Οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων, που σε αυτόν τον ανοδικό κύκλο οδήγησαν τις 10 μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες της Δύσης να αυξήσουν συνολικά κατά 3.165 μονάδες βάσης το κόστος χρήματος, με άμεσες επιπτώσεις και στην αξία των ομολόγων, πίεσαν τις ευάλωτες τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αυξάνοντας τους φόβους πως μια νέα τραπεζική καταιγίδα θα μπορούσε να βάλει σε νέες περιπέτειες το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, με εύλογες συνέπειες και για την παγκόσμια οικονομία.
Είχε προηγηθεί εξάλλου μία και πλέον δεκαετία «εύκολου χρήματος» και χαμηλών, ακόμη και αρνητικών επιτοκίων, η οποία σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της BlackRock Larry Fink «προκάλεσε ρωγμές στο χρηματοοικονομικό σύστημα». Για τον επικεφαλής οικονομολόγο της ING Carsten Brzeski μάλιστα αυτό που βιώνουν σήμερα οι αγορές και οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι στην πραγματικότητα αυτό που μαθαίνουν οι προπτυχιακοί φοιτητές στο πρώτο έτος των σπουδών τους στα οικονομικά: η νομισματική πολιτική έχει αντίκτυπο στην οικονομία.
Ο ασκός του Αιόλου
Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη για κανέναν ότι η πιο επιθετική αύξηση των επιτοκίων από την έναρξη π.χ. της ευρωζώνης το 1999 έχει και θα έχει επιπτώσεις. Οι τελευταίες ημέρες υπενθύμισαν ότι τα επόμενα βήματα για την καταπολέμηση του πληθωρισμού θα είναι πολύ πιο δύσκολα από τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι τώρα. Η πρώτη φάση της εξόδου από τα λεγόμενα αντισυμβατικά μέτρα (αρνητικά επιτόκια και αγορές ομολόγων) κύλησε σχετικά ομαλά, αλλά τώρα κάθε πρόσθετη αύξηση επιτοκίων αυξάνει τον κίνδυνο να «σπάσει κάτι».
Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ, που θεωρείται η δεύτερη μεγαλύτερη πτώχευση τράπεζας από το 2008, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με τον Greg Fleming, διευθύνοντα σύμβουλο της Rockefeller Capital Management, να σημειώνει πως «το κυνήγι της αγοράς για το ποιος θα είναι ο επόμενος αδύναμος κρίκος τού θύμισε το 2008 και την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση».
Και παρά το γεγονός ότι το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, η Fed και το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσαν σειρά μέτρων για τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, επιτρέποντας μεταξύ άλλων στις αμερικανικές τράπεζες να δανείζονται κεφάλαια χωρίς να χρειάζεται να πουλούν περιουσιακά στοιχεία με ζημία, οι καταρρεύσεις συνεχίστηκαν, αφού πέρα από τις Signature Bank και Silvergate και η First Republic Bank έπεσε «θύμα» της αναταραχής στο περιφερειακό τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ.
Ωστόσο την περασμένη Τρίτη, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Janet Yellen και ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan, ο ελληνικής καταγωγής Jamie Dimon, φέρεται ότι επεξεργάστηκαν ένα σχέδιο διάσωσης της εν λόγω τράπεζας, καθώς όπως έγινε γνωστό την Πέμπτη, έντεκα αμερικανικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων οι Bank of America, Citigroup και JP Morgan, συμφώνησαν να χορηγήσουν συνολικά 30 δισ. δολάρια σε καταθέσεις στη First Republic, σε μια ένδειξη της «εμπιστοσύνης τους στο τραπεζικό σύστημα» των ΗΠΑ, κάτι που οδήγησε σε ανάκαμψη και της μετοχής της που σημείωσε την ημέρα εκείνη άνοδο σχεδόν 22%.
Ρευστότητα-ρεκόρ
Οι αμερικανικές τράπεζες πάντως αναζήτησαν ρευστότητα-ρεκόρ από τη fed, ο ισολογισμός της οποίας αυξήθηκε κατά 300 δισ. δολ. περίπου μετά την κατάρρευση της SVB, εκ των οποίων τα 11,9 δισ. ευρώ προήλθαν από τον νέο μηχανισμό χρηματοδότησης που δημιουργήθηκε, ενώ τα 152,9 δισ. δολ. αφορούσαν παραδοσιακή διευκόλυνση (ως δανειστής έσχατης ανάγκης) που αποτελεί νέο ρεκόρ μετά τα 112 δισ. δολ. του φθινοπώρου του 2008, κατά την κορύφωση της τότε χρηματοοικονομικής κρίσης και 140 δισ. δολ. για χρηματοδότηση κυρίως των Silicon Valley Bank και Signature Bank.
Να σημειωθεί ότι αίτημα για χρεοκοπία υπέβαλε η μητρική της SVB αναζητώντας προστασία από τους πιστωτές για τον τραπεζικό βραχίονα της εταιρείας στο πλαίσιο του πτωχευτικού κώδικα.
Στην Ευρώπη οι ανησυχίες ότι η Credit Suisse θα είναι το επόμενο κομμάτι του ντόμινο πυροδοτήσαν ένα γενικευμένο sell-off (ξεπούλημα) που οδήγησε σε απώλειες 120 δισ. ευρώ τις τραπεζικές μετοχές, με τους επενδυτές να εκτιμούν πως αν η τράπεζα καταρρεύσει, θα μπορούσε να προκαλέσει μια χρηματοπιστωτική κρίση ανάλογη αυτής που ακολούθησε την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008. Η Credit Suisse είναι εξάλλου η δεύτερη μεγαλύτερη της Ελβετίας με ιστορία 167 ετών και ως η όγδοη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα είναι διασυνδεδεμένη με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Λάθη και σκάνδαλα
Τα τελευταία χρόνια πλήττεται από μια σειρά λαθών, σκανδάλων, διοικητικών αλλαγών και νομικών προβλημάτων ανακοινώνοντας ζημιές 7,3 δισ. ελβετικών φράγκων για την περασμένη χρονιά, με τις οποίες «διεγράφησαν» τα κέρδη όλης της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ δεν έχει καταφέρει να σταματήσει τις εκροές κεφαλαίων των πελατών της. Την περασμένη Τετάρτη η Saudi National Bank, ο μεγαλύτερος μέτοχός της (με 9,9%), ανέφερε ότι για ρυθμιστικούς λόγους δεν μπορεί να αποκτήσει πάνω από το 10% της τράπεζας και άρα δεν μπορεί να προχωρήσει σε νέα χρηματοδότηση.
Στο πλαίσιο αυτό, η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB) «έριξε» την Πέμπτη στην Credit Suisse σανίδα σωτηρίας ύψους 50 δισ. ελβετικών φράγκων (50,6 δισ. ευρώ) μέσα σε μια νύχτα, οδηγώντας σε άνοδο κατά 18% τη μετοχή της, σε μια προσπάθεια τόνωσης της ρευστότητάς της μετά την ελεύθερη πτώση των μετοχών και ομολόγων της εν μέσω ανησυχιών ότι θα μπορούσε να προκαλέσει μια παγκόσμια τραπεζική κρίση.
Η τράπεζα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των μεγαλύτερων διαχειριστών πλούτου του πλανήτη και είναι μία από τις 30 συστημικά σημαντικές τράπεζες, της οποίας η πτώχευση θα μπορούσε να σκορπίσει ρίγη σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τρία σενάρια
Ο αναλυτής Kian Abouhossein, της JP Morgan, «βλέπει» τρία πιθανά σενάρια για το μέλλον της Credit Suisse: Στο βασικό, εξαγοράζεται τελικά από την UBS, αν και κάτι τέτοιο βρίσκει αντίθετες και τις δύο τράπεζες, στο δεύτερο η SNB θα επιταχύνει τις διαδικασίες ενίσχυσης της ρευστότητάς της δίνοντάς την τον απαιτούμενο χρόνο να ολοκληρώνει την αναδιάρθρωσή της, αν και κάτι τέτοιο θα συνεπάγεται ένα υψηλό dilution (αραίωση) για τους νυν μετόχους και στο τρίτο θα κλείσει τον επενδυτικό βραχίονα προκειμένου να περιορίσει τις ανησυχίες των επενδυτών.
«Σε αυτό το στάδιο, τόσο η ΕΚΤ όσο και η Fed προσπαθούν να βρουν ένα βιώσιμο σημείο ισορροπίας μεταξύ της σταθερότητας των τιμών και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» ανέφεραν οι αναλυτές με τον Daniel Ivascyn της PIMCO να μην αποκλείει πάντως πως μετά από μία αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25% την ερχόμενη εβδομάδα από τη Fed να δούμε μια «παύση».
Την ίδια ώρα, η πρόεδρος της ΕΚΤ, Christine Lagarde, αποφάσισε την Πέμπτη (αφού όμως υπήρξε η ανακοίνωση για τη στήριξη της Credit Suisse) την έκτη συνεχόμενη αύξηση των επιτοκίων, κατά 0,50% στο 3% (από -0,50% πριν αρχίσει ο ανοδικός κύκλος), επιμένοντας στη μάχη για τον πληθωρισμό, αν και άφησε να εννοηθεί ότι θα μπορούσε να προσφέρει νέες δανειοδοτικές πράξεις στις τράπεζες εάν χρειαστεί.
Σε σχέση με την κρίση του 2008 πάντως, όπως ανέφερε, το ρυθμιστικό πλαίσιο σήμερα είναι πιο πλήρες και οι τράπεζες σε πολύ ισχυρότερη θέση.
Ο Arnaud Marès, οικονομολόγος της Citigroup, σχολίασε πως η στάση της ΕΚΤ δεν είναι ούτε με τα «γεράκια» (παρά την επιθετική αύξηση) ούτε με τα «περιστέρια», καθώς η αποφυγή καθοδήγησης για τη συνέχεια υποδηλώνει πως είναι μία θέση πιο κοντά σε αυτήν της «κουκουβάγιας» αφού αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα ανάλογα με τους κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν, κάτι όμως που δεικνύει και τα μαύρα σύννεφα που υπάρχουν στον ορίζοντα.
€120 δισ. ελληνικών συμφερόντων κεφάλαια φέρεται σύμφωνα με έρευνες που έχουν διενεργήσει τμήματα διαχείρισης πλούτου κορυφαίων επενδυτικών τραπεζών πως είναι τοποθετημένα στο offshore banking της Ελβετίας, που παραμένει το μεγαλύτερο διασυνοριακό χρηματοοικονομικό κέντρο στον κόσμο προσελκύοντας περί τα 2,5 τρισ. δολ. Τα προβλήματα της Credit Suisse φέρεται ότι επέφεραν αναστάτωση, δεδομένου ότι μόνο οι επίσημες καταγεγραμμένες τοποθετήσεις των Ελλήνων στο εξωτερικό, που είχαν φτάσει στο υψηλό των 88,5 δισ. ευρώ το 2015 (τότε που η χώρα φλέρταρε ξανά, όπως και το 2012, με το Grexit), κινούνται στην περιοχή των 50 δισ. ευρώ.
Σε ισχυρή θέση οι ελληνικές τράπεζες
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, είναι σήμερα σε καλύτερη θέση, ώστε να απορροφήσει τυχόν κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές, καθώς οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους με τη χρήση του προγράμματος «Ηρακλής» και διαθέτουν μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων (8,7% τον Δεκέμβριο του 2022), ενώ έχουν ενισχύσει σημαντικά τη ρευστότητά τους μέσω αύξησης των καταθέσεων (κατά 30% ή 50 δισ. ευρώ την τετραετία).
Παράλληλα έχουν επανακτήσει την πρόσβασή τους στις διεθνείς αγορές (εκδόσεις τίτλων και κεφαλαιακών μέσων ύψους περίπου 12,5 δισ. ευρώ), διατηρούν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αρκετά άνω του ελάχιστου ορίου (17,5% τον Δεκέμβριο του 2022), ενώ έχουν επανέλθει σε κερδοφορία μετά από σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Παρ’ όλα αυτά, δεν χωράει εφησυχασμός. Οι αβεβαιότητες είναι πολλές και οι προκλήσεις νέες και μεγάλες. Η κυβέρνηση, σε συνεργασία με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές, παρακολουθεί τις εξελίξεις και θα συνεχίσει να μεριμνά για τη διασφάλιση της αναγκαίας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.