
Η «κουτσή» αναθεώρηση του 2019
Στην αναθεώρηση του 2018-2019 η ΝΔ πρότεινε αλλαγές σε 57 (!) άρθρα και ο ΣΥΡΙΖΑ σε 16. Τελικά, έγινε μια μίζερη αναθεώρηση 8 διατάξεων (πλην των μεταβατικών). Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ αρθρωνόταν αφενός γύρω από την εκλογή της κυβέρνησης με ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα, ώστε να υπάρχουν εσωτερικά αντίβαρα στην ισχύ της, και Πρωθυπουργό απαραιτήτως αιρετό, όχι τεχνοκράτη. Αφετέρου, την κατοχύρωση της «λαϊκής παρέμβασης» μέσω δημοψηφισμάτων, είτε για κρίσιμο εθνικό θέμα είτε για ψηφισμένο νομοσχέδιο.
Η ΝΔ θεωρούσε «συνταγματικά καθοδηγούσα» την έννοια της αξιοκρατίας στον δημόσιο τομέα, «διότι αν η χώρα χρεοκόπησε οφείλεται μεταξύ άλλων στην έλλειψη αξιοκρατίας, στο πελατειακό σύστημα, στην ισοπέδωση και στην αδυναμία άξιων ανθρώπων να αισθανθούν ότι η πατρίδα τους μπορεί να τους αξιοποιήσει». Οι προτάσεις της στηρίζονταν σε πέντε αρχές: ανάπτυξη, αξιοκρατία, αλληλεγγύη, αριστεία, αξιοπιστία. Στο επίπεδο της κυβέρνησης, πρότεινε έναν επιτελικό, συλλογικό, υπεύθυνο και διαφανή τρόπο λειτουργίας για την παραγωγή ωφέλιμων για τη χώρα δημόσιων πολιτικών. Για τη διοίκηση προτεινόταν ένα πλαίσιο για την περιστολή της βαριάς γραφειοκρατίας και την καθιέρωση ουσιαστικής αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα δημόσιας διοίκησης. Επίσης, πρότεινε ρυθμίσεις για την επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της και τη μονιμοποίηση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου.