«Πρέπει να επιμείνουμε στη θετική ατζέντα, με στρατηγικό όραμα χωρίς κινήσεις τακτικής» διαμηνύει στην αποκλειστική του συνέντευξη στο «Βήμα» ο πρώην πρόεδρος της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ, τονίζοντας ότι «η Διακήρυξη της Αθήνας του 2023 άνοιξε ένα νέο και δυναμικό κεφάλαιο στις σχέσεις μας και υπάρχει εμφανής πολιτική βούληση από την πλευρά των ηγετών των δύο πλευρών να συνεχίσουν τον εποικοδομητικό τους διάλογο». Ο κ. Γκιουλ, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα για να συμμετάσχει στο 28ο συνέδριο του Economist, εκτιμά ότι «η έκβαση της διευθέτησης του Κυπριακού θα είναι πολύ πιο ανταποδοτική από όσο περιμένουμε» και παροτρύνει όλες τις πλευρές «να μη χάσουμε τη στρατηγική αυτή προοπτική».
Αυτή τη στιγμή, Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε μια διαδικασία θετικής προσέγγισης. Πώς θα μπορούσαν να διατηρήσουν αυτή τη θετική δυναμική και να αποφύγουν τις εντάσεις;
«Παρά τη ζοφερή εικόνα στην περιοχή μας, ο ήλιος λάμπει όσον αφορά την πορεία των τουρκοελληνικών σχέσεων. Οι τουρκοελληνικές σχέσεις έχουν φτάσει στο επίπεδο που τους αξίζει. Η κοινή μας γεωγραφία είναι το πεπρωμένο μας. Επομένως, θα πρέπει να είμαστε αρκετά σοφοί ώστε να ενεργούμε σύμφωνα με αυτή την πραγματικότητα. Μια προσέγγιση που βασίζεται στην καλή θέληση, τη δεκτικότητα, την εμπιστοσύνη και την ενσυναίσθηση κάνει πάντα τη διαφορά στην πορεία των σχέσεών μας. Οταν εφάρμοσα αυτή την πολιτική υπό τις προηγούμενες ιδιότητές μου, πετύχαμε ικανοποιητικά αποτελέσματα με τους έλληνες ομολόγους μου. Σε παρόμοιο πνεύμα, τώρα, θα πρέπει να επιμείνουμε στη θετική ατζέντα με στρατηγικό όραμα χωρίς κινήσεις τακτικής. Η Διακήρυξη της Αθήνας του 2023 άνοιξε ένα νέο και δυναμικό κεφάλαιο στις σχέσεις μας και υπάρχει εμφανής πολιτική βούληση από την πλευρά των ηγετών των δύο πλευρών να συνεχίσουν τον εποικοδομητικό τους διάλογο. Πρέπει να εφαρμόσουμε αυτή την εν εξελίξει θετική ατζέντα με όλα τα δυνατά μέσα συνεργασίας. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του διαλόγου και να αποφύγουμε κάθε προκλητική ρητορική. Πρέπει να υποστηρίζουμε ο ένας τα συμφέροντα του άλλου στη διεθνή σκηνή. Με τα συγκεκριμένα βήματα που πρέπει να γίνουν, μπορούμε να διατηρήσουμε αυτή τη θετική δυναμική και να την προωθήσουμε».
Ειδικά όσον αφορά τις διαφορές στο Αιγαίο, πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν;
«Το Αιγαίο είναι ο κοινός μας θησαυρός. Πρέπει να αποτελεί πηγή συνεργασίας και φιλίας, όχι συγκρούσεων και διαφωνιών. Για να λυθούν όλα τα εκκρεμή ζητήματα στο Αιγαίο, η διπλωματία και το διεθνές δίκαιο πρέπει να υπερισχύσουν της λογικής της αντιπαράθεσης. Τέτοιες προσπάθειες θα άνοιγαν τον δρόμο για μια δίκαιη, διαρκή, συνολική και έντιμη διευθέτηση των θεμάτων του Αιγαίου που θα ήταν αποδεκτή από τις δύο πλευρές. Πρέπει να σεβαστούμε ο ένας τα νόμιμα δικαιώματα και τα ζωτικά συμφέροντα του άλλου. Η καλλιέργεια της ενσυναίσθησης και η τοποθέτηση του εαυτού μας στη θέση του άλλου είναι υψίστης σημασίας με αυτή την έννοια. Από αυτή την άποψη, οι ελευθερίες των ανοιχτών θαλασσών και του εναέριου χώρου πάνω από αυτές δεν πρέπει να θίγονται. Οποιοδήποτε άλλο βήμα γίνεται θα πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία συναίνεση σε ένα δίκαιο και έντιμο πλαίσιο. Μια τέτοια εποικοδομητική προσέγγιση θα συμβάλει στην προώθηση της σταθερότητας και της ευημερίας στην περιοχή μας».
Καθώς η κρίση στη Μέση Ανατολή φαίνεται να κλιμακώνεται και με δεδομένο επίσης τον πόλεμο στην Ουκρανία, πώς πιστεύετε ότι μπορεί να διασφαλιστεί η σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο;
«Η περιοχή μας περνάει τις πιο δύσκολες στιγμές της. Η κρίση στη Μέση Ανατολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία βλάπτουν την ασφάλεια, τη σταθερότητα και την ευημερία στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό εμποδίζει τους υπάρχοντες μηχανισμούς συνεργασίας να λειτουργήσουν. Εμποδίζει την εμφάνιση νέων συνεργασιών. Επιπλέον, αυτές οι δύο κρίσεις πυροδοτούν την πόλωση της παγκόσμιας πολιτικής και βλάπτουν τη διαμόρφωση σχηματισμών παγκόσμιας ασφάλειας. Απαιτείται μια πραγματική τομή για τη διευθέτηση των δύο ζητημάτων. Τα κανάλια διαλόγου πρέπει να παραμείνουν ανοιχτά. Τα μέρη πρέπει να ενεργούν μεταξύ τους χωρίς υποκρισία. Η διεθνής τάξη που βασίζεται σε κανόνες πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως. Τα βασικά αίτια αυτών των κρίσεων πρέπει να μελετηθούν και να αναζητηθούν μόνιμες λύσεις, όχι προσωρινές. Οι ισχυρές ελληνοτουρκικές σχέσεις θα συμβάλουν στην αναζήτηση λύσεων για κάθε προβληματικό ζήτημα που επηρεάζει αρνητικά την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου».
Οσον αφορά το Κυπριακό, για το οποίο ο ΟΗΕ κάνει νέα διαμεσολαβητική προσπάθεια, πώς πιστεύετε ότι θα μπορούσαμε να δούμε την έναρξη ενός νέου διαλόγου με στόχο μια δίκαιη και βιώσιμη λύση;
«Το Κυπριακό, η αρχή του οποίου χρονολογείται από το 1963, αποτελεί πρόκληση όχι μόνο για την περαιτέρω ανάπτυξη των τουρκοελληνικών σχέσεων αλλά και για την απελευθέρωση του πραγματικού δυναμικού της Ανατολικής Μεσογείου. Δυστυχώς χάσαμε πολλές ευκαιρίες για την επίλυσή του. Το Σχέδιο Αναν του 2004, που εγώ προσωπικά υποστήριξα, ήταν μια χαμένη ευκαιρία. Οι Τουρκοκύπριοι ψήφισαν υπέρ. Αυτό έδειξε την καλή τους θέληση για μια λύση στο νησί. Αν και οι Ελληνοκύπριοι ψήφιζαν υπέρ, το νησί θα μπορούσε να είχε ενταχθεί συνολικά στην ΕΕ και δεν θα είχαμε τέτοιο θέμα. Το status quo, που συνεχίζεται περισσότερο από μισόν αιώνα, δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Υπάρχουν δύο διαφορετικά έθνη στο νησί. Αυτή είναι η αναμφισβήτητη πραγματικότητα. Τα εγγενή δικαιώματα του τουρκοκυπριακού λαού πρέπει να επιβεβαιωθούν. Πρέπει να θυμηθούμε το πνεύμα των συνθηκών του 1960. Η θητεία της προσωπικής απεσταλμένης του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ πλησιάζει στο τέλος της. Περιμένω να προβεί σε μια αντικειμενική αξιολόγηση και να αντικατοπτρίσει με ακρίβεια τα επιτόπια δεδομένα στην έκθεσή της. Θα υποβάλει την έκθεση στον γενικό γραμματέα. Εάν ο γενικός γραμματέας δει μια ευκαιρία να ξαναρχίσει η διαπραγμάτευση, τότε προσωπικά θα χαιρετίσω αυτή την απόφαση. Αλλά εάν ο γενικός γραμματέας δεν δει κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης, τότε θα πρέπει να σεβαστούμε αυτή την εκτίμηση. Σε εκείνο το στάδιο θα πρέπει να καθίσουμε μαζί για να διαπραγματευτούμε τις παραμέτρους των δύο κρατών. Η έκβαση της διευθέτησης του Κυπριακού θα είναι πολύ πιο ανταποδοτική από όσο περιμένουμε. Θα φέρει ευημερία και πλούτο σε ολόκληρη την περιοχή της Μεσογείου. Δεν πρέπει να χάσουμε τη στρατηγική αυτή προοπτική».
Σήμερα, η Τουρκία επιδιώκει να προωθήσει μια θετική ατζέντα με την ΕΕ. Πώς θα μπορούσαν να έρθουν πιο κοντά ΕΕ και Τουρκία;
«Είμαι πολύ ικανοποιημένος που βλέπω μια θετική ατζέντα στις σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ. Στο πλαίσιο των προηγούμενων καθηκόντων μου, υπογράμμισα τη σημασία της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων της Κοπεγχάγης και των κριτηρίων του Μάαστριχτ, καθώς και της προσαρμογής ολόκληρου του κεκτημένου της ΕΕ για την Τουρκία. Αυτά τα κριτήρια διαθέτουν μια δομή για να κάνουν οποιαδήποτε χώρα πιο ανθεκτική από πολιτική και οικονομική άποψη. Επομένως, η εκπλήρωσή τους έχει βαθύτερο νόημα από το να γίνεις μέλος ή όχι. Πρόκειται για την ανύψωση των προτύπων. Η σημερινή ηγεσία στην Τουρκία είναι πρόθυμη να προωθήσει τη θετική ατζέντα με την ΕΕ και να αναζωογονήσει τη διαδικασία ένταξης. Υποστηρίζω πλήρως να αναγνωριστεί και να υποστηριχθεί από την πλευρά της ΕΕ η προσέγγιση αυτή. Και οι δύο πλευρές πρέπει να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να μετατρέψουν αυτή τη θετική ατζέντα σε έναν σταθερό οδικό χάρτη».