Η επίσκεψη της Ντόρας Μπακογιάννη στη Ροδόπη προκάλεσε πολιτική ένταση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλάει για τις επιθέσεις που δέχθηκε, τη σχέση της με τη Θράκη και τον ρόλο του τουρκικού προξενείου.
Μετά την επίσκεψή σας στα μειονοτικά χωριά της Ροδόπης ο κ. Τσίπρας σάς κατηγόρησε για μαφιόζικες λογικές. Πώς το σχολιάζετε;
«Εχω ακούσει τερατώδη πράγματα τις τελευταίες ημέρες από ανθρώπους που κατά πάσα πιθανότητα ξέρουν τη Θράκη μόνο από τον χάρτη. Από την εποχή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όταν κηρύχθηκε η ισονομία και ισοπολιτεία, δουλεύω για τη Θράκη και μια ανοιχτή πολυπολιτισμική κοινωνία με ισότιμη συμμετοχή χριστιανών και μουσουλμάνων. Στη Θράκη ανεβαίνω συνεχώς από το 1989 και έχω συνδεθεί με τους ανθρώπους της μειονότητας. Συμμετείχα και στα δύο αναπτυξιακά προγράμματα που έγιναν για τη Θράκη, στο πρώτο της Βιργινίας Τσουδερού και στο δεύτερο ως πρόεδρος της διακομματικής επιτροπής για την ανάπτυξη της περιοχής. Κατά τη λειτουργία της διακομματικής έκανα τεράστιες προσπάθειες προκειμένου να έχουμε ένα κοινό πόρισμα, που θα αποτελεί εργαλείο για τις επόμενες κυβερνήσεις, και ο ΣΥΡΙΖΑ το καταψήφισε, στο πλαίσιο της μικροπολιτικής που συνηθίζει να κάνει. Και το προσπάθησα διότι πιστεύω ότι αυτά τα θέματα δεν ενδείκνυνται για μικροπολιτική και τοξικότητα».
Θυμάστε άλλη φορά να έχει γίνει η μειονότητα θέμα της προεκλογικής αντιπαράθεσης;
«Οντως, είναι η πρώτη φορά, αλλά θέλω να θυμίσω ότι δεν ξεκίνησε από εμάς. Παρά τα στοιχεία και την ενημέρωση που έφτασε στον ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Τσίπρας αντί να αναζητήσει έναν τρόπο να ηρεμήσουν τα πνεύματα αποφάσισε να ρίξει λάδι στη φωτιά κατηγορώντας με για μαφιόζικες λογικές και για εκβιασμούς που δήθεν έκανα δημόσια, παρουσία δημοσιογράφων. Θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι πιο χαμηλοί οι τόνοι και από τη ΝΔ, αν έδειχνε ο ΣΥΡΙΖΑ κάποια ευαισθησία για το θέμα. Η Αριστερά στη Θράκη παραδοσιακά είχε πάντα εξαιρετικά στελέχη που αγωνίζονταν, όπως και εμείς, για μια ανεξάρτητη αυτόνομη μειονότητα ελλήνων πολιτών. Είναι η πρώτη φορά που η Αριστερά αρνείται εαυτόν».
Τι διαφορετικό είχε η ανάμειξη του τουρκικού προξενείου αυτή τη φορά;
«Τον απροκάλυπτο τρόπο με τον οποίο υπαγόρευσε στη μειονότητα πώς να συμπεριφερθεί εκλογικά. Είναι θλιβερό και επικίνδυνο ένα ελληνικό κόμμα να κάνει ότι δεν το βλέπει. Εχουν περάσει δύο εβδομάδες και οι δύο υποψήφιοι βουλευτές δεν θεωρούν ότι είναι επιβεβλημένο να δηλώσουν το αυτονόητο, ότι είναι βουλευτές που εκπροσωπούν την ελληνική μουσουλμανική μειονότητα, στο σύνολό της».
Θεωρείτε ότι όλη αυτή η συζήτηση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην ελληνική μειονότητα στην Αλβανία και στην Τουρκία;
«Τα προβλήματα δημιουργούνται από τις πολιτικές επιλογές που αφορούν την εργαλειοποίηση των μειονοτήτων για αλλότριους λόγους, και όχι από τις συζητήσεις αυτές καθαυτές. Και μια και αναφέρεστε στην Αλβανία, σας υπενθυμίζω ότι ήταν στις 14 Μαΐου που συνελήφθη ο εκλεγμένος δήμαρχος της Χειμάρρας, ο Φρέντι Μπελέρι, το ζήτημα του οποίου η Ελλάδα έχει σηκώσει διεθνώς, και που και εγώ, με τη στήριξη όλης της Ελληνικής Αντιπροσωπείας, εδώ και έναν μήνα, επιδιώκω την επίλυσή του στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η Ελλάδα, ως ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, τηρεί τις υποχρεώσεις της, προστατεύει τις μειονότητες και πασχίζει για την ευημερία τους. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης έχουμε μια θρησκευτική μειονότητα η οποία αποτελείται από τουρκογενείς, Πομάκους και Ρομά. Μη συγκρίνουμε τα ασύγκριτα. Εμείς δεν δεχόμαστε ανάμειξη στα εσωτερικά μας. Ξεκάθαρα πράγματα. Αυτή είναι η πάγια θέση μας. Το θέμα δεν έχει μπει και ούτε πρόκειται να μπει σε διαπραγμάτευση. Αλλο η θέση ότι δεν επιτρέπουμε παρεμβάσεις και άλλο η διαπραγμάτευση. Δεν διαπραγματεύεται κανένας το μέλλον ελλήνων πολιτών με καμία ξένη δύναμη».