H ισχυρότατη και επαγγελματικά προετοιμασμένη βομβιστική επίθεση εναντίον των κοινών εγκαταστάσεων του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ και της εφημερίδας «Καθημερινή» πολλούς αιφνιδίασε και μαζί ανέσυρε ανατριχιαστικές μνήμες της παλαιάς τρομοκρατίας των δεκαετιών του ’70 και του ’80.
Η ένταση της έκρηξης, η ευθεία πολιτική στόχευση, η ακρίβεια των δραστών και η ασφαλής διαφυγή τους επέτρεψαν στους περισσότερους να υποθέτουν ότι είμαστε μπροστά στην αναβίωση του τρομοκρατικού φαινομένου των πρώτων δεκαετιών της μεταπολίτευσης.
Δεν είναι λίγα τα πολιτικά στελέχη – ιδιαιτέρως οι έχοντες εμπειρίες από τη θερμή περίοδο της αντιτρομοκρατίας – που πιστεύουν και υποστηρίζουν, σχεδόν χωρίς επιφυλάξεις, ότι το συγκεκριμένο τρομοκρατικό πλήγμα ταιριάζει με εκείνα της «17 Νοέμβρη» και ότι τα ξημερώματα της περασμένης Τρίτης είχαμε μια πρόβα αναγέννησης τρομοκρατικών σχημάτων στα μέτρα και κοντά στον χαρακτήρα της οργάνωσης που εξαρθρώθηκε το καλοκαίρι του 2002, μετά την αποτυχημένη βομβιστική ενέργεια του Σάββα Ξηρού στον Πειραιά.
Νέος κύκλος βίας
Και οι αρχές Ασφαλείας επίσης δείχνουν πεπεισμένες ότι δεν πρόκειται για ένα απλό μεμονωμένο τρομοκρατικό επεισόδιο, παρά αντιμετωπίζουν την τοποθέτηση του ισχυρότατου εκρηκτικού μηχανισμού επί της οδού Εθνάρχου Μακαρίου στο Νέο Φάληρο ως αφετηρία ενός νέου κύκλου επιχειρήσεων ένοπλης βίας, με βάρος και ιστορικό βάθος.
Οι επιφορτισμένοι με τις έρευνες αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας αξιολογούν με ιδιαίτερη προσοχή τα επιμέρους στοιχεία και χαρακτηριστικά της επίθεσης.
Αποδίδουν εξαιρετική σημασία στην ισχύ και στη συνδεσμολογία του εκρηκτικού μηχανισμού, στην ακρίβεια εκτέλεσης της όλης επιχείρησης, στις έγκαιρες, ακριβείς και αυστηρές προειδοποιήσεις που απηύθυναν οι δράστες, όπως και στα μέτρα προφύλαξης που έλαβαν, στην οργάνωση της διαφυγής και στην εξαφάνιση των όποιων ιχνών, ιδιαιτέρως των βιολογικών, τα οποία πλέον θεωρούνται τα κρισιμότερα για τη σύνδεση προσώπων και ομάδων.
Γεγονός που, κατά τους αξιωματικούς της Αστυνομίας, φανερώνει επιχειρησιακές εμπειρίες και ικανότητες, αλλά και μαρτυρεί την ύπαρξη μακράς προπαρασκευής, χρησιμοποίηση μηχανισμών συστηματικής κατόπτευσης και παρακολούθησης του χώρου, αλλά και ισχυρού επιχειρησιακού συντονιστικού κέντρου, ικανού να εντοπίζει λάθη, παραλείψεις, αβλεψίες και έτσι να οργανώνει σχεδόν αλάνθαστες ενέργειες, χωρίς να αφήνει πίσω του ενοχοποιητικά στοιχεία.
Πρόσωπα «αμετανόητα»
Οι υπεύθυνοι της Αντιτρομοκρατικής εκτιμούν ότι πίσω από το χτύπημα κρύβεται μια πολύ επικίνδυνη και ισχυρή συντονιστική ομάδα, η οποία επιλέγει τους στόχους και τον χρόνο των επιθέσεων. Πρόκειται, κατά τις εκτιμήσεις πολιτικών και αστυνομικών, για πρόσωπα «αμετανόητα», με εμπειρίες και ισχυρούς δεσμούς με τον κύκλο της ένοπλης βίας των προηγούμενων δεκαετιών, τα οποία δεν συμβιβάστηκαν με την ιδέα της εξάρθρωσης των παλαιών σχημάτων.
Ο συγκεκριμένος κύκλος, πάντα κατά τις ίδιες εκτιμήσεις, θεωρεί ότι οι πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες επιτρέπουν την αναβίωση σχημάτων ένοπλης βίας και φαντασιώνεται ότι μπορεί να παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα της χώρας, να επιχειρεί και να προπαγανδίζει τοποθετώντας βόμβες σε στόχους υψηλού συμβολισμού και αναγνωρίσιμους από όλους, προσβλέποντας, πέραν των άλλων, και στην ικανοποίηση του αισθήματος ενός κύκλου πολιτών που δεν τρέφει τα καλύτερα των αισθημάτων για εκδοχές της δημόσιας ζωής.
Αστυνομικές πηγές αξιολογώντας τα ευρήματα και ακτινογραφώντας την επίθεση θεωρούν βέβαιο ότι, πέρα από τη συντονιστική ομάδα, λειτουργούν τουλάχιστον άλλοι δύο κύκλοι που αναλαμβάνουν την εκτέλεση και προετοιμασία των τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Το επιχειρησιακό σχήμα συγκροτείται από έμπειρα πρόσωπα ηλικίας άνω των 35 ετών που ήλθαν κάποια στιγμή, στα πρώιμα νιάτα τους, σε επαφή με την ένοπλη βία και έκτοτε δεν βρήκαν διέξοδο διαφυγής. Εγκλωβίστηκαν σε έναν κύκλο ιδεών κοινωνικής αντίδρασης, τυφλής βίας και εκδίκησης, στον οποίο έμειναν δεσμευμένοι.
Στελέχη της Αντιτρομοκρατικής εκτιμούν ότι πρόκειται για άτομα που έχουν παρελθόν με τις Αρχές, μπορεί να έχουν περάσει ακόμη και το κατώφλι της φυλακής, που ζουν περιθωριακά, κατά βάση είναι άεργοι και δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να συζητούν και να σκέπτονται πώς θα πλήξουν το επίσημο κράτος και τους εκπροσώπους της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Μαζί τους συντονίζεται ομάδα νεαρότερων ατόμων που ασκούνται σε βοηθητικές εργασίες, κλέβουν και κρύβουν αυτοκίνητα, προετοιμάζουν τις επιχειρήσεις και φροντίζουν να μη γίνονται αντιληπτοί για τις παράνομες πράξεις που εκτελούν. Επιπλέον εκτιμάται ότι υπάρχει αφανής μηχανισμός επιμελητείας που προσφέρει κάλυψη και φροντίζει για τα απαιτούμενα υλικά των ενεργειών.
Οι Αρχές υπολογίζουν ότι περίπου 50 άτομα όλων των ηλικιών εμπλέκονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στα νέα τρομοκρατικά σχήματα που στηρίζονται στις εμπειρίες των προηγούμενων και φροντίζουν, με την υψηλή καθοδήγηση των «αμετανόητων» της προηγούμενης γενιάς, να μην επαναλάβουν τα λάθη τους.
Αφοσιώνονται έτσι σε εγχώριους «διακεκριμένους» στόχους, αποφεύγουν τους ξένους επειδή γνωρίζουν ότι ερεθίζουν ισχυρές υπηρεσίες ασφαλείας και γενικώς δίδουν μεγάλη σημασία στα μέτρα προφύλαξης, ώστε να αποφύγουν ανεπιθύμητες επαφές με τις Αρχές ή με παρατηρητικούς πολίτες. Στην Αντιτρομοκρατική εκτιμούν επίσης ότι για την ώρα έχουν επιλέξει να μην έχουν θύματα από τις ενέργειές τους, αν και το «ατύχημα» παραμονεύει σε τέτοιου επιπέδου βομβιστικές ενέργειες.
«Τρύπες ασφαλείας»
Οι αξιωματικοί επισημαίνουν πάντως ότι τα νέα «φιλόδοξα» τρομοκρατικά σχήματα εκμεταλλεύονται τα κενά ασφαλείας που παρουσιάζουν οι επιλεγόμενοι στόχοι, αλλά και την ασυνέπεια και την ασυνέχεια των διωκτικών Αρχών, οι οποίες έχουν σχεδόν εγκαταλείψει τον στόχο της αντιτρομοκρατίας. Συνδυαζόμενες μάλιστα με την υποτίμηση του συγκεκριμένου κινδύνου από την τρέχουσα πολιτική ηγεσία, ανοίγουν μεγάλες «τρύπες ασφαλείας», με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η αλήθεια είναι ότι η αντιτρομοκρατία δεν ήταν, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, πρώτης προτεραιότητας ζήτημα για την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί το φανερό έλλειμμα αντιεγκληματικής πολιτικής και προστεθεί η επαφή των ποινικών με τους θιασώτες της ένοπλης βίας, τότε τα πράγματα μπορούν να λάβουν άλλες διαστάσεις. Στις Αρχές ασφαλείας δεν χωρεί πλέον καμία αμφιβολία για την επαφή και τη συνεργασία των δύο κύκλων. Υπάρχουν πλέον πολλά στοιχεία και άπειρες ενδείξεις που συνδέουν διακεκριμένους ποινικούς με τους θιασώτες των ένοπλων ομάδων πολιτικής βίας. Το σημαντικότερο πάντως είναι ότι οι Αρχές θεωρούν ότι οι ηττημένοι από την εξάρθρωση των προηγούμενων χρόνων παραμένουν αμετανόητοι και ορισμένοι από αυτούς είναι ενεργοί και έτοιμοι να υποστηρίξουν δραστηριότητες ένοπλης βίας, επιζητώντας ένα είδος ρεβάνς και βεβαίως πάντα με τη φαντασίωση και την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να παρεμβαίνουν με τις βόμβες και τα όπλα στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
Βάσει των παραπάνω εκτιμήσεων, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι οι Αρχές ασφαλείας θα πρέπει να προετοιμάζονται για μεγάλα και επαναλαμβανόμενα τρομοκρατικά επεισόδια, η αντιμετώπιση των οποίων θα απαιτήσει επανίδρυση της Αντιτρομοκρατικής με την προσέλκυση καλά εκπαιδευμένων και απόλυτα αφοσιωμένων στο έργο αυτό στελεχών. Χωρίς αναδιάρθρωση των υπηρεσιών και ευρύτερη κινητοποίηση, θα έλθουν τα χειρότερα, προβλέπουν όσοι γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα και έχουν εντρυφήσει στην ιστορία του τρομοκρατικού φαινομένου στη χώρα μας, το οποίο, κατά παράδοξο τρόπο, πάντα βρίσκει τρόπους δυναμικής επανεμφάνισης και ανασυγκρότησης.