ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Πέρα από μια σκηνή, την οποία ίσως να τη φαντάστηκα ή να την είχα δει σε κάποιον εφιάλτη, δε θυμάμαι κάτι από την τουρκική Εισβολή. Γεννήθηκα τον Ιούλη του 1971 και η δική μου γενιά μεγάλωσε ουσιαστικά σε έναν πόλεμο που δεν γνώρισε αλλά που, για εμάς, δεν τελείωσε ποτέ. Η σκιά εκείνης της θύελλας σκέπαζε κάθε λεπτό της παιδικότητάς μας. Μας κυνηγούσε και στα όνειρα που βλέπαμε. Ειδικά όσοι μεγαλώσαμε στην εντός των τειχών Λευκωσία, αν και βιώναμε εντονότερα από όλους τη διαίρεση, μια και ήταν και παραμένει ο μοναδικός οικισμός στο νησί ο οποίος έχει διαιρεθεί, ζήσαμε σε μια πόλη, μισή καλύτερα, η οποία το 1974 ξαναβρήκε τους ρυθμούς της σε μερικά μερόνυχτα. Η παλιά πόλη είχε ήδη διαιρεθεί με τις «φασαρίες», τις αιματηρές διακοινοτικές ταραχές του ’63.

Η παλιά Λευκωσία

Η παλιά Λευκωσία, λοιπόν, η μισή που μπορούσαμε να δούμε, μια και μέχρι το 2003 κανείς, ανεξαρτήτως υπηκοότητας, δεν μπορούσε να μπει στα Κατεχόμενα εάν είχε ελληνικό ή αρμενικό επώνυμο, δεν ήταν μόνο ένα μωσαϊκό Ιστορίας και κοσμοθεωριών, με τις ανασκαφές, τις εκκλησίες ορθοδόξων, Αρμενίων και καθολικών, τα τζαμιά, ακόμα και το Τεκτονικόν Μέγαρον, τη μεγαλύτερη από τις Στοές της. Ηταν πάνω από όλα μια πολύ στριμωγμένη, μετά το ’63, μικρογραφία της κοινωνίας.

Στο ιστορικό κτίριο του άλλοτε Παρθεναγωγείου Φανερωμένης, του πρώτου εκπαιδευτηρίου θηλέων στο νησί – κτίστηκε το 1859 επί Τουρκοκρατίας – λειτουργούσε το Δημοτικό μου. Εκεί έκανα και το Γυμνάσιο. Βγαίνοντας από την κεντρική είσοδο, το μαυσωλείο των Εθνομαρτύρων, Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και τριών Μητροπολιτών, οι οποίοι σφαγιάστηκαν την 9η Ιουλίου 1821 λόγω της ανάμειξής τους στην Επανάσταση. Πίσω του η εκκλησία Φανερωμένης με τα κατηχητικά της ΟΧΕΝ και δίπλα η Μουσών, το μαγαζί του πατέρα μου και τα αρμένικα υφασματοπωλεία.

Εάν πάλι έβγαινες από την πίσω πόρτα, έβρισκες τα παπουτσάδικα της Λεύκωνος, μια ανάσα από την Αγορά. Στα δεξιά το βιβλιοπωλείο «Το Φως» επί της Τρικούπη στο οποίο μπαινόβγαιναν μουστακαλούδες θεούσες και παπάδες, πιο κάτω ένας ράφτης αμφίων και κάτι βήματα μετά η οδός Σούτσου. Ενα από τα σοκάκια με τους πολλούς οίκους ανοχής, στο οποίο έμπαιναν «για να κόψουν δρόμο» οι άνδρες. Το τέρμα του, τρία λεπτά από την Αρχιεπισκοπή. Ολα μαζί. Σε κάθε γωνιά ένας πλανόδιος με καρότσι διαλαλούσε την ίδια πραμάτεια κάθε μέρα: άλλος φρούτα, φρέσκο αϊράνι, μαχαλεπί με τριαντάφυλλο μόνο καλοκαίρι…

Ο σουρεάλ συνωστισμός και τα αδιέξοδα

Σε αυτόν τον σουρεάλ συνωστισμό κυριαρχούσε κάτι ακόμα πιο συναρπαστικό: τα αδιέξοδα. Αν έβγαινες από την πλαϊνή έξοδο του σχολείου και προσπερνούσες τον πλανόδιο, ο οποίος, αδιανόητο σήμερα, πουλούσε παιχνίδια κρεμασμένα σε σύρματα με μανταλάκια πάνω στο περιτείχισμα, τα έβλεπες αμέσως. Αισχύλου, Ασκληπιού, Αλκιβιάδου και τόσες άλλες κουτσουρεμένες σε κάποιο νεοκλασικό με καρφωμένα παράθυρα ή σε βαρέλια με την επιγραφή «ΑΛΤ! Τουρκοκρατούμενη Περιοχή» οδοί. Πώς έμοιαζαν οι δρόμοι μου παρακάτω; Πώς να ήταν η ζωή εκεί, απορούσα, πιστεύοντας ότι οι «απέναντι» ήταν κακοί και βάρβαροι, παρ’ όλο που ο πατέρας μου, ο οποίος είχε περάσει και τρεις μήνες αιχμάλωτος στα Αδανα, μας έλεγε ότι οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι παντού. Στην εφηβεία, κάποια στιγμή η απαγκίστρωση απομάκρυνε τους στρατιώτες ένθεν και ένθεν. Οπως και άλλοι, ανέβαινα σε ταράτσες για να δω χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο πια την έρημη – τελικά!.. – Γραμμή. Κόσμο και ζωή ποτέ.

Τα οδοφράγματα

Τα οδοφράγματα άνοιξαν το 2003. Πέρασα με έναν χάρτη για ενώσω επιτέλους στα 32 μου τους δρόμους μου. Τα ονόματα είχαν αλλάξει, ήταν απείρως δυσκολότερο από όσο φαντάστηκα, στη δε άλλη πλευρά στρατόπεδα είχαν φράξει πολλά περάσματα. Οι πρώτες προσπάθειες με οδήγησαν σε δρόμους που δεν γνώριζα και που δεν ήθελαν να με γνωρίσουν, σε μια πόλη ξένη την οποία πάσχιζα να την κρατήσω οικεία.

Στα 53 μου όλα και τίποτα δεν έχει αλλάξει. Γύρισα – κοντά – στην παλιά πόλη, ο μουεζίνης παίζει από MP3, αλλά πάλι τα ακούει όταν με ξυπνάει. Τα αδιέξοδα; Εκεί. Σπάνια τα επισκέπτομαι. Εχω συμβιβαστεί με την ύπαρξή τους και αυτό, ναι, με ενοχλεί. Τα πλείστα ακόμα δεν ξέρω τι κρύβουν, το δε παρακάτω, αν και το γνώρισα καλά, παραμένει απρόσιτο.

«Η πόλη μου είναι μοιρασμένη»

Η πόλη μου έμεινε μοιρασμένη. Εχασε εκείνη τη ζωντάνια της και σέρνεται αδιάφορα στον χρόνο με κτίρια επιδιορθωμένα μα συνήθως άψυχα να στεγάζουν οργανώσεις ή σε άθλια κατάσταση να κρύβουν κακομοίρηδες από χιλιάδες μίλια μακριά.

Κάποτε, όταν με πιάνει η στενοχώρια, τρέχω πίσω να κρυφτώ. Ρουφώ την ανάμνηση της μυρωδιάς από το μαγειρείο του Ματθαίου, τον φρεσκοκαβουρδισμένο καφέ του Λαϊκού Καφεκοπτείου και τα ροκανίδια των μαραγκών οι οποίοι στεγάστηκαν στα ισόγεια όσων φοβήθηκαν και έφυγαν το 1974 ή ανήκαν σε Τουρκοκυπρίους.

Δύσκολη ζωή, μα και πάλι προίκα μεγάλη. Διπλή. Τριπλή. Εστω και σε πόλη μισή.