Μετά την απόφαση των ΗΠΑ να απεμπλακούν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, πού βρισκόμαστε ως προς την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας;

«Δεδομένων των τελευταίων εξελίξεων, της στάσης των ΗΠΑ να αποκλείσουν την Ουκρανία και την ΕΕ από τις συνομιλίες με τη Ρωσία για τη διευθέτηση του Ουκρανικού, η Ευρώπη πρέπει να δράσει, να προχωρήσει δυναμικά στη δημιουργία της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας και του κοινού ευρωπαϊκού στρατού.

Η Ευρώπη πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι οι ΗΠΑ δεν είναι σύμμαχός της ή ότι είναι ένας σύμμαχος που την υποσκάπτει, την περιφρονεί. Η Ευρώπη πρέπει να επιλέξει μεταξύ της Μόσχας και των Βρυξελλών. Θεωρώ πάντως ότι η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα θα προχωρήσει πιο γρήγορα, υπό το βάρος των τελευταίων εξελίξεων. Το ζήτημα είναι αν οι Ευρωπαίοι θα είναι αρκετά γρήγοροι για να αποτρέψουν μια καταστροφή στην ευρωπαϊκή ήπειρο».

Η σύνοδος της περασμένης Δευτέρας, στο Παρίσι, με αντικείμενο την απάντηση της Ευρώπης στις ΗΠΑ ως προς την κοινή άμυνα και το Ουκρανικό, στην οποία συμμετείχαν επτά χώρες-μέλη της ΕΕ και η Βρετανία, είχε αποτέλεσμα;  

«Η πρωτοβουλία του Μακρόν να συγκαλέσει τη σύνοδο ήταν σωστή, παρότι δεν έφερε ακόμη απτά αποτελέσματα. Παραμένει βεβαίως το ζήτημα της αποστολής ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Ουκρανία. Επί του παρόντος, μόνον η Γαλλία και η Βρετανία προτίθενται να το πράξουν, οι άλλες χώρες όχι. Ως προς τη βρετανική συμμετοχή, δεν νοείται κοινή ευρωπαϊκή άμυνα χωρίς τη Βρετανία, αυτό δεν άλλαξε ούτε με το Brexit.

Η Βρετανία, όπως και η Γαλλία, είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, διαθέτει πυρηνικά όπλα, όπως και η Γαλλία. Η Βρετανία πολέμησε στο πλευρό της Ευρώπης σε δύο παγκοσμίους πολέμους, είναι η έκτη παγκόσμια δύναμη όσον αφορά την άμυνα. Η Γαλλία είναι η έβδομη και η Ιταλία η δέκατη».

Η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε ότι η ΕΕ θέλει «να βρίσκεται στην ίδια ομάδα με τις ΗΠΑ», με σκοπό την επίτευξη διαρκούς και βιώσιμης ειρήνης στην Ουκρανία. Είναι εφικτό;

«Νομίζω ότι η πρόεδρος της Κομισιόν προέβη σε αυτές τις δηλώσεις διότι αντιλαμβάνεται ότι η ΕΕ δεν είναι ικανή να διασφαλίσει μόνη της, χωρίς τις ΗΠΑ, την ασφάλεια της Ουκρανίας. Αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια. Μέσα σε λίγα χρόνια, η ΕΕ αύξησε τις αμυντικές δαπάνες από 140 δισεκατομμύρια ευρώ σε 200 δισεκατομμύρια ευρώ, όμως θα χρειαστεί να επενδύσει ακόμη 500 δισεκατομμύρια ευρώ στην άμυνα, την ερχόμενη δεκαετία.

Επιπλέον υπάρχουν δύο ακόμη προβλήματα: πρώτον, δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η Πολωνία, για παράδειγμα, που δίνει το 4,1% του ΑΕΠ της στην άμυνα, αγοράζει στρατιωτικό εξοπλισμό από τις ΗΠΑ και δεν προτίθεται να αλλάξει στάση από τη μια μέρα στην άλλη. Δεύτερον, δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική άμυνας. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί πρόοδος όσον αφορά αυτά τα δύο προβλήματα, όχι όμως η ταχεία πρόοδος που απαιτείται για να αντιμετωπιστεί μια συγκυρία όπως η τωρινή, αν τελικώς οι ΗΠΑ αποφασίσουν να εγκαταλείψουν την Ουκρανία, και κατ’ επέκτασιν την Ευρώπη».

Θεωρείτε ότι η Ευρώπη έχει τρόπο να επιβάλει την άποψή της δεδομένου ότι στις συνομιλίες ΗΠΑ – Ρωσίας στο Ριάντ για την Ουκρανία δεν προσεκλήθη ούτε η ίδια ούτε η Ουκρανία;

«Να την επιβάλει ίσως όχι, όμως θεωρώ ότι ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ακόμη και αν ηγηθεί της αποχώρησης των ΗΠΑ από την Ουκρανία, θα το κάνει με πιο ισορροπημένο και λιγότερο ανεύθυνο τρόπο, ώστε να δώσει ενδεχομένως στην Ευρώπη την ευκαιρία να καλύψει το κενό. Τούτου λεχθέντος, αυτή είναι απλώς μία εκτίμηση, η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά ανησυχητική».

Αν η ΕΕ κατορθώσει τελικώς να συμφωνήσει στη δημιουργία κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας, πώς θα τη χρηματοδοτήσει; Μήπως χρειαστεί να περικοπούν κονδύλια που αφορούν τις πολιτικές για το περιβάλλον, την κοινωνική προστασία, την καινοτομία;

«Κατ’ αρχάς, υπάρχει η ρήτρα εξαίρεσης από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ για την αύξηση των αμυντικών δαπανών, όταν πρόκειται για έκτακτα γεγονότα με μείζονα αντίκτυπο – όπως για παράδειγμα η περίοδος της πανδημίας του κορωνοϊού –, στην οποία αναφέρθηκε και η πρόεδρος της Κομισιόν, στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια στις 13 Φεβρουαρίου.

Αυτό θα επιτρέψει σε χώρες με μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα όπως η Γαλλία και η Ιταλία να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες.  Ως προς τον τρόπο χρηματοδότησης αυτών των δαπανών, το ζήτημα περιπλέκεται, διότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία είναι αντίθετες στο μέτρο του κοινού χρέους σε επίπεδο ΕΕ, όπως συνέβη στη διάρκεια της πανδημίας. Αν ωστόσο στις σημερινές εκλογές στη Γερμανία αναδειχθεί καγκελάριος ο κεντροδεξιός Φρίντριχ Μερτς, το Βερολίνο δεν αποκλείεται να αλλάξει στάση στο ζήτημα του κοινού δανεισμού».

Μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ΕΕ έχει ανεξαρτητοποιηθεί από το ρωσικό αέριο. Στο μέλλον πού θα στηριχθεί η ΕΕ για την ενεργειακή της πολιτική;

«Η μόνη εναλλακτική που μας επιτρέπει να μην εξαρτώμεθα όχι μόνον από τη Ρωσία αλλά ούτε από τις ΗΠΑ ή το Κατάρ, είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλά και η πυρηνική ενέργεια, η οποία παύει σιγά-σιγά να είναι ταμπού. Παραμένει ταμπού στη Γερμανία, η οποία έκανε το σφάλμα να εγκαταλείψει ταυτόχρονα τον άνθρακα και την πυρηνική ενέργεια και να εξαρτηθεί τυφλά από το ρωσικό αέριο, μια επιλογή την οποία ακόμη πληρώνει ακριβά».

Θεωρείτε ότι θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν κάποτε οι σχέσεις ΕΕ και Ρωσίας;

«Οσο ο Πούτιν κατέχει την εξουσία στη Ρωσία, δεν το θεωρώ πιθανό. Ας ελπίσουμε ότι οι διάδοχοι του Πούτιν δεν θα ακολουθήσουν το υπόδειγμά του».