Σε προεκλογικό μονόδρομο βρίσκεται πλέον εγκλωβισμένος ο Αλέξης Τσίπρας, στην τελική ευθεία της διακυβέρνησής του. Λίγο προτού συμπληρωθούν τέσσερα χρόνια από την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο Πρωθυπουργός βλέπει τα δημοσκοπικά ποσοστά του να καταρρέουν, αδυνατεί να επηρεάσει καταστάσεις και εξελίξεις και αναμένει την έλευση της νέας χρονιάς και της επόμενης πολιτικής περιόδου, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης και διατύπωσης μιας πολιτικής πρότασης για την επόμενη μέρα – τη δική του και της χώρας.
Το τελευταίο διάστημα της παραμονής του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου στην εξουσία έχει βρει τους δύο συγκυβερνώντες δέσμιους των συμβατικών τους υποχρεώσεων, όπως τις ανέλαβαν και τις υπηρέτησαν, ήδη από το 2013 κι έπειτα, όταν και έγιναν οι πρώτες επαφές και συνεννοήσεις μεταξύ τους.
«Ομηρος» του συνεταίρου του
Πλην όμως, με το πέρας των μνημονίων, οι αντιφάσεις που αναδείχθηκαν αποκάλυψαν και τα πολιτικά τους αδιέξοδα. Η συγκυβέρνηση των δύο ετερόκλητων εταίρων οδεύει θέλοντας και μη προς μια προεκλογική περίοδο, επικαλούμενη μια επιτυχία εικονική και έχοντας μπροστά της μια πραγματικότητα οδυνηρή.
Αφενός, η έξοδος από τα μνημόνια παραμένει μια επίκληση χωρίς αντίκρισμα, όπως προκύπτει από την πραγματικότητα και τις δημοσκοπήσεις της τελευταίας, μακράς, περιόδου.
Αφετέρου, η συμφωνία των Πρεσπών αναδεικνύεται σε μία παράμετρο αρνητική για τον Αλέξη Τσίπρα και ως προς το πώς αυτή θα μπορούσε να του αποφέρει πολιτικά ή εκλογικά οφέλη.
Με τη συμπλήρωση της τετραετίας στη διακυβέρνηση της χώρας, ο Πρωθυπουργός βρίσκεται εν τέλει εγκλωβισμένος σε μια επιλογή μοιραία, η οποία ακυρώνει κάθε μύθευμα το οποίο επιχείρησε να επιβάλει. Η παραμονή του στην πρωθυπουργία κρίνεται από την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών και όχι από το τέλος των μνημονίων, τις απονομές επιδομάτων ή τα εικονικά υπερπλεονάσματα.
Ο,τι και αν επιχείρησε από τον Αύγουστο του 2018 και μετά έπεσε στο κενό, η δημοσκοπική ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε όνειρο απατηλό και η δέσμευσή του με τον Πάνο Καμμένο φάνηκε πως ήταν μια αδιέξοδη αλλά και η μοναδική επιλογή.
Οι εκβιασμοί του συγκυβερνήτη των τελευταίων μηνών καταφάνηκε πως ήταν ισχυρότεροι των σχεδιασμών του κ. Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ να οδηγήσουν αυτό το σύμφωνο πολιτικής συμβίωσης σε ένα ανώδυνο διαζύγιο. Ετσι οι κυβερνητικοί εταίροι μοιάζουν να πορεύονται μαζί προς τη συνάντηση με το πεπρωμένο τους.
Ο Ιανουάριος του νέου έτους θα είναι η καθοριστική περίοδος για τις εξελίξεις και τις αποφάσεις. Η κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, μέσω της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης στη Βουλή της πΓΔΜ, θέτει και το χρονοδιάγραμμα για τα όσα θα επακολουθήσουν στην Ελλάδα.
Κατά τα όσα αναμένονται, το αργότερο έως και τις 15 Ιανουαρίου η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ θα έχει εκπληρώσει το δικό της μέρος υποχρεώσεων και στη συνέχεια η διαδικασία θα μεταφερθεί στην Αθήνα.
Το Μέγαρο Μαξίμου εξακολουθεί να υποστηρίζει και να διακινεί το σενάριο κατά το οποίο η κύρωση της αμφιλεγόμενης συμφωνίας θα έλθει στο ελληνικό Κοινοβούλιο αμέσως μετά και χωρίς χρονοτριβή.
Με βάση αυτά και σύμφωνα με τα όσα επιμένει να υποστηρίζει ο Πάνος Καμμένος, η κυβερνητική πλειοψηφία θα δοκιμαστεί έντονα και το ενδεχόμενο απώλειας της δεδηλωμένης θα δημιουργήσει συνθήκες ενός πολιτικού θρίλερ. Από την έκβασή του θα κριθεί εν τέλει και το αν θα στηθούν οι κάλπες για τις εθνικές εκλογές νωρίτερα από τον προσεχή Μάιο, ταυτόχρονα δηλαδή με τις αυτοδιοικητικές εκλογές και τις ευρωεκλογές. Ενδεικτικό του κλίματος αποσύνθεσης που επικρατεί στους ΑΝΕΛ είναι η σύγκρουση Καμμένου – Σγουρίδη, με αφορμή τη δήλωσή του περί θερμού επεισοδίου που μπορεί να αναβάλει την ψήφιση της συμφωνίας, η οποία οδήγησε εν τέλει στην παραίτησή του.
Τα όσα έχουν επισυμβεί τους τελευταίους μήνες και η πίεση της δημοσκοπικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ καθιστούν το σενάριο της προσφυγής στις κάλπες το νωρίτερο δυνατόν κυρίαρχο ενδεχόμενο.
Κομματικό και οικονομικό επιτελείο βλέπουν και εκτιμούν ότι οι πιθανότητες ανάκαμψης στις δημοσκοπήσεις είναι μηδαμινές. Ως εκ τούτου προκρίνουν την εκδοχή της σύντομης προσφυγής σε εκλογές, με ένα σκεπτικό ύστατης ανάγκης.
Με βάση αυτό και ανάλογα με τις εξελίξεις στο πεδίο της κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών και την τύχη της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η ταχεία προκήρυξη εκλογών με κάποια πρόφαση θα προσέφερε στον ΣΥΡΙΖΑ τη μοναδική δυνατότητα διατήρησης της επιρροής του στα πολιτικά πράγματα.
Κατά τα όσα αναφέρουν κομματικά στελέχη, όσο συντομότερα γίνουν οι εθνικές εκλογές τόσο περισσότερο διατηρούνται οι ελπίδες τους για την εξασφάλιση ρόλου την επόμενη ημέρα.
Ορισμένοι εξακολουθούν να θεωρούν ότι η διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών στις αρχές του 2019, με την ελπίδα επίτευξης ενός ποσοστού μεγαλύτερου του 20% και τη… μεγαλύτερη ελπίδα μη επίτευξης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία θα διασφαλίζει την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020, θα προσφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ πολιτική νομιμοποίηση, ώστε να προκαλέσει νέες εκλογές σε διάστημα ενός έτους.
Προεξοφλούν ήττα και… τζογάρουν
Κατά την εκδοχή αυτή και με την παραδοχή των περισσότερων κομματικών στελεχών ότι οι εκλογές είναι χαμένες, το διάστημα το οποίο θα μεσολαβήσει και η κατάσταση την οποία θα έχει παραδώσει η σημερινή κυβέρνηση θα προκαλέσουν τέτοια φθορά στην επόμενη, η οποία θα δικαιολογεί μια νέα προσφυγή στις κάλπες. Κάτι το οποίο δεν θα μπορεί να συμβεί σε καμία περίπτωση αν οι εκλογές γίνουν τον Οκτώβριο, όπως ισχυρίζεται ο κ. Τσίπρας.
Η λήψη τελικών αποφάσεων είναι θέμα ημερών και σε αυτό το πλαίσιο οι κομματικές και κυβερνητικές συσκέψεις πυκνώνουν.
Από το «go back, κυρία Μέρκελ» τώρα την καλωσορίζουν
Ενα από τα τελευταία, όσο και παράδοξα, χαρτιά της κυβέρνησης και του κ. Τσίπρα είναι η αναμενόμενη επίσκεψη της καγκελαρίου Μέρκελ στην Αθήνα τις πρώτες ημέρες του έτους.
Η κυβέρνηση επενδύει τις τελευταίες της ελπίδες σε αυτή την επίσκεψη, η οποία ωστόσο εμπεριέχει και μια τραγική ειρωνεία για τον κ. Τσίπρα. Τέσσερα χρόνια αφότου αναφωνούσε το περιβόητο «go back, κυρία Μέρκελ», ο Πρωθυπουργός ποντάρει σε μια παρουσία της απερχόμενης καγκελαρίου στην Ελλάδα, αναζητώντας πολιτικά στηρίγματα.
Παρά ταύτα, κάτι τέτοιο δεν είναι μια ρεαλιστική προσδοκία. Εφόσον η επίσκεψη πραγματοποιηθεί, μια ανοιχτή στήριξη στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν μπορεί να θεωρείται αναμενόμενη. Μια ευθεία ανάμειξη του Βερολίνου στις πολιτικές εξελίξεις της Ελλάδας είναι μάλλον απίθανη και ο μόνος λόγος για τον οποίο η καγκελάριος θα επιλέξει να βρεθεί στην Αθήνα θα είναι για να υποστηρίξει την ορθότητα των δικών της επιλογών και να προωθήσει την επίλυση του θέματος της πΓΔΜ. Κατά πόσον αυτά μπορεί να αποδειχθούν πολιτικά ωφέλιμα για τον κ. Τσίπρα είναι εξαιρετικά αμφίβολο.