Στον βαθμό κατά τον οποίο τα αποτελέσματα της 21ης Μαΐου έχουν διαμορφώσει μια ξεκάθαρη εικόνα των πολιτικών συσχετισμών, οι προκλήσεις των κομμάτων και των αρχηγών τους εν όψει της νέας εκλογικής αναμέτρησης είναι λίγο πολύ δεδομένες.
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο στόχος είναι η αυτοδυναμία και μόνο η αυτοδυναμία, η οποία εξασφαλίζεται σε κάθε περίπτωση εφόσον επαναληφθεί μια εκλογική επίδοση πάνω από το 40%. Τα ενδεχόμενα περιπλοκής, ωστόσο, διαφέρουν και εξαρτώνται πάντα από το ποσοστό του πρώτου κόμματος σε συνάρτηση με το ποσοστό των κομμάτων εκτός Βουλής. Ετσι, μια ασφαλής αυτοδυναμία εδρών θα ήταν υπό προϋποθέσεις εφικτή ακόμη και με 37% ή οριακά ανέφικτη με 38%.
Πολύ διαφορετικές είναι προφανώς οι προκλήσεις και οι όροι επιτυχίας για τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ του Νίκου Ανδρουλάκη.
Στην ουσία η επιδίωξή τους είναι να βελτιώσουν την εκλογική τους επίδοση έστω κατ’ ελάχιστον σε σχέση με την 21η Μαΐου, δίχως όμως κάτι τέτοιο να έχει την ίδια σημασία και για τους δυο.
Για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ οι επόμενες εκλογές είναι ένα προσωπικό στοίχημα δίχως εμφανείς προοπτικές οφέλους, ενώ για τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ μια δοκιμασία για την αξιοπιστία του και ως προς τις πιθανότητές του να αναδειχθεί ως μείζων αντιπολιτευτικός πόλος.
Γιατί το 40% λύνει όλες τις εξισώσεις Μητσοτάκη
Τα μαθηματικά δεδομένα της 21ης Μαΐου και τα σχετικά ασφαλή, υπό αυτό το πρίσμα, ευρήματα του νέου κύκλου προεκλογικών δημοσκοπήσεων έχουν προσδιορίσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τα σενάρια και τις επιδιώξεις του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Τις τελευταίες ημέρες ο στόχος της αυτοδυναμίας έχει περιγραφεί εμφατικά και το δίλημμα κλιμακώνεται από τον πρόεδρο της ΝΔ. Υπό αυτή τη συνθήκη, οι αριθμητικές προκλήσεις της 25ης Ιουνίου είναι πολύ συγκεκριμένες και καθορίζουν τους βαθμούς επιτυχίας ή τις πιθανότητες περιπλοκής.
Η βεβαιότητα για ένα επιτυχές εκλογικό αποτέλεσμα διασφαλίζεται στην ουσία με οποιοδήποτε ποσοστό άνω του 40%. Με μία τέτοια επίδοση και αν υποθέσει κανείς ότι α) τα ποσοστά των υπόλοιπων κομμάτων διατηρούνται πάνω-κάτω στα επίπεδα της 21ης Μαΐου και β) στη Βουλή μπαίνουν οκτώ κόμματα (και το ΜέΡΑ25) και εκτός μένει μόνο ένα 4%, η ΝΔ θα εξασφάλιζε μία αυτοδυναμία 154 εδρών. Εννοείται ότι οποιοδήποτε ποσοστό άνω του 40% διευρύνει και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Στην ίδια περίπτωση οκτακομματικής Βουλής και με μία ανάλογη διαμόρφωση των ποσοστών, το απόλυτο όριο για την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος είναι το 39%, με το οποίο η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα ήταν στο οριακό σημείο των 151 εδρών. Με το ίδιο ποσοστό και το ΜέΡΑ25 οριακά εκτός Βουλής, η κοινοβουλευτική ισχύς της ΝΔ θα αυξανόταν στις 155 έδρες.
Στο υποθετικό ενδεχόμενο όπου το ποσοστό της ΝΔ θα υποχωρούσε στο 38% και στη Βουλή θα εκπροσωπούνταν επτά κόμματα (με τα λοιπά στο 9%) η αυτοδυναμία θα ήταν μεν εφικτή, όμως με μόλις 152 έδρες.
Υπό τις ίδιες συνθήκες και δίχως να μπορεί κανείς να προεξοφλήσει σε ποια ποσοστά θα κινούνταν τα υπόλοιπα κόμματα, η εκλογική αποτυχία της ΝΔ θα ήταν το 37%, το οποίο θα έδινε 149 έδρες. Το ίδιο χαμηλό (βάσει των δεδομένων της προηγούμενης κάλπης) ποσοστό θα έδινε όμως μία ασφαλή αυτοδυναμία 156 εδρών, αν στη Βουλή βρίσκονταν έξι κόμματα και ποσοστό των υπολοίπων δίχως κοινοβουλευτική εκπροσώπηση διαμορφωνόταν στο 15%, λίγο χαμηλότερο δηλαδή από την 21η Μαΐου.
Με αυτά τα δεδομένα γίνεται εμφανές ότι τα περιθώρια ασφαλών διακυμάνσεων για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι υπαρκτά. Ωστόσο είναι και σαφές ότι το 40% παρέχει τη μείζονα ασφάλεια σε επίπεδο εντυπώσεων και κοινοβουλευτικής ισχύος.
Με ποσοστό κάτω του 20% ανοίγουν οι πύλες της… εξόδου
Είναι η πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης που κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χάνει, αντί να κερδίζει, μονάδες και αυτό έχει επιδράσει καθοριστικά και στο συλλογικό υποσυνείδητο, κυρίως των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, αλλά και των μελών και των στελεχών του. Βέβαια ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει στο θεώρημα περί «άδειας κάλπης» – που αντικειμενικά δεν είναι – και ο στόχος που βάζει, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενά του, είναι να επιχειρηθεί να δοθεί η εκλογική μάχη μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο για ένα νικηφόρο αποτέλεσμα. Ουτοπικό; Προφανώς, με βάση τους συσχετισμούς που έχουν διαμορφωθεί. Σε κάθε περίπτωση, ο ρεαλιστικός και αντικειμενικός στόχος του κ. Τσίπρα είναι να πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ένα αποτέλεσμα τέτοιο που δεν θα αφήνει ανεξέλεγκτη και παντοδύναμη μια πολιτική δύναμη, όποια και αν είναι αυτή, «διότι αυτό δεν είναι καλό ούτε για την κοινωνία αλλά ούτε και για τη δημοκρατία ούτε για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος».
Από εκεί και πέρα όμως, επειδή υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για τα αίτια της ήττας, αυτή δεν μπορεί να γίνει 15 ημέρες πριν από τις εκλογές και ταμείο θα γίνει μετά. «Τούτη την ώρα εμείς αυτό που θέλουμε να δείξουμε και να αποδείξουμε στην ελληνική κοινωνία και στον ελληνικό λαό είναι ότι καταλάβαμε, ότι πήραμε το μήνυμα. Ηταν ηχηρό το μήνυμα των εκλογών και το λάβαμε. Και αλλάζουμε, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αλλάξουμε εν κινήσει, διότι είναι μικρός ο χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές» είναι η άποψη του κ. Τσίπρα.
Ποιος όμως είναι ο πήχης για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ύστερα από μια συντριβή, ένα σοκ όπως αυτό της 21ης Μαΐου; «Ο πήχης είναι να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο να ανατρέψουμε αυτόν τον συσχετισμό» αναφέρει ο πρώην πρωθυπουργός.
Στις προηγούμενες εκλογές, η αφετηρία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ήταν το 31,53% των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου 2019. Η μεγάλη κατρακύλα όμως άλλαξε τα πάντα. Τώρα είναι σαφές ότι από το περίπου 20% και πάνω είναι ο κεντρικός στόχος και οποιοδήποτε άλλο ποσοστό κάτω θα ανοίξει την… κομματική «πύλη της κολάσεως» με θέμα για τον ίδιο τον κ. Τσίπρα.
Στη Χαριλάου Τρικούπη βλέπουν μόνο ψηλότερα
To 11,46% που έλαβε το ΠαΣοΚ στις εκλογές του Μαΐου κινείται, οριακά, στη σφαίρα του «ισχυρού διψήφιου ποσοστού» που επιζητούσε η ηγεσία του. Ωστόσο, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί, όπως λέγεται, μια ισχυρή βάση εκκίνησης της προσπάθειας που καταβάλλει ο Ν. Ανδρουλάκης για την ολική επαναφορά του ΠαΣοΚ στο πολιτικό σκηνικό. Τι παραπάνω μπορεί να προσδοκά η Χαριλάου Τρικούπη από τις κάλπες του Ιουνίου; Οι επιτελείς του προέδρου του ΠαΣοΚ θέλουν να αποφύγουν το «χειρότερο σενάριο», το οποίο πάντως θεωρούν ότι δεν έχει πιθανότητες, και δεν κρύβουν ότι στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους υπάρχει η προσδοκία για την «έκπληξη». Προτιμούν, όμως, να κάνουν τους σχεδιασμούς τους με βάση το σενάριο που θεωρούν «ρεαλιστικό».
Το σενάριο που δεν θέλουν να σκέφτονται οι επιτελείς του κ. Ανδρουλάκη είναι τα ποσοστά του ΠαΣοΚ να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα ή να παρουσιάσουν μια μικρή αύξηση. Στην περίπτωση αυτή δεν αναμένονται αναταράξεις, ωστόσο θα υπάρξει υποχώρηση του κλίματος αισιοδοξίας που επικρατεί και ειδικά αν ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρει να ανεβάσει τα δικά του ποσοστά. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η ανατροπή του συσχετισμού δύναμης στην Κεντροαριστερά δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση.
Στον αντίποδα αυτό του σεναρίου βρίσκεται το σενάριο-έκπληξη, δηλαδή να καταφέρει το ΠαΣοΚ να πλησιάσει σε απόσταση ανάσας τον ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα και να τον ξεπεράσει. Σε αυτή την περίπτωση θα έχουν γραφτεί οριστικά οι τίτλοι τέλους των «πέτρινων χρόνων» της παράταξης, που θα μπορεί να οραματίζεται και να σχεδιάζει την επιστροφή της στη διακυβέρνηση της χώρας.
Στη Χαριλάου Τρικούπη, πάντως, δείχνουν να κάνουν τους σχεδιασμούς τους με βάση το «ρεαλιστικό» σενάριο. Χωρίς να παραγνωρίζουν τους κινδύνους που προκύπτουν από τον εφησυχασμό καθώς, εκτός των άλλων, στις επικείμενες εκλογές δεν υπάρχει το κυνήγι του σταυρού από τους υποψήφιους βουλευτές. Οι συνεργάτες του προέδρου του ΠαΣοΚ θα ήταν ευχαριστημένοι με ένα ποσοστό που θα κινείται στα επίπεδα του 14%. Ενα τέτοιο αποτέλεσμα θα δείξει ότι το ΠαΣοΚ έχει μπει σε τροχιά ανόδου και η εκτίμηση που υπάρχει είναι ότι στην περίπτωση αυτή θα είναι απλά θέμα χρόνου η κατάληψη της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης.