Σε απόλυτο εγκλωβισμό λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών κινδυνεύει να εισέλθει η πολιτική ζωή της χώρας, καθώς από τα μέσα Ιανουαρίου «ανοίγει το παράθυρο» της κύρωσής της από την ελληνική Βουλή. Τις τελευταίες ημέρες λαμβάνει χώρα ένα οργιώδες παρασκήνιο που περιστρέφεται γύρω από την – προαναγγελθείσα – αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από την κυβέρνηση, από την αναζήτηση «διπλής πλειοψηφίας» από το Μέγαρο Μαξίμου ώστε να κυρωθεί η συμφωνία και να μη χαθεί η δεδηλωμένη, αλλά και από το τι θα συμβεί με την κύρωση του Πρωτοκόλλου Ενταξης της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Η έκβαση αυτής της χαοτικής κατάστασης παραμένει άγνωστη, ενώ την προσεχή εβδομάδα αναμένεται στην Αθήνα η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα αποτελέσει ένα από τα βασικότερα θέματα της ατζέντας των συνομιλιών της με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα.
Τι συμβαίνει στα Σκόπια εν όψει τρίτης ψηφοφορίας
Το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει μια ολόκληρη παραφιλολογία στην Αθήνα, εκπορευόμενη καθαρά από τις εκατέρωθεν εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, για τον ακριβή χρόνο της πραγματοποίησης της τρίτης ψηφοφορίας στη Βουλή της πΓΔΜ για την οριστικοποίηση των συνταγματικών αλλαγών. Τα δεδομένα είναι όμως σαφή. Την Τετάρτη 9 Ιανουαρίου θα ξεκινήσει στη Βουλή της γειτονικής χώρας η συζήτηση σε επίπεδο Ολομέλειας. Σύμφωνα με όσα έχει δημοσίως δηλώσει εδώ και αρκετό καιρό ο πρόεδρος της Βουλής Ταλάτ Τζαφέρι, ο σκοπός είναι η διαδικασία να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την Τρίτη 15 Ιανουαρίου. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια σειρά παραγόντων που θα κρίνουν την ακριβή ημέρα διενέργειας της ψηφοφορίας, στην οποία απαιτείται η επίτευξη πλειοψηφίας 2/3 των εδρών – δηλαδή 80 εκ των 120 βουλευτών.
Κατ’ αρχήν, παρά τα όσα έχουν γραφεί περί επίσπευσης της ψηφοφορίας ώστε αυτή να πραγματοποιηθεί πριν από τις 15 Ιανουαρίου, δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο. Αν όντως οι βουλευτές του VMRO-DPMNE δεν προσέλθουν στη διαδικασία, τότε πραγματικά θα κερδηθεί χρόνος. Ουδείς το γνωρίζει με ακρίβεια αυτό, αν και στο παρασκήνιο ακούγεται έντονα ότι έχουν ασκηθεί πιέσεις από τον διεθνή παράγοντα προς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να βρει έναν τρόπο, έστω εύσχημο, να μην παρεμποδίσει την εξέλιξη της διαδικασίας. Επίσης, δεν είναι απόλυτα σαφές αν θα κατατεθούν νεότερες τροπολογίες, π.χ. από τα αλβανικά κόμματα. Η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ είχε προσπαθήσει να πείσει τους Αλβανούς «να μη φορτώσουν» την τρέχουσα διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης με πρόσθετες τροπολογίες, π.χ. για το καθεστώς της αλβανικής γλώσσας, ώστε να μην υπάρξουν αχρείαστες καθυστερήσεις. Κομβικό ρόλο στην άσκηση πειθούς είχαν διαδραματίσει ο ηγέτης του αλβανικού DUI (που συμμετέχει στον κυβερνητικό συνασπισμό) Αλί Αχμέτι και ο προερχόμενος από το ίδιο κόμμα και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μπουγιάρ Οσμάνι. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δύο ημερομηνίες αναδεικνύονταν ως οι πιθανότερες για την ψηφοφορία: η 11η και η 14η Ιανουαρίου.
Κρίσιμο είναι επίσης το ερώτημα αν η κυβέρνηση Ζάεφ θα μπορέσει και πάλι να βρει τους 80 βουλευτές που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί η αναθεώρηση του Συντάγματος. Ο κ. Ζάεφ είχε πριν από μερικές ημέρες δηλώσει ότι 76 βουλευτές έχουν διαβεβαιώσει ότι θα υπερψηφίσουν τις συνταγματικές αλλαγές στην τελική τους μορφή. Ωστόσο, είχε εκφράσει την αισιοδοξία του ότι «πραγματικά είναι εφικτό να αποσπάσουμε την υποστήριξη από 85-90 βουλευτές και ακόμα περισσότερους». Εφόσον όλα κυλήσουν ομαλά, η ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης ανοίγει τον δρόμο ώστε να αποσταλούν προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος για την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών και εκείνος γα τη διεύρυνση της δυνατότητας χρήσης της αλβανικής γλώσσας στη διοίκηση. Ο πρόεδρος Γκιόργκι Ιβάνοφ αρνείται να υπογράψει τους νόμους αυτούς, αλλά αρκεί η υπογραφή του κ. Τζαφέρι ως προέδρου της Βουλής για να ξεπεραστεί η εμπλοκή.
Η διελκυνστίνδα ένταξης του ΝΑΤΟ
Στην Αθήνα, η συμφωνία των Πρεσπών έχει αναχθεί, εκ των πραγμάτων, σε θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων. Αυτό συνιστά απλώς επιβεβαίωση των προβλέψεων που είχαν γίνει ήδη από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του ονοματολογικού ζητήματος. Είναι σε όλους σαφές ότι ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο του έχουν προεξοφλήσει την αποχώρηση του κ. Καμμένου, ο οποίος πλέον αποτελεί «βαρίδι» για το Μέγαρο Μαξίμου. Διάφορες «τροχιοδεικτικές» δηλώσεις όμως, όπως αυτές του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου περί «ψήφου ανοχής», δείχνουν ότι τα διαμειβόμενα στο παρασκήνιο είναι πολλά. Δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι πλέον ο κ. Καμμένος δεν ελέγχει την Κοινοβουλευτική Ομάδα των ΑΝΕΛ και ότι πολλά από τα μέλη της κινούνται με κύριο γνώμονα την προσωπική πολιτική τους επιβίωση. Αυτό βέβαια έχει περισσότερη σημασία για τη «δεύτερη πλειοψηφία» που αναζητεί η κυβέρνηση και δεν είναι άλλη από την εξασφάλιση μιας νέας δεδηλωμένης από την παρούσα Βουλή σε περίπτωση κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας από τη ΝΔ ή από αίτημα του ίδιου του Πρωθυπουργού για ψήφο εμπιστοσύνης. Το θέμα τούτο συζητείται ευρέως και πίσω από τις κλειστές πόρτες πρεσβειών των Αθηνών.
Η συμφωνία στο ελληνικό Κοινοβούλιο
Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας σκοπεύει να φέρει στη Βουλή προς κύρωση τόσο τη συμφωνία των Πρεσπών όσο και το Πρωτόκολλο Ενταξης της γειτονικής χώρας (ως «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» πλέον) στο ΝΑΤΟ. Κατά την εκμυστήρευση στενού του συνεργάτη, «ο Τσίπρας του 2019 δεν είναι ο Τσίπρας του 2015». Οι αντίπαλοι του Πρωθυπουργού αμφισβητούν τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις και ίσως να έχουν δίκιο δεδομένου του παρελθόντος, ωστόσο όλα αναμένεται να αποδειχθούν λίαν συντόμως. Κατά τις ίδιες πάντα πληροφορίες, μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης στα Σκόπια, τότε η συμφωνία θα εισαχθεί σύντομα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αρχικά στην αρμόδια Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων και στη συνέχεια στην Ολομέλεια. Ο προσανατολισμός είναι αυτό να γίνει το αργότερο στις αρχές Φεβρουαρίου. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι η πλειοψηφία που θα κυρώσει τη συμφωνία των Πρεσπών υπάρχει και ότι οι βουλευτές του Ποταμιού – πέραν των Γιώργου Αμυρά και Γρηγόρη Ψαριανού – θα ταχθούν υπέρ. Από εκεί και πέρα υπάρχουν ελπίδες ότι κι άλλοι βουλευτές ενδέχεται να ταχθούν υπέρ.
Το ζήτημα του Πρωτοκόλλου Ενταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ έχει εσχάτως προσλάβει μεγάλη δημοσιότητα, υπό το φως ενός σεναρίου με βάση το οποίο η κυβέρνηση θα κυρώσει μεν τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά όχι το Πρωτόκολλο – αφήνοντας στην επόμενη κυβέρνηση (άρα στη ΝΔ) αυτή την υποχρέωση. Ωστόσο, η συγκεκριμένη συζήτηση μοιάζει έωλη, καθώς στελέχη της ΝΔ παραδέχονται ότι εφόσον η συμφωνία των Πρεσπών κυρωθεί, τότε οι δυνατότητες και τα περιθώρια να μη στηρίξει η αξιωματική αντιπολίτευση την ευρωατλαντική προοπτική της πΓΔΜ μοιάζει, πολιτικά, ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς θα την έφερνε σε σύγκρουση με τον διεθνή παράγοντα. Κορυφαίος παράγοντας του κόμματος το παραδέχθηκε αυτό πρόσφατα σε κλειστό κύκλο. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σε πρόσφατη επίσκεψη βουλευτών της ΝΔ στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, όπου και συνομίλησαν με υψηλόβαθμο στέλεχος της Συμμαχίας, το μήνυμα που έλαβαν ήταν σαφές και συγκεκριμένο. Αν φυσικά η συμφωνία των Πρεσπών δεν κυρωθεί, τότε τα δεδομένα θα αλλάξουν και οι δεσμεύσεις θα μεταβληθούν.
Παράλληλα, η ταυτόχρονη κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών και του Πρωτοκόλλου Ενταξης δεν είναι δυνατή – για πρακτικούς λόγους. Δεν πρόκειται περί ανοχής της Συμμαχίας στα προβλεπόμενα της συμφωνίας. Οπως «Το Βήμα» έχει γράψει ήδη από τις 9 Δεκεμβρίου, όταν η ελληνική Βουλή κυρώσει τη συμφωνία των Πρεσπών, τότε θα ενημερώσει σχετικά τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ. Αυτός με τη σειρά του θα πρέπει να συγκαλέσει το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο, ώστε τα 29 κράτη-μέλη της Συμμαχίας και η «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» να συνυπογράψουν το Πρωτόκολλο Ενταξης και στη συνέχεια κάθε κράτος-μέλος να προχωρήσει, σύμφωνα με τις εσωτερικές έννομες διαδικασίες του, στην κύρωσή του. Δεν προβλέπεται συγκεκριμένο χρονικό όριο εντός του οποίου αυτό πρέπει να συμβεί και η πολύμηνη αναμονή στην περίπτωση του Μαυροβουνίου, της τελευταίας χώρας που εντάχθηκε στη Συμμαχία, το αποδεικνύει.
Ωστόσο, πηγές της Συμμαχίας, και όχι μόνο, επισημαίνουν ότι κανένα μέλος της (ούτε καν από τις χώρες των Βαλκανίων που παραδοσιακά υποστηρίζουν τα Σκόπια) δεν είναι διατεθειμένο να προβεί σε κύρωση του Πρωτοκόλλου πριν το πράξει η Αθήνα, με την εκτυλισσόμενη εσχάτως φιλολογία στην ελληνική πρωτεύουσα να δικαιώνει τις ανησυχίες τους. Αλλωστε, υπάρχει τουλάχιστον μία ευρωπαϊκή χώρα που επαναδιατύπωσε πρόσφατα, αν και χλιαρά, επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα περαιτέρω διευρύνσεως. Επίσης, κυβερνητικές και συμμαχικές πηγές ανέφεραν στο «Βήμα» ότι δεν υφίσταται κάποια επιστολή του κ. Στόλτενμπεργκ προς την Αθήνα και τα Σκόπια με την οποία να ζητείται να υπάρξει επίσπευση των διαδικασιών ώστε να ολοκληρωθούν μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου.
Οι σκέψεις για διεύρυνση της αμνηστίας
Ετερο ζήτημα που ενδεχομένως να επηρεάσει τη διαδικασία της ψήφισης των συνταγματικών αλλαγών στα Σκόπια θεωρείται από ορισμένους η υιοθέτηση νόμου (στις 18 Δεκεμβρίου 2018) για τη χορήγηση αμνηστίας σε σχέση με την εισβολή στο Κοινοβούλιο από αντιπάλους του Ζόραν Ζάεφ στις 27 Απριλίου 2017, καθώς επίσης οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα που ευνοούν ορισμένους από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης που ψήφισαν υπέρ της έναρξης της συνταγματικής αναθεώρησης. Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος περί αμνηστίας ήταν ένα από τα αιτήματα που είχαν υποβάλλει οι «8» της αντιπολίτευσης που υπερψήφισαν στην πρώτη ψηφοφορία της 19ης Οκτωβρίου 2018. Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, οι 64 από τους περίπου 70 κατηγορουμένους στα αιματηρά γεγονότα της 27ης Απριλίου 2017 υπέβαλαν αίτηση για να τους δοθεί αμνηστία εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Μάλιστα, τρεις από τους «8» (οι Σάσο Βασίλεφσκι, Λιούμπεν Αρναούντοφ και Κρίστο Μούκοσκι) είναι οι ίδιοι κατηγορούμενοι στην υπόθεση της 27ης Απριλίου. Υπάρχουν φυσικά και εξαιρέσεις προσώπων που δεν υπάγονται στον νόμο περί αμνηστίας, όπως π.χ. όσοι άσκησαν φυσική βία.
Ωστόσο, η αποδοχή από την κυβέρνηση Ζάεφ του αιτήματος για χορήγηση αμνηστίας προκάλεσε έντονη ενόχληση σε σημαντική μερίδα των οπαδών της. Δεν λείπουν μάλιστα όσοι θεωρούν ότι η κυβέρνηση Ζάεφ «έκανε τα στραβά μάτια» και στη φυγή του Νίκολα Γκρούεφσκι από τη χώρα. Ολα αυτά έρχονται σε αντίθεση με τις προεκλογικές υποσχέσεις για ενδυνάμωση του κράτους δικαίου. Αν, δε, επιβεβαιωθούν ορισμένες πληροφορίες ότι η κυβέρνηση της πΓΔΜ προσανατολίζεται να χορηγήσει ένα είδος «έμμεσης αμνηστίας» σε κάποιους από τους κατηγορουμένους για τις υποθέσεις των τηλεφωνικών υποκλοπών – μέσω μιας τροποποιήσεως του Ποινικού Κώδικα -, αυτή η δυσαρέσκεια θα ενισχυθεί. Σημειώνεται ότι αυτές οι αλλαγές θα κάλυπταν την πρώην υπουργό Πολιτισμού και μέλος της ομάδας των «8» Ελιζαμπέτα Κάντεσκα-Μίλεφσκα, αλλά και πρόσωπα του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος άλλων δύο βουλευτών της αντιπολίτευσης, των Βλαντάνσκα Αβίροβιτς και Ζέκιρ Ραμτσίλοβιτς. Δεν αποκλείεται όμως να καλύπτονται κι άλλα πρόσωπα. Η κυβέρνηση πάντως έχει προς το παρόν διαψεύσει ότι θα προβεί σε αυτές τις κινήσεις. Ο ανώτατος γενικός εισαγγελέας της πΓΔΜ Λιούμπομιρ Γιόβεσκι υπογράμμισε, ωστόσο, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο κρατικό πρακτορείο ειδήσεων ΜΙΑ ότι ο νόμος περί αμνηστίας συνιστά «πολιτική κίνηση» και ότι αν εναπόκειτο σε αυτόν, κάτι τέτοιο δεν θα είχε συμβεί.