Aμεσες, ευρείας έκτασης μεταρρυθμίσεις με στόχο την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών και απομάκρυνση από την «πολιτική εξάρτηση του χρέους» είναι η πορεία που πρέπει να χαράξει η χώρα μας σύμφωνα με τον οικονομολόγο Μιχάλη Χαλιάσο, κάτοχο της έδρας Μακροοικονομικών και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Γκαίτε της Φρανκφούρτης και διευθυντή του πανευρωπαϊκού δικτύου έρευνας για τα οικονομικά των νοικοκυριών υπό την αιγίδα του CEPR (Centre for Economic Policy Research).
Βγαίνουμε τελικά από την κρίση; Η πορεία που ακολουθεί σήμερα η κυβέρνηση κινείται στη σωστή κατεύθυνση; 
«Το κυρίαρχο πρόβλημα στα μάτια των διεθνών μας εταίρων είναι η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ, που έχει ξεπεράσει το 190%. Αυτό αποτελεί κυρίως το συσσωρευμένο αποτέλεσμα ελλειμμάτων από το 1981 μέχρι σήμερα, αλλά επιτάθηκε και από τη βουτιά του ΑΕΠ στην περίοδο 2010-13 και την έκτοτε παραμονή του στα ίδια επίπεδα για περίοδο που υπερβαίνει κατά πολύ ακόμη και τη διάρκεια της Μεγάλη Υφεσης του 1929-33 στις ΗΠΑ. Μια σημαντική μείωση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ είναι απαραίτητη. Μπορεί να επιτευχθεί με μεγάλα πλεονάσματα (του ύψους του 3,5% που έχει συμφωνηθεί με τους θεσμούς), με διαγραφή μέρους του χρέους μας ή με επίτευξη ρυθμών μεγέθυνσης ΑΕΠ που θα υπερβαίνουν το επιτόκιο δανεισμού. Οι τωρινές επιλογές φαίνεται να συνοψίζονται στο πακέτο: υψηλό πλεόνασμα (3,5%) με απόλυτα περιορισμένες δαπάνες και υψηλή φορολογία, καθώς και χρήση μεγάλου πολιτικού κεφαλαίου για (α) πρόσθετη διαγραφή χρέους, πέραν αυτού που ήδη διεγράφη το 2012 και (β) για επιμήκυνση του χρέους προς κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς, που επεκτείνει χρονικά την πολιτική εξάρτηση για τον καθορισμό επιτοκίων.
Δεν είναι ρόλος, ούτε επιθυμία μου να κρίνω μια κυβέρνηση. Σκοπός μου, ως οικονομολόγου, είναι να τονίσω ότι υπάρχει άλλος δρόμος από την απόλυτη πολιτική εξάρτηση για το χρέος. Αξίζει να αναρωτηθούμε μήπως οι τωρινές επιλογές για διαγραφή και επιμήκυνση απωθούν τις ιδιωτικές επενδύσεις, που είναι απαραίτητες για επίτευξη μεγέθυνσης ιδιαίτερα όταν απουσιάζουν δημόσιοι πόροι, και μήπως δημιουργούν διεθνώς μια εντύπωση παραγωγικής και θεσμικής αδυναμίας που αντιστρατεύεται την επίτευξη χαμηλών επιτοκίων στις αγορές. Τα στοιχεία δείχνουν ότι επιβάλλεται να τονώσουμε την παραγωγική μας δραστηριότητα.
Μια άλλη επιλογή, λοιπόν, είναι άμεσες, ευρείας έκτασης μεταρρυθμίσεις στοχευμένες στην αύξηση της εμπιστοσύνης στους επενδυτές, Ελληνες και ξένους, ώστε να ιδρύσουν ή να επενδύσουν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις καθώς και σε ομόλογα του Δημοσίου με ικανοποιητικά επιτόκια. Το παράδειγμα της Κύπρου που εξασφάλισε επιτόκιο 2,4% στα δεκαετή ομόλογα είναι χαρακτηριστικό. Το δικό μας ονομαστικό επιτόκιο στα δεκαετή ομόλογα σήμερα κυμαίνεται γύρω στα 4%. Αν η Ελλάδα εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους επενδυτές, ώστε να επιτύχει πραγματικό επιτόκιο (ονομαστικό μείον πληθωρισμός) κάτω από τον ρυθμό μεγέθυνσης, θα καταφέρει να μειώνει το χρέος σημαντικά, ακόμη και χωρίς πλεονάσματα ή διαγραφή του χρέους».
 
Ωστόσο καταλαβαίνω ότι βλέπετε τελικά πιθανότητα διαγραφής μέρους του χρέους.
«Φοβάμαι ότι τελικά δεν θα αποφύγουμε μια περαιτέρω διαγραφή μέρους του χρέους. Θεωρώ, όμως, ότι η προώθηση αυτού του θέματος χωρίς να έχουν προηγηθεί σοβαρές επιτυχίες στον τομέα της παραγωγικότητας, των επενδύσεων και της παραγωγής έχει αρνητική επίπτωση στη διεθνή εικόνα της χώρας, που εμφανίζεται να επαιτεί ή να απαιτεί αντί να ζητεί την αναγνώριση και συμβολή σε περαιτέρω επιτυχίες. Αν όλη η προσπάθεια οποιασδήποτε κυβέρνησης αναλίσκεται στην προώθηση αυτού του στόχου, δεν υπάρχει χρόνος, ούτε χώρος για σχεδιασμό μεταρρυθμίσεων και προσέλκυση επενδυτών».
Τελικά έχουμε μπροστά μας το «τέλος της λιτότητας» κατά την περίφημη δήλωση Μοσκοβισί; 
«Αν καταλαβαίνω σωστά, λιτότητα σημαίνει υψηλότατοι φορολογικοί συντελεστές, πολλαπλοί φόροι και συνεισφορές, ανεπαρκείς δαπάνες από την κυβέρνηση και παραμονή σε μια διαρκή ύφεση με υψηλή ανεργία, ιδιαίτερα για τους νέους. Από τη λιτότητα θα βγούμε όταν προσελκύσουμε επενδύσεις, τονώσουμε την επιχειρηματικότητα και δημιουργήσουμε παραγωγικές θέσεις εργασίας με καλές προοπτικές και ανάλογους μισθούς».
Εγιναν μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας την περίοδο της κρίσης; Ή οι κυβερνήσεις από τη μια πλευρά έκοβαν το ρούχο και από τη άλλη το ξαναέραβαν;
«Εγιναν αρκετές μεταρρυθμίσεις: στην αγορά εργασίας, στην αποφυγή σπατάλης στο Δημόσιο και στην Υγεία ιδιαίτερα, στην επιβολή πρόσθετων φόρων και στην τελειοποίηση του συστήματος είσπραξής τους, ακόμη και κάποια πρόοδος στην ευκολία ίδρυσης μιας επιχείρησης και στη μείωση της διαφθοράς. Το πρόβλημα είναι ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν ανισοβαρείς. Οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις δεν συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες μειώσεις στις τιμές. Οι εισπρακτικές και περιοριστικές μεταρρυθμίσεις προωθήθηκαν πολύ περισσότερο από την τόνωση προσπαθειών ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, ώστε να αυξηθεί η φορολογική βάση (τα εισοδήματα). Ισως ο μόνος δείκτης που δείχνει απόλυτη επιτυχία των απαιτήσεων των προγραμμάτων είναι το ποσοστό ελλείμματος (ή πλεονάσματος) στο ΑΕΠ. Ακόμη και η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ, που είχε σκοπό αυτός ο δείκτης να περιορίσει, παραβιάζει συνέχεια τις προβλέψεις και τις προσδοκίες. Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξουν πισωγυρίσματα, αλλά, όπως βλέπετε, οι διεθνείς μας εταίροι έχουν απαιτήσει απόλυτη συμμόρφωση με το 3,5% ακριβώς για να τα αποφύγουν. Εμείς πρέπει να βγούμε από τη σημερινή στασιμότητα μόνοι μας και να προωθήσουμε επιτυχίες πέραν του πλεονάσματος».

Πρόσθετη ασφάλιση μέσω ατομικών λογαριασμών σύνταξης

Πολλοί σήμερα στην Ελλάδα θεωρούν ότι οι λύσεις που επιλέχθηκαν έσωσαν απλώς τις τράπεζες της χώρας και διέλυσαν το κράτος πρόνοιας.
«Οι τράπεζες επλήγησαν από την αδυναμία του κράτους να ξεπληρώσει τα χρέη του και το ίδιο συνέβη με τα ταμεία ασφαλίσεων, διότι και οι δύο είχαν τεράστια συγκέντρωση επενδύσεων σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. Χρειαζόμαστε και τράπεζες και ασφαλίσεις για την οικονομική μεγέθυνση και ευημερία. Μην ξεχνάτε ότι το πλήγμα και στους δύο, και ιδιαίτερα στα Ταμεία, ήταν το τίμημα που πληρώσαμε για να διαγράψουμε ένα μεγάλο μέρος του χρέους προς ιδιωτικούς επενδυτές (το PSI). Αυτό που πρέπει να μας προβληματίζει είναι ότι δεν καταφέραμε (εν μέρει λόγω λαθών των θεσμών) να αξιοποιήσουμε τη μείωση του χρέους ώστε να προωθήσουμε τη μεγέθυνση. Ισως να είναι μια καλή ένδειξη ότι η απλή μείωση του χρέους δεν φέρνει την ευημερία που αναμένουμε και ας το θυμόμαστε αυτό κάθε φορά που επικεντρωνόμαστε σε αυτή.
Η αλλαγή προσανατολισμού είναι διπλή: προς την επιχειρηματικότητα, όπως ανέφερα, και προς τον εφοδιασμό των νοικοκυριών με τα κατάλληλα μέσα για οικονομικό προγραμματισμό, συνταξιοδότηση και δανεισμό για παραγωγικούς σκοπούς. Οι σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες και οι ΗΠΑ έχουν προειδοποιήσει τους πολίτες τους ότι χρειάζονται και πρόσθετη ασφάλιση για σύνταξη μέσω ατομικών λογαριασμών σύνταξης. Αποταμιεύει κάποιος χρήματα σε ένα αξιόπιστο σχέδιο, αυτά επενδύονται σε χαρτοφυλάκιο που και ο ίδιος μπορεί να καθορίσει και το ποσό της πρόσθετης σύνταξης που θα πάρει εξαρτάται από την πορεία του χαρτοφυλακίου. Εφόσον το χαρτοφυλάκιο είναι διεθνές, ο επενδυτικός κίνδυνος είναι περιορισμένος και η αναμενόμενη απόδοση σημαντική. Οι κυβερνήσεις δίνουν φορολογικά κίνητρα για τέτοιες επενδύσεις με τη μορφή φορο-αναβολής: οι εισφορές στο πρόγραμμα είναι αφορολόγητες και φόρος πληρώνεται (αργότερα και σε χαμηλότερο ποσοστό) όταν λαμβάνεται η σύνταξη.
Αυτή τη στιγμή, η Ευρώπη σχεδιάζει ένα σύστημα “ευρωπαϊκής σύνταξης” που θα μεταφέρεται και από χώρα σε χώρα. Ευρύτερα προετοιμάζει την Ευρωπαϊκή Ενωση Κεφαλαιαγορών που θα παράσχει σημαντικές δυνατότητες χρηματοδότησης, τόσο σε εταιρείες (ιδιαίτερα μικρομεσαίες) όσο και σε ιδιώτες, πέρα από τις τράπεζες, τοπικές ή διεθνείς. Αυτές οι δυνατότητες μαζί με άλλες που υπάρχουν πρέπει να γίνουν γνωστές, γιατί μπορούν να τονώσουν τόσο την επιχειρηματικότητα όσο και την οικονομική ευημερία των νοικοκυριών. Χρειάζεται, όμως, και η κατάλληλη προετοιμασία, ώστε οι επιχειρηματίες, οι εταιρείες και τα νοικοκυριά να είναι σε θέση να τις αξιοποιήσουν όταν παρουσιαστούν».