Κάθε σεισμός δίνει μαθήματα στην επιστημονική κοινότητα, στην Πολιτεία και στους πολίτες. Οπως και οι ισχυρές δονήσεις στην Τουρκία που επιβεβαίωσαν, για άλλη μια φορά, τον γνωστό κανόνα: «Δεν σκοτώνουν οι σεισμοί, αλλά τα κτίρια». Και σε μια από τις πιο σεισμογενείς χώρες του πλανήτη, όπως η Ελλάδα, με το ετερόκλητο κτιριακό δυναμικό των πόλεων – ως προς την παλαιότητα, τα δομικά στοιχεία και τη συντήρηση – τα ερωτήματα παραμένουν πολλά αναφορικά με το τι σεισμούς μπορεί να «αντέξει». «Το Βήμα» τα έθεσε στον πλέον αρμόδιο για να τα απαντήσει, στον διευθυντή του Εργαστηρίου Αντισεισμικής Τεχνολογίας στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, καθηγητή κ. Κωνσταντίνο Σπυράκο.
Επειτα από κάθε ισχυρό σεισμό, οι αντισεισμικοί κανονισμοί αυστηροποιούνται. Αυτό σημαίνει ότι όσο νεότερο το κτίριο τόσο ασφαλέστερο;
«Επειτα από κάθε ισχυρό σεισμό προκύπτουν νέα δεδομένα τόσο για τη σεισμικότητα της περιοχής στην οποία έγινε ο σεισμός όσο και για την ικανότητα των κτιρίων να αντιστέκονται στα σεισμικά φορτία. Αυτά αξιολογούνται με αποτέλεσμα να προκύπτει νέα γνώση η οποία εισάγεται στις νεότερες εκδόσεις των αντισεισμικών κανονισμών. Οσο νεότερη είναι μια κατασκευή τόσο πιο πρόσφατα δεδομένα έχουν χρησιμοποιηθεί για την αντισεισμική προστασία της, κατά τη μελέτη και την κατασκευή της, συνεπώς είναι και ασφαλέστερη».
Ενδέχεται όμως ένα κτίριο να επιβαρυνθεί από την τοποθέτηση εξωτερικής μόνωσης, ή φωτοβολταϊκών στη στέγη, που πλέον, λόγω της ενεργειακής κρίσης, «επιβάλλονται» για εξοικονόμηση ενέργειας;
«Η προτεινόμενη πρακτική είναι να προηγείται αντισεισμικός έλεγχος του κτιρίου πριν την ενεργειακή αναβάθμιση. Θα πρέπει να εξετάζεται τοπικά στη στέγη και τα σημεία όπου στηρίζεται η μόνωση, εάν μπορούν να φέρουν το επιπρόσθετο φορτίο με ασφάλεια. Απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην τοποθέτηση θερμοπροσόψεων ή εσωτερικών επενδύσεων, οι οποίες μπορούν να «κρύψουν» ενδεχόμενες ρωγμές σε κολόνες και δοκάρια και αν δεν επιδιορθωθούν, με τον χρόνο μπορεί να επεκταθούν και να δημιουργήσουν προβλήματα».
Σχετικά με τις κατασκευές από τσιμέντο, λένε ότι αντέχουν μόνο 100 χρόνια. Μπαίνουν και τα κτίρια στην… τρίτη ηλικία;
«Ολα τα δομικά υλικά εμφανίζουν φαινόμενο «γήρανσης λόγω ηλικίας». Ωστόσο, το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα προηγούμενων δεκαετιών είναι η φθορά λόγω διάβρωσης από υγρασία ή εγγύτητας στο θαλάσσιο περιβάλλον. Σε παλαιότερους κανονισμούς δεν υπήρχαν κατάλληλες διατάξεις για την προστασία των χαλύβδινων οπλισμών στο εσωτερικό του σκυροδέματος, με συνέπεια ακόμα και σε διάστημα 10 ή 20 ετών να προκύπτουν βλάβες, οι οποίες μπορεί να απομειώσουν σε μεγάλο βαθμό την αντοχή και την αντισεισμική ικανότητα μιας κατασκευής».
Γερνάνε και τα πέτρινα κτίρια;
«Επίσης εμφανίζουν «γήρανση λόγω ηλικίας». Το πλεονέκτημά τους είναι η πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής του λίθου σε σύγκριση, π.χ., με το οπλισμένο σκυρόδεμα. Ομως το κονίαμα των αρμών μιας λιθοδομής φθείρεται ευκολότερα και απαιτείται συντήρηση. Μια σωστή συντήρηση περιλαμβάνει τουλάχιστον παρακολούθηση της κατάστασης του κονιάματος (να μην τρίβεται εύκολα και να μην αποκολλάται), της στέγης και της υγρομόνωσης. Σε ό,τι αφορά τον σεισμό, οι παλιές λιθοδομές θεωρούνται λιγότερο ανθεκτικές από τις σύγχρονες κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα ή δομικό χάλυβα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ακατάλληλες. Με κατάλληλες παρεμβάσεις μπορούν να γίνουν τόσο ανθεκτικές σε σεισμό όσο και τα νέα κτίρια».
Κάθε πότε πρέπει να γίνεται στατικός έλεγχος;
«Πάνω από το 70% των κατασκευών στην Ελλάδα είναι κατασκευασμένο είτε χωρίς αντισεισμικό κανονισμό (έως το 1959) είτε με τον πρώτο αντισεισμικό κανονισμό (1959-1985). Αυτές πρέπει κατά προτεραιότητα να ελεγχθούν για βλάβες και για την αντοχή τους σε σεισμό, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι ακατάλληλες. Ο κανονισμός προτείνει να ελέγχονται οι κατοικίες κάθε 10 χρόνια, συχνότερα οι υποδομές (π.χ. σχολεία, γέφυρες, νοσοκομεία)».
Μπορεί ο μηχανικός ελεγκτής να αντιληφθεί εύκολα εάν ο εργολάβος έχει τηρήσει τους αντισεισμικούς κανονισμούς;
«Βλάβες σε ένα κτίριο υποδηλώνουν προβλήματα τα οποία μπορεί σε ικανοποιητικό βαθμό να αξιολογήσει ο μηχανικός χωρίς χρήση ειδικών μηχανημάτων. Δυστυχώς ο έλεγχος για να διαπιστωθεί εάν ο οπλισμός είναι λιγότερος από αυτόν που έπρεπε να έχει το κτίριο, η ποιότητα του σκυροδέματος και εάν ο εργολάβος εφάρμοσε τους κανονισμούς, απαιτεί τη χρήση ειδικών οργάνων και μια συγκεκριμένη διαδικασία. Ο πολίτης μπορεί να προστατευθεί από τον ανεύθυνο εργολάβο με την παρουσία του επιβλέποντος μηχανικού κατά τη διάρκεια του έργου».
Μπορούμε τελικά να γνωρίζουμε πόσα ρίχτερ μπορεί να αντέξει το σπίτι μας;
«Η μονάδα ρίχτερ εκφράζει την ενέργεια του σεισμού και δεν καθορίζει πώς θα συμπεριφερθεί μία κατασκευή. Η απόσταση από το ρήγμα, το εστιακό βάθος του σεισμού και η αντοχή του κτιρίου καθορίζουν τη συμπεριφορά του σε σεισμό. Π.χ. σε 6 ρίχτερ αλλιώς θα συμπεριφερθεί ένα νέο κτίριο κοντά στο ρήγμα ή μακριά από αυτό, και διαφορετικά ένα παλιό κτίριο, μη καλοδιατηρημένο. Οσα έχουν κατασκευαστεί με τους νέους αντισεισμικούς κανονισμούς έχουν σχεδιαστεί για να αντέξουν τους αναμενόμενους σεισμούς στην περιοχή όπου βρίσκονται».
Υπάρχουν κάποιοι γενικοί κανόνες για γερά κτίρια;
«Πρέπει να εφαρμόζονται οι αντισεισμικοί κανονισμοί, να χρησιμοποιούνται καλής ποιότητας υλικά (σκυρόδεμα, χάλυβας) και να γίνεται αυστηρή επίβλεψη για την εφαρμογή της μελέτης. Οι πολιτικοί μηχανικοί γνωρίζουν ποια ειδικά μέτρα πρέπει να λαμβάνονται σε κτίρια με μεγάλες διαφοροποιήσεις στην αρχιτεκτονική μορφή τους, ώστε να επιτυγχάνεται η ασφάλειά τους σε σεισμό. Εάν αυτά τα μέτρα δεν έχουν ληφθεί, όπως σε αρκετές παλαιότερες του 1985 κατασκευές τύπου pilotis (καταστήματα ή θέσεις παρκινγκ στο ισόγειο), ή με μεγάλες εσοχές στους άνω ορόφους, οι κατασκευές μπορεί να εμφανίσουν σημαντικές βλάβες σε σεισμό. Επισημαίνεται ότι οποιαδήποτε μετατροπή σε μια κατασκευή πρέπει να εκτελείται με τη σύμφωνη γνώμη πολιτικού μηχανικού».