Σε ένα περιβάλλον το οποίο γίνεται πολύ πιο σύνθετο από ό,τι καταγράφουν οι μέχρι στιγμής μετρήσεις, τα κομματικά επιτελεία αναζητούν ασφαλείς ενδείξεις και εκτιμήσεις για τις εκλογικές τους προοπτικές. Κυριάκος Μητσοτάκης, Αλέξης Τσίπρας και Νίκος Ανδρουλάκης έχουν διαφορετικές και προφανώς αντικρουόμενες επιδιώξεις και προσδοκίες, των οποίων η επαλήθευση ή η διάψευση στην κάλπη της απλής αναλογικής θα καθορίσει εν πολλοίς και τους όρους της δεύτερης αναμέτρησης, εφόσον κατά τα αναμενόμενα δεν σχηματιστεί κυβέρνηση.
Η ιδιαιτερότητα της διπλής εκλογικής διαδικασίας, με δύο διαφορετικά εκλογικά συστήματα, σε συνδυασμό με την επίδραση που μπορεί να έχουν γεγονότα όπως η τραγωδία στα Τέμπη ή άλλα απρόοπτα, συμβάντα, εξελίξεις και αστοχίες, διαμορφώνουν έναν γρίφο για τις ομάδες στρατηγικού σχεδιασμού και τον βαθμό του ρεαλισμού των προσδοκιών τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο μεγάλος άγνωστος Χ των εκλογών είναι η παράμετρος της αποχής. Οπως επιβεβαιώνουν δημοσκόποι και αναλυτές, αυτή τη στιγμή είναι αδύνατο να προβλεφθούν το ύψος της και η σύνθεσή της. Αν δηλαδή θα είναι μεγαλύτερη από το 42% του 2019, αν θα είναι κατά μείζονα λόγο μία επιλογή νεότερων ή μεγαλύτερων ηλικιών, απογοητευμένων μετριοπαθών ψηφοφόρων ή αγανακτισμένων «νέου τύπου», κ.ο.κ.
Από αυτές τις παραμέτρους αναμένεται ότι είναι πιθανό να επηρεαστεί εν πολλοίς το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα, οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων, οι δυναμικές τους εν όψει δεύτερης κάλπης και οι δυνατότητες ανατροπών ή ουσιαστικής μεταβολής των συσχετισμών.
Η προοπτική της αυτοδυναμίας πήχης επιτυχίας για το Μαξίμου
Το «θερμόμετρο» των προσδοκιών για το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου και τον Κυριάκο Μητσοτάκη περιγράφεται ως εξαιρετικά ευαίσθητο από πολιτικούς παρατηρητές και αναλυτές των δημοσκοπικών δεδομένων.
Η επιθυμητή συνθήκη και το ιδανικό αποτέλεσμα καθορίζεται εκ των πραγμάτων από τον πήχη του 2019. Το 39,85% ή οτιδήποτε κοντά σε αυτό θα θεωρηθεί κατά προφανή τρόπο η απόλυτη εκλογική επιτυχία. Με δεδομένο ωστόσο ότι σε ελάχιστες μετρήσεις της πρόσφατης περιόδου εμφανίζεται μία τέτοια δυναμική, ειδικά για την πρώτη κάλπη της απλής αναλογικής, οι προσδοκίες της επιτυχίας αναπροσαρμόζονται σε ένα φάσμα μεταξύ 35% και οριακά 37%.
Ενα ποσοστό χαμηλότερο από τα επίπεδα του 35%, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί απίθανο με γνώμονα την λογική πολιτική φθορά της κυβέρνησης και βάσει των πρόσφατων μετρήσεων, θα αρχίζει να ανεβάζει τη θερμοκρασία στο επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αναλόγως του αν η φθορά αυτή, είτε λόγω των χειρισμών στην υπόθεση των παρακολουθήσεων είτε λόγω της ακρίβειας είτε του δυστυχήματος είτε λόγω του συνδυασμού όλων των παραμέτρων, οδηγήσει το ποσοστό της ΝΔ στις παρυφές του 33%, ο «πυρετός» θα αρχίσει να ανεβαίνει.
Οπως επισημαίνεται δε από έμπειρους πολιτικούς παρατηρητές, το στοιχείο αυτό θα έχει ιδιαίτερη σημασία σε συνδυασμό με την εκλογική επίδοση του ΠαΣοΚ. Κατά τα όσα σήμερα επισημαίνονται από τις ίδιες πηγές, αν αυτή είναι ένα «ασφαλές» διψήφιο ποσοστό (της τάξεως του 11%), πιθανώς θα φανερώσει μία δυναμική διατήρησης σε αυτό το επίπεδο και στη δεύτερη κάλπη. Κάτι τέτοιο με τη σειρά του αναμένεται ότι θα ψαλιδίσει σε σημαντικό βαθμό τις ρεαλιστικές προσδοκίες της ΝΔ για την εκτίναξη στα επίπεδα του 37%-38% και την επίτευξη της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές.
Ο πυρετός θα ανέβει επικίνδυνα στο επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη αν το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης διαψεύσει κάθε μέτρηση των τελευταίων μηνών και η ΝΔ καταγράψει ένα ποσοστό χαμηλότερο του 33%. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, εκτιμάται ότι μοιραία θα συνδυαστεί με μια μικρή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και θα προκαλέσει σημαντικές αναταράξεις και περιπλοκές. Η προοπτική της αυτοδυναμίας θα είναι μάλλον περιορισμένη και πιθανώς θα υπάρξει ανάγκη ριζικών αναπροσαρμογών των επιδιώξεων, της ρητορικής, αλλά και της ίδιας της στρατηγικής.
Η στρατηγική της ανατροπής και το σενάριο της «μικρής ήττας»
Για «κυβέρνηση των νικητών» μίλησε πριν λίγο καιρό από το Ζάππειο ο Αλέξης Τσίπρας που μπαίνει στη «σκληρή» προεκλογική περίοδο με κεντρικό στόχο ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία να είναι πρώτο κόμμα. Εφικτό όταν οι μετρήσεις δείχνουν την αξιωματική αντιπολίτευση να είναι πίσω αρκετές μονάδες από τη ΝΔ; «Ναι» απαντούν από το επιτελείο του κ. Τσίπρα, όπου κυρίαρχη άποψη είναι ότι θα υπάρξουν εκπλήξεις στις κάλπες. Ειδικά μετά και την τραγωδία στα Τέμπη θεωρούν ότι θα αλλάξει προς το χειρότερο το κλίμα για την κυβέρνηση και αυτό θα επιδράσει και στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών.
Ο πρώην πρωθυπουργός εμφανίζεται πεπεισμένος ότι θα ανατρέψει την κατάσταση και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα κερδίσει τις εκλογές. Αυτό ουσιαστικά είπε και από το κλειστό γυμναστήριο, «Ανδρέας Παπανδρέου» του Περιστερίου, σημείο εκκίνησης της προεκλογικής του εκστρατείας τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου. Εκεί δημοσιοποίησε τη μύχια σκέψη του, η οποία και πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τα περισσότερα ΜΜΕ, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι πρώτο κόμμα και άρα θα είναι ο νικητής των εκλογών. Είναι σαφές ότι η εκλογική εξίσωση είναι δύσκολη και πολυπαραγοντική για τον κ. Τσίπρα που έχει δύσβατο δρόμο μπροστά του να διαβεί μέχρι τις εκλογές, όση αισιοδοξία και να εκπέμπει.
Στο άκρως πολωτικό σκηνικό που στήνεται εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης κεντρικά στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης λένε ότι η αφετηρία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι το 31,53% των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου 2019. Από αυτό το ποσοστό και πάνω, υπάρχει η εκτίμηση ότι δημιουργούνται συνθήκες ανατροπής στη δεύτερη κάλπη, αλλά όλα εξαρτώνται και από την εκλογική επίδοση της ΝΔ.
Ακόμα όμως και σε περίπτωση ήττας από τη ΝΔ στις πρώτες εκλογές της απλής αναλογικής, εάν η διαφορά είναι μικρή, έως και τρεις μονάδες, υπάρχει η εκτίμηση πως αυτό ανατρέπεται στις δεύτερες εκλογές της ενισχυμένης αναλογικής. Αυτό είναι το σενάριο της «μικρής ήττας» που δεν το συζητούν στην Κουμουνδούρου, αλλά υπάρχει στο τραπέζι.
Ο κεντρικός στόχος του κ. Τσίπρα είναι πρώτα απ’ όλα το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ να ξεκινά από 30+ και αυτό για πολλούς λόγους που σχετίζονται και με τους εσωκομματικούς συσχετισμούς και τις συζητήσεις που δύναται να διεξαχθούν εάν η εκλογική επίδοση του κόμματος είναι κατώτερη της βάσης που έχει τεθεί.
Η Χαριλάου Τρικούπη ποντάρει στο «ισχυρό διψήφιο ποσοστό»
Ο Νίκος Ανδρουλάκης, σε αντίθεση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα, δεν έχει ως πήχη το ποσοστό του ΠαΣοΚ στις εκλογές του 2019, αλλά τις προσδοκίες που δημιούργησε η εκλογή του στην ηγεσία του ΠαΣοΚ τον Δεκέμβριο του 2021. Το «ισχυρό διψήφιο ποσοστό», που έθετε ως εκλογικό στόχο, ζητώντας τη ψήφο της βάσης του κόμματος, εμφανίστηκε σε όλες σχεδόν τις μετρήσεις τους πρώτους μήνες μετά την εκλογή του. Σήμερα τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΠαΣοΚ κινούνται στη σφαίρα του 10-11.
Υπάρχουν τρία σενάρια. Του «ισχυρού διψήφιου», του «απλού διψήφιου» και του «κάτω από τη βάση». Το κάθε ένα από αυτά καθορίζει με τον δικό του τρόπο τις μετεκλογικές δυνατότητες του Νίκου Ανδρουλάκη αλλά και το πώς θα διαμορφωθεί το εσωκομματικό τοπίο. Το τρίτο σενάριο, δηλαδή να έχει το ΠαΣοΚ στις εκλογές της απλής αναλογικής ποσοστό κάτω από 10%, θεωρείται απίθανο και αν συμβεί θα είναι απλά καταστροφικό. Οχι για τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ, αλλά για «τον χώρο και τις προοπτικές του». Ακόμα και στις δεύτερες εκλογές, όπου το ΠαΣοΚ, όπως εκτιμάται, θα δεχθεί πίεση, ένα μονοψήφιο ποσοστό θα φέρει την ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη σε δύσκολη θέση.
Το «ισχυρό διψήφιο» ποσοστό, 13%-14%, είναι ο διακαής πόθος της Χαριλάου Τρικούπη. Στην περίπτωση αυτή ο κ. Ανδρουλάκης θα μπορεί να ισχυριστεί ότι επανέφερε το ΠαΣοΚ σε ρόλο πρωταγωνιστή στο πολιτικό σκηνικό. Θα έχει, παράλληλα, μεγάλη ευχέρεια κινήσεων. Θα διαπραγματευθεί, θέτοντας τους όρους του, τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, δεν θα αποδεχθεί ρόλο συμπληρώματος. Αν μείνει στην αντιπολίτευση θα διεκδικήσει τα ηνία της, την πλήρη ανατροπή του συσχετισμού δύναμης με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το «απλό διψήφιο» ποσοστό, και ειδικά αν αυτό διατηρηθεί και στις δεύτερες εκλογές, είναι «ουδέτερο». Δεν έχει σχέση με το «δεν υπάρχει ταβάνι» του κ. Ανδρουλάκη. Είναι, όμως, ένα ποσοστό διψήφιο. Και, σε κάθε περίπτωση, όπως λέγεται, να πρόκειται να δημιουργήσει εσωκομματικό ζήτημα μια αύξηση του ποσοστού σε σχέση με το 2019. Στο σενάριο αυτό πάντως ο κ. Ανδρουλάκης θα μάθει να ζει, όπως και οι προκάτοχοί του, αρχίζοντας να έχει απέναντί του του συγκροτημένες και προσωποποιημένες εστίες κριτικής και αμφισβήτησης.