Το καλοκαίρι του 2020 και η MED7 της Κορσικής ίσως αποδειχθούν σε βάθος χρόνου σημεία καμπής για τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Ενωση ανταποκρίνεται ή έστω αντιλαμβάνεται την ανάγκη μιας στρατηγικής σκέψης σε βάθος και μιας γεωπολιτικής θεώρησης με σαφήνεια. Εξηγούμαι.
Για κάποιες δεκαετίες η Ευρώπη προσέγγιζε την Τουρκία μέσα από το δίλημμα «πρόβλημα ή εταίρος». Απαντούσε «εταίρος» αλλά τελικά τους έμεινε το πρόβλημα.
Η Τουρκία µε τον Ερντογάν δεν είχε πρόθεση να γίνει άλλο πράγµα από τον εαυτό της, και ο εαυτός της δεν είναι ευρωπαϊκός. Αρα, πάει ο εταίρος.
Σε δεύτερη φάση, τα τελευταία χρόνια, το δίλημμα διατυπώθηκε με νέους όρους. «Πρόβλημα ή απειλή».
Ισχυρές δυνάμεις στην Ευρώπη με πρώτη την Γερμανία απαντούσαν ότι είναι ένα πρόβλημα, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με διάλογο κι άλλα καλοπιάσματα. Λίγο πάνω, λίγο κάτω, θα τα βρούμε.
Αλλά όταν δεν είσαι πρόβλημα, τότε δεν έχεις λύση.
Για πρώτη φορά αναδεικνύεται μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση (και διατυπώθηκε καθαρά στην Κορσική) μια άλλη απάντηση: η Τουρκία είναι απειλή. Γεωπολιτικός κίνδυνος.
Συνολικά λοιπόν μάλλον προδιαγράφεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο η επικράτηση του ρεαλισμού και της λογικής. Εκείνων δηλαδή που αντιμετωπίζουν τα δεδομένα χωρίς να τα εξωραΐζουν ή να τα ωραιοποιούν.
Ταυτοχρόνως όμως είναι και μια ήττα της κατευναστικής ή αυτο-αποκαλούμενης «ορθολογικής σχολής» (Π. Κ. Ιωακειμίδης) που διαχειρίζεται ευσεβείς πόθους.
Στη δεκαετία του 2000 έπεσαν έξω στην Τουρκία ως εταίρο. Τώρα πέφτουν πάλι έξω στην Τουρκία ως πρόβλημα. Σκέψου να μην ήταν και ορθολογικοί!
Ούτως ή άλλως χρειάζεται ανεξάντλητο απόθεμα ευσεβών πόθων για να νομίζει κανείς ότι η Τουρκία αποτελεί ένα είδος ορθολογικού συνομιλητή.
Η πραγµατικότητα είναι εντελώς άλλη. Η Τουρκία, όπως είπε ξεκάθαρα ο Μακρόν, παίζει «ηγεµονικό παιχνίδι» στη Μεσόγειο. «Δεν είµαστε αφελείς» πρόσθεσε.
Ούτε εμείς. Και σε μια γεωπολιτική απειλή χρειάζεται μια γεωπολιτική απάντηση. Αυτό τουλάχιστον λέει ο ορθολογισμός.
Η ορατή εξέλιξη είναι ότι οι επιφυλάξεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης για κυρώσεις κατά της Τουρκίας σταδιακά περιορίζονται. Η ίδια η Τουρκία χάνει το παιχνίδι και με τις κυβερνήσεις και με την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Την ίδια στιγμή όμως όλοι γνωρίζουμε ότι οι κυρώσεις που μπορεί από τη φύση της να επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι συντριπτικές. Περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική σημασία έχουν.
Ακόμη δηλαδή κι αν φτάσουμε εκεί, ακόμη κι αν επιλεγεί το σενάριο των κλιμακωτών κυρώσεων, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο έως ότου η Τουρκία επιχειρήσει το «βήμα πίσω» που της ζήτησε ο Μητσοτάκης. Στην πραγματικότητα δεν θα κάνει κανένα «βήμα πίσω».
Μια χώρα που δραστηριοποιείται σε τρία πολεμικά μέτωπα και έχει στρατιωτική παρουσία σε δέκα(!) σημεία του πλανήτη διακατέχεται (αν μη τι άλλο) από μια ψευδαίσθηση ισχύος.
Ακόμη περισσότερο που ο Ερντογάν γνωρίζει ή θα πρέπει να υποψιάζεται ότι έχει φτάσει σε ένα σημείο μη επιστροφής.
Απομένει ένα σημείο για αποσαφήνιση. Θα έπρεπε άραγε η Ευρώπη και η Ελλάδα να του προσφέρουν διέξοδο διαφυγής; Και σε ποια τιμή;
Νομίζω πως ήταν η αρχική σκέψη της Μέρκελ αλλά δεν είμαι βέβαιος αν το έχει ακόμη στο μυαλό της. Ούτως ή άλλως, η απάντηση δεν είναι εύκολη. Κυρίως επειδή ο ίδιος ο Ερντογάν δεν έχει δώσει κανένα σημάδι ότι αναζητεί κάτι τέτοιο.
Το αντίθετο. Μοιάζει όλο και περισσότερο εγκλωβισμένος στη ρητορική του.
Εκπλήξεις
Δεν με εκπλήσσει ότι υπήρξε κάποιο γραπτό κείμενο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Βερολίνο, το οποίο δεν δόθηκε στη δημοσιότητα.
Δεν με εκπλήσσει ότι η Τουρκία υπαναχώρησε από τα συμφωνηθέντα όταν ανακοινώθηκε η ελληνο-αιγυπτιακή συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ.
Δεν με εκπλήσσει ότι οι πολιτικοί αρχηγοί αντιδικούν για την ύπαρξη και το περιεχόμενο του γραπτού κειμένου.
Με εκπλήσσει όμως ότι η κυβέρνηση δεν έδωσε στη δημοσιότητα το κείμενο, ακόμη κι όταν υπαναχώρησε η Τουρκία.
Κι αρχίζω πια να μην καταλαβαίνω όταν ο Πρωθυπουργός αποκαλύπτει αυτοβούλως με άρθρο του σε τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές εφημερίδες την ύπαρξη ενός κειμένου που δεν είχε δημοσιοποιήσει!..
Το τέλος του σεναρίου
Η κυβέρνηση θυμίζει όλο και περισσότερο το αστείο με εκείνον που βούτηξε από την κορυφή του ουρανοξύστη και κάθε φορά που πέφτοντας περνούσε έναν όροφο μονολογούσε: Μια χαρά τα πήγαµε έως εδώ!
Τις προσεχείς εβδομάδες καλείται να συντάξει έναν προϋπολογισμό χωρίς σαφή εικόνα των πεπραγμένων του 2020 και με ακόμη λιγότερο σαφή εικόνα για τις προοπτικές του 2021.
Το ελαφρυντικό είναι πως το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, ενδεχομένως και ολόκληρος ο πλανήτης. Το επιβαρυντικό είναι ότι τρεις σκασίλες έχει για την Ευρώπη και τον πλανήτη ο μέσος Ελληνας που θα κληθεί να βγάλει τα κάρβουνα από τη φωτιά.
Οταν λοιπόν ακούω την αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «δεν έχει σχέδιο» καταλαβαίνω ότι έχει δίκιο. Απλώς είναι αστείο να νομίζει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει σχέδιο σε τέτοιες συνθήκες.
Το βέβαιο είναι ότι ο Μητσοτάκης αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς εκλογές. Θεώρησε δηλαδή ότι η κατάσταση τους επόμενους μήνες θα είναι διαχειρίσιμη.
Αν η εκτίμηση αποδειχθεί ορθή, τότε το ρίσκο άξιζε τον κόπο.
Αν όμως αποδειχθεί λανθασμένη, τότε τον Μητσοτάκη περιμένει μια πολύ δύσκολη συνέχεια.
Στη δεύτερη εκδοχή φαίνεται να ποντάρει ο Τσίπρας. Ολες οι δημόσιες προβλέψεις του διαγράφουν τον ορίζοντα μιας επερχόμενης καταστροφής.
Ελπίζει έτσι πως όχι μόνο θα καταστραφεί ο αντίπαλός του αλλά θα αναδειχθεί και η δική του διακυβέρνηση.
Είναι φυσικά ένα σενάριο. Αλλά με κάποια κενά. Διότι ακόμη κι αν ο χειμώνας αποδειχθεί δύσκολος, δεν είναι βέβαιο ότι θα πάρει τη μορφή της καταστροφής – ακόμη λιγότερο αν κυκλοφορήσει σύντομα το εμβόλιο.
Κυρίως δεν είναι βέβαιο ότι θα χρεωθεί το βάρος ο Μητσοτάκης, ούτε ότι θα επαναξιολογηθεί η διακυβέρνηση Τσίπρα. Ιδίως αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει να βυθίζεται στη σημερινή πολιτική απαξία.
Αυτό φυσικά δεν δικαιολογεί την κυβέρνηση να οχυρώνεται αυτάρεσκα πίσω από ένα «μια χαρά τα πήγαμε έως εδώ!». Ακόμη κι αν τα πήγαν καλά, το τέλος είναι εκείνο που κρίνει το σενάριο.
Και το σενάριο με τον ουρανοξύστη δύσκολα τελειώνει με happy end!