Η εκτίμηση – ορθότερα: η διαπίστωση – ότι η παράταση της αβεβαιότητας ως προς τον χρόνο των εκλογών εξελισσόταν σε επιζήμια εκκρεμότητα για την κυβέρνηση, οδήγησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην απόφαση να κλείσει τη σχετική σεναριολογία και να ανακοινώσει την Τρίτη ότι οι κάλπες θα στηθούν τον Μάιο.
Ο προσδιορισμός της ημερομηνίας των εκλογών (στις 21 ή στις 28 Μαΐου) έθεσε αυτομάτως σε εφαρμογή και τη στρατηγική στην οποία θα επιμείνει ο Πρωθυπουργός. Αυτή θα ξεδιπλωθεί σε πρώτη φάση στο διάστημα των προσεχών 60 ημερών και εν συνεχεία σε εκείνο που θα ακολουθήσει, καθώς προεξοφλείται η δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, από την οποία θα προκύψει η επόμενη κυβέρνηση.
Με βάση αυτά, κεντρική επιδίωξη παραμένει η επίτευξη της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές, όμως η προσοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στρέφεται πλέον και στην ανάγκη στρατηγικής προετοιμασίας για το ενδεχόμενο μιας περιπλοκής, η οποία θα ευνοήσει τη συζήτηση σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Και πάντως, αν κάτι ξεκαθαρίζει, σύμφωνα και με τις διαβεβαιώσεις οι οποίες διατυπώνονται πλέον από το Μέγαρο Μαξίμου, είναι ότι δεν τίθεται ζήτημα τρίτων εκλογών.
Αυτά φάνηκαν ξεκάθαρα στη συνέντευξή του της προηγούμενης Τρίτης, κατά την οποία ο Πρωθυπουργός σημείωσε ότι «η πρώτη κάλπη πρέπει να μας πει «ποιος» πρέπει να κυβερνήσει τη χώρα» και «η δεύτερη, εφόσον χρειαστεί, (…) θα μας υποδείξει και «πώς» θα κυβερνηθεί η χώρα. Από ποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Κι εκεί πέρα προφανώς και θα σεβαστώ και θα σεβαστούμε την ετυμηγορία του ελληνικού λαού».
Ολα για τους αναποφάσιστους
Υπό αυτό το πρίσμα, επιλογή του Μεγάρου Μαξίμου στο δίμηνο έως τις εκλογές είναι να ασκηθεί πίεση προς το ΠαΣοΚ και την ηγεσία του, με προφανείς στόχους:
α) Την προσέγγιση κεντρώων ή κεντροαριστερών ψηφοφόρων, οι οποίοι για διάφορους λόγους εκτιμάται ότι σήμερα έχουν μετακινηθεί στην ομάδα των αναποφάσιστων.
β) Να «καεί» το σενάριο της συνεργασίας πριν από τις εκλογές.
γ) Να μεταφερθεί στον Νίκο Ανδρουλάκη το βάρος της ευθύνης εν όψει της συζήτησης για τον σχηματισμό κυβέρνησης έπειτα από τη δεύτερη αναμέτρηση και εφόσον δεν επιτευχθεί ο στόχος της αυτοδυναμίας.
Κατά τον τρόπο αυτόν και αφότου ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ «απάντησε» στον Πρωθυπουργό με τη δική του τηλεοπτική συνέντευξη μία ημέρα αργότερα, η έναρξη της προεκλογικής περιόδου σήμανε και τον άτυπο διάλογο ανάμεσα στους δύο. Τα σημεία τριβής είναι ήδη ορατά και το αν η θερμότητα που θα παραχθεί θα καταλήξει σε πολιτικό αποτέλεσμα είναι το βασικό επίδικο της περιόδου.
Μέχρι στιγμής πάντως το μόνο σημείο στο οποίο διαφαίνεται ότι θεωρητικώς υπάρχει σύμπτωση είναι η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Ομως οι όροι και οι προϋποθέσεις που θέτει ο καθένας για κάτι τέτοιο, όπως και οι στρατηγικές τους επιδιώξεις, διαφέρουν ριζικά.
Ιδιότυπο πολιτικό πόκερ
Σε αυτό το ιδιότυπο πολιτικό πόκερ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει για σχηματισμό κυβέρνησης μετά από τις δεύτερες εκλογές, ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης από τις πρώτες.
Ο πρώτος δεν συμπεριλαμβάνει στη συζήτηση τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα, ο δεύτερος θα έβλεπε και μία τρικομματική κυβέρνηση.
Ο Πρωθυπουργός και η ΝΔ δεν συζητούν για κάποιο τρίτο πρόσωπο ως επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνεργασίας, εφόσον αυτός θα είναι ο νικητής των εκλογών, ενώ ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ εμμένει στο «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας».
Υπό αυτές τις συνθήκες, από το Μέγαρο Μαξίμου εκδηλώνεται ήδη η τακτική έναντι του ΠαΣοΚ, το οποίο θα καλείται επιμόνως κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου να αποσαφηνίσει και να αποκαλύψει τις διαθέσεις του και ειδικότερα ως προς το ποιες συνεργασίες επιδιώκει και με ποια πρόσωπα. «Ο Ανδρουλάκης θα πρέπει να τα ξεκαθαρίσει αυτά πριν τις εκλογές και όχι να θεωρεί ότι μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις εκ των υστέρων» διαμηνύεται από το περιβάλλον του Πρωθυπουργού, σε μία πρόγευση για τα όσα θα ακολουθήσουν στην προεκλογική περίοδο.
Παράλληλα, η στρατηγική της κυβέρνησης αναπροσαρμόζεται και στον πυρήνα της έρχονται τα ζητήματα και τα διλήμματα του εκσυγχρονισμού του κράτους και η ανάγκη της κυβερνητικής σταθερότητας, σε ένα περιβάλλον πολλαπλών αναταράξεων.
Οι αριθμοί καθορίζουν τις εξελίξεις
Πέραν πάντως των πρώτων ενδείξεων αυτής της πρώιμης προεκλογικής συζήτησης, τα κρίσιμα στοιχεία τα οποία θα καθορίσουν τις εξελίξεις είναι αριθμητικά και αυτή τη στιγμή χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η βασική επιδίωξη παραμένει και είναι η επαναπροσέγγιση του τμήματος εκείνου από το 17% των αναποφάσιστων, το οποίο θεωρεί ότι είναι κατά μείζονα λόγο δυνάμει ψηφοφόροι του. Εφόσον το κατορθώσει αυτό και στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση συγκεντρώσει ένα ποσοστό το οποίο δεν θα επιτρέπει αμφισβητήσεις και ερμηνείες, οι εξελίξεις θα είναι λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένες και θα επιδιώξει την αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές.
Σύμφωνα με αναλυτές των πρόσφατων ερευνών, η επίτευξη του εκλογικού στόχου της ΝΔ είναι εν πολλοίς συνάρτηση του αντίστοιχου του ΠαΣοΚ και υπό αυτή την έννοια αναμένεται ότι θα εκτυλιχθεί ένα θρίλερ κατά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση.
Κατά την προσέγγιση αυτή, αν η ΝΔ κατορθώσει να συγκεντρώσει ένα ποσοστό στη ζώνη του 33% και με δεδομένη τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ και την πιθανολογούμενη ενίσχυση των άκρων, το ΠαΣοΚ θα δυσκολευτεί να επιτύχει ένα «ασφαλές» διψήφιο ποσοστό άνω του 10%, το οποίο ο πρόεδρός του θέτει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε συζήτηση.
Σε αντίθετη περίπτωση, ο συσχετισμός δυνάμεων θα διαμορφωθεί με τρόπο ευνοϊκό για τους σχεδιασμούς του Νίκου Ανδρουλάκη, και θα καθιστά μάλλον δυσχερή την εκτίναξη της ΝΔ στο 37%-38%, το οποίο θα απαιτείται για την επίτευξη της αυτοδυναμίας στη δεύτερη αναμέτρηση.
«Κλειδί» η τρίτη εντολή
Με το βλέμμα στραμμένο στην εκλογική αριθμητική και στα οριακά ποσοστά τα οποία θα ευνοήσουν τον έναν ή τον άλλον σχεδιασμό, το εκλογικό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη εστιάζει την προσοχή του στις αναφορές του Νίκου Ανδρουλάκη για τον σχηματισμό κυβέρνησης από την πρώτη εκλογική αναμέτρηση.
Τα δημοσκοπικά δεδομένα δεν φαίνεται να δίνουν μία τέτοια δυνατότητα παρά μόνον στην περίπτωση τρικομματικής συνεργασίας.
Υπό αυτό το πρίσμα και εφόσον οι μετεκλογικές συνθήκες περιπλακούν για τη ΝΔ (με ενδεχόμενες και εσωκομματικές αναταράξεις), καθοριστικής σημασίας παράμετρος για τις εξελίξεις θεωρείται η διαχείριση της τρίτης διερευνητικής εντολής από τον Νίκο Ανδρουλάκη.