Η ιστορία που παρακολουθήσαμε στο μέσον της εβδομάδος, αναφορικά με την καταβολή ενός έκτακτου «δώρου Πάσχα» προς συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους, είναι νομίζω εξαιρετικά διδακτική. Και από τον τρόπο που αποκαλύφθηκε, και από το πώς διακινήθηκε, και από το πώς μεθοδεύτηκε. Κυρίως όμως, και περισσότερο από όλα, είναι διδακτική γιατί διδάσκει ότι το ρουσφέτι και η παροχολογία υπερβαίνουν τις κομματικές γραμμές, έχουν οριζόντια και κάθετη διαστρωμάτωση και διατρέχουν ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, από συστάσεως του ελληνικού κράτους.
Καθόλου πρωτότυπος ο κ. Τσίπρας, μελετούσε (ή και μελετάει ακόμη, ποιος ξέρει) την παροχή ενός ακόμη έκτακτου επιδόματος, το οποίο θα βαφτίσει «δώρο Πάσχα» προκειμένου να επιτύχει δύο πράγματα: πρώτον, να καλοπιάσει το μεγάλο εκείνο κομμάτι της κοινωνίας που επλήγη περισσότερο από την κρίση και που είναι οι χαμηλόμισθοι και οι συνταξιούχοι, και δεύτερον να καλλιεργήσει την προσδοκία ότι αν του εμπιστευτούν την ψήφο τους, θα επαναφέρει το δώρο του Πάσχα. Και – ποιος ξέρει – και το επίδομα αδείας. Και τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα επιδόματα που κόπηκαν με τα μνημόνια.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.