Η έκδοση πριν από λίγες ημέρες μιας απόφασης από το Πρωτοδικείο της Αθήνας, το οποίο εκδίκασε αγωγές του πρώην στενού συνεργάτη του Πρωθυπουργού Γρηγόρη Δημητριάδη κατά μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων για επικριτικά δημοσιεύματα και αποκαλύψεις σχετικά με την πολυσυζητημένη υπόθεση των υποκλοπών, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.
Οι δικαστές έκριναν τις αγωγές Δημητριάδη, κυρίως με βάση τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), που εδρεύει στο Στρασβούργο, και τάχθηκαν υπέρ της προστασίας της κριτικής (ακόμη και της σκληρής) των μέσων ενημέρωσης και του δημοσιογραφικού λόγου για πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα, καθώς αυτή λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος είναι επιβεβλημένη.
Μετά την απόφαση, ωστόσο, ο κ. Δημητριάδης προσέφυγε στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, το οποίο θα κληθεί να αποφανθεί στο δύσκολο πεδίο των ευρωπαϊκών δεδομένων.
Σε κάθε περίπτωση, το σκεπτικό της απόφασης του Πρωτοδικείου στηρίζεται σε όσα το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφασίζει τα τελευταία χρόνια, καταδικάζοντας και τη χώρα μας, για παραβιάσεις σε πολλές υποθέσεις της προστασίας του δημοσιογραφικού λόγου και της ελευθερίας της έκφρασης.
«Δικαιολογημένο ενδιαφέρον»
Τι είπε το Πρωτοδικείο της Αθήνας; Αντιγράφουμε απόσπασμα από το σκεπτικό της απόφασης: «Λόγω του δημοσιογραφικού χαρακτήρα του δημοσιεύματος, του δημόσιου αξιώματος που κατείχε ο ενάγων, το οποίο έχει χαρακτήρα αμιγώς πολιτικής θέσης, και μάλιστα μη αιρετής, καθώς και της σημασίας για τη δημόσια σφαίρα της υπόθεσης των υποκλοπών, κρίνεται ότι υφίσταται δικαιολογημένο ενδιαφέρον των συντακτών και άρα αίρεται το άδικο της δυσφήμησης που υπέστη ο ενάγων». Το σκεπτικό των δικαστών του Πρωτοδικείου (η απόφαση ελήφθη κατά πλειοψηφία δύο προς ένα) συμβαδίζει με τις μεγάλες αλλαγές, που αποτελούν αντικείμενο ήδη σοβαρών πολιτικών και νομικών κατευθύνσεων στα ευρωπαϊκά όργανα αλλά και στο ΕΔΔΑ.
Εδώ βέβαια στα καθ’ ημάς, τα θέματα αυτά, που άπτονται – όπως τονίζει το Δικαστήριο του Στρασβούργου σε σειρά αποφάσεών του – της ουσίας της δημοκρατίας και της προστασίας δικαιωμάτων, που σχετίζονται με την ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου, αντιμετωπίζονται με όρους προηγούμενων ετών, και πάντως όχι με τους όρους που το ευρωπαϊκό κεκτημένο επιτάσσει για τα δικαιώματα αυτά.
Οδηγία και Σύσταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει από τον περασμένο Μάρτιο Οδηγία με αριθμό 2022/0117 για την προστασία της ελεύθερης έκφρασης και του δικαιώματος στην ελευθεροτυπία, με έμφαση στους δημοσιογράφους και στα μέσα ενημέρωσης, οδηγία που έχει κυρωθεί προς το παρόν μόνο από τη Μάλτα, ενώ όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, έχουν υποχρέωση ως το 2026 να την εφαρμόσουν, αλλάζοντας καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται ως σήμερα οι δημοσιογραφικές αποκαλύψεις και η δημοσιογραφική κριτική.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει ειδική Σύσταση, που είναι άμεσα εφαρμόσιμη και στη χώρα μας – άλλο τι γίνεται στην πράξη -, που επιβάλλει ορισμένους κανόνες για το πώς πρέπει να προστατεύονται οι δημοσιογράφοι από δικαστικές διεκδικήσεις, που στόχο έχουν, όχι την προστασία από τις αθέμιτες επιθέσεις μέσω του Τύπου κατά δημοσίων ή άλλων προσώπων, αλλά τον εκφοβισμό των δημοσιογράφων, τη φίμωσή τους και τελικά την ακύρωση κάθε κριτικής προς ισχυρούς παράγοντες, δημόσια πρόσωπα και πολιτικούς.
Η μη εφαρμογή και οι καταδίκες
Η Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προστασία των δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης από εκφοβιστικές δικαστικές διεκδικήσεις, αν και όφειλε να εφαρμόζεται στη χώρα μας μένει ανεφάρμοστη, ενώ τα ελληνικά δικαστήρια παραβλέπουν το περιεχόμενό της, τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, και συνήθως κινούνται σε λογικές αναντίστοιχες με τα δικαιώματα της ελευθερίας του δημοσιογραφικού λόγου και τα νέα δεδομένα που κυριαρχούν στις νομικές δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο πως ως χώρα έχουμε σχετικές καταδίκες από το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ενδεικτική η απόφασή του στην υπόθεση «Μπαλάσκας κατά Ελλάδας»).
Τι προβλέπει όμως η Σύσταση που ακόμη δεν εφαρμόζεται και η Οδηγία που μένει να ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο;
Tόσο η Σύσταση όσο και η Οδηγία προβλέπουν συγκεκριμένα μέτρα προστασίας για την ελευθερία του Τύπου, της έκφρασης και της άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, ορθώνοντας εμπόδια ακύρωσης των λεγόμενων αγωγών SLAPP (το όνομά τους προέρχεται από το αγγλικό αρκτικόλεξο Strategic Lawsuits Against Public Participation, που στα ελληνικά αποδίδεται ως «Στρατηγικές αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού»).
«Με σκοπό τον εκφοβισμό των εναγομένων»
Τι είναι αυτές οι αγωγές, που ελάχιστα είναι γνωστές στο ευρύ κοινό – αλλά και σε επίπεδο νομικών και ειδικών στη χώρα μας, ενώ στην Ευρώπη είναι στο επίκεντρο αποφάσεων και νομικών δεσμεύσεων για όλα τα κράτη-μέλη; Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο δικηγόρος Ζαχαρίας Κεσές, ο οποίος έχει υποστηρίξει δημοσιογράφους σε υποθέσεις αγωγών από δημόσια πρόσωπα (μετείχε και στη δίκη για τις αγωγές του Γρηγόρη Δημητριάδη), «αυτές οι αγωγές, που λέγονται και στρατηγικές αγωγές, δεν κινούνται με γνώμονα την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη με σκοπό να υπάρξει δικαίωση κάποιου που προσβάλλεται η τιμή και η υπόληψή του. Αντιθέτως, κινούνται με σκοπό τον εκφοβισμό των εναγομένων και την εξάντληση των πόρων τους. Ο απώτερος στόχος αυτών των αγωγών είναι να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, να φιμώσουν δημοσιογράφους, για παράδειγμα, και μέσα ενημέρωσης, να τους αποτρέψουν από τη συνέχιση της δράσης τους. Συνήθεις στόχοι είναι κυρίως δημοσιογράφοι και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Οι κατ’ επάγγελμα μηνυτές
Βέβαια υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος, η οποία δεν έχει σχέση με δημόσια πρόσωπα ή ισχυρούς που στοχεύουν να φιμώσουν και να αποτρέψουν δημοσιογραφικές αποκαλύψεις, αλλά τους κατ’ επάγγελμα μηνυτές, που σέρνουν στα δικαστήρια δημοσιογράφους και μέσα ενημέρωσης για οτιδήποτε, με στόχο την οικονομική τους εξάντληση και την επαγγελματική τους απαξίωση. Για αυτούς τους επαγγελματίες μηνυτές υπήρξε μάλιστα ρύθμιση τελευταία από το υπουργείο Δικαιοσύνης, που εφαρμόζεται, και η οποία τους επιβάλλει όχι μόνο τα δικαστικά έξοδα αλλά και ποινικές κυρώσεις όταν οι μηνύσεις τους είναι κακόβουλες και προδήλως συκοφαντικές.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση που πρόσφατα εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο της Αθήνας για δημοσιεύματα σχετικά με τις υποκλοπές είναι από τις πρώτες που εναρμονίζονται με τις ευρωπαϊκές νομικές δεσμεύσεις για την ελευθερία της έκφρασης και την προστασία των δημοσιογράφων, εν όψει της εφαρμογής και της σχετικής Οδηγίας αλλά πρωτίστως των αποφάσεων του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο σαφώς έχει διαχωρίσει τη δυσφήμηση, την εξύβριση, την κακόβουλη δημοσιογραφική κριτική, από τη σκληρή κριτική που είναι δικαιολογημένη για δημόσια πρόσωπα και πολιτικούς. Διότι άλλο το ένα κι άλλο το άλλο!