«Περιστασιακοί ένοικοι της εκτελεστικής εξουσίας». Οι λέξεις στην ανακοίνωση του Κώστα Σημίτη, μετά τη δημοσίευση της είδησης ότι ανοίγουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του από το 2000 ως σήμερα, εκμηδένισαν στην ουσία του το «δόγμα Πολάκη» – «να βάλουμε κάποιους στη φυλακή για να κερδίσουμε τις εκλογές». Ενα δόγμα αντιδημοκρατικό και διχαστικό αλλά ταυτόχρονα και βαθιά υποκριτικό. Αν ένας υπουργός, ή και πρωθυπουργός, προτρέπει τη Δικαιοσύνη να προχωρήσει σε διώξεις και φυλακίσεις των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης θα πρέπει τουλάχιστον να έχει την αυλή του πεντακάθαρη. Και η Δικαιοσύνη, προτού προσχωρήσει σε απαράδεκτες λογικές χρειάζεται να ελέγξει αν ο μανδύας της αμεροληψίας της έχει τρύπες που την αφήνουν ανεπανόρθωτα εκτεθειμένη. Μια τέτοια τρύπα είναι το βούλευμα 1732/2017 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Τις προηγούμενες ημέρες έγινε γνωστό ότι η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες προχώρησε σε μια κίνηση με βαριές πολιτικές συνέπειες, χωρίς να προσδιορίζει τη νομική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε, για να ερευνήσει τους λογαριασμούς του πρώην πρωθυπουργού σε πέντε ελληνικές τράπεζες, της συζύγου του Δάφνης και του αδερφού του Σπύρου. Με το ίδιο έγγραφο της 30ής Οκτωβρίου 2018 ζητήθηκε η έρευνα των λογαριασμών του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, υπουργού Δημόσιας Τάξης την περίοδο 2001-2003, και του τότε υφυπουργού Ευάγγελου Μαλέσιου. Εικάζεται ότι η έρευνα των λογαριασμών σχετίζεται με την υπόθεση του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, C4I, καθώς στο έγγραφο της παραπάνω Αρχής περιλαμβάνεται και το όνομα του Λουκά Ρωμανού, πρόεδρου της εταιρείας Τhales Internationale Greece.
Η κατάθεση Ζοσεράν
σε εισαγγελείς το 2005
σε εισαγγελείς το 2005
Η υπόθεση ανάγεται σε κατάθεση που έδωσε το 2005 στους γάλλους εισαγγελείς ο Μισέλ Ζοσεράν, πρόεδρος μιας θυγατρικής της Thales, στην οποία ενέπλεξε τον Κώστα Σημίτη, τον Γιάννο Παπαντωνίου και τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη στην επιλογή της εταιρείας η οποία ανέλαβε την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Οπως κατέθεσε ο Ζοσεράν, το 2002 και το 2003 κλήθηκε να παρουσιάσει στην Αθήνα ένα σχέδιο για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά στις επαφές που είχε με τον Λουκά Ρωμανό έμαθε ότι η εταιρεία τους έχασε τη σύμβαση του C4I επειδή στόχευσαν χαμηλά, ενώ οι Αμερικανοί με την υποστήριξη του Ντικ Τσένι, τότε αντιπροέδρου των ΗΠΑ, στόχευσαν στον υπουργό Εσωτερικών και στον πρωθυπουργό.
Ο Ζοσεράν έκανε τις καταγγελίες αυτές όντας προφυλακισμένος έπειτα από αγωγή που του άσκησε η Thales, επειδή την είχε κατηγορήσει ότι διέθετε ειδικό κονδύλι για δωροδοκίες. Καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση επειδή δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία για όσα έλεγε, από όσους ενέπλεξε και προσέφυγαν στη γαλλική Δικαιοσύνη· από την πρώην εταιρεία του ως τον πρώην πρωθυπουργό της Γαλλίας Αλέν Ζιπέ, δημάρχους της περιοχής της Νίκαιας (για το τραμ) και τον Γιάννο Παπαντωνίου. Για τις καταγγελίες Ζοσεράν διεξήγαγε προκαταρκτική έρευνα και η Εισαγγελία του Παρισιού και σύμφωνα με πληροφορίες, η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο, επειδή δεν προέκυψαν στοιχεία. Ο ίδιος ο Ζοσεράν καταδικάστηκε σε φυλάκιση για ενεργητική δωροδοκία σε δημόσιο έργο στη Γαλλία.
Τη μαρτυρία αυτού του αμφιλεγόμενου προσώπου, το οποίο παρά την οδυνηρή περιπέτειά του με τη γαλλική Δικαιοσύνη δεν κατάφερε να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ανέσυρε πέρυσι (ξανά) η Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς. Προσφάτως η ανακρίτρια Διαφθοράς Ηλιάννα Ζαμανίκα κατέθεσε αίτημα δικαστικής συνδρομής προς τη γαλλική Δικαιοσύνη προκειμένου να ανακρίνει επί τόπου τον Ζοσεράν, ο οποίος όμως εδώ και χρόνια δεν ζει στη Γαλλία.
Η στοχοποίηση του Κώστα Σημίτη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τον φιλικό της Τύπο διαρκεί πάνω από έναν χρόνο. Στις 13 Μαΐου 2017, η εφημερίδα «Documento» είχε στο πρωτοσέλιδό της μια φωτογραφία του κ. Σημίτη σε μαύρο φόντο και τίτλο «Οι Γάλλοι εμπλέκουν και τον Σημίτη, Ολυμπιακές μίζες – Εξοπλιστικά. Η ανακρίτρια επαναφέρει δικόγραφα θαμμένα από το 2005». Από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά ξεκίνησε ένα μπαράζ δημοσιευμάτων στη «Δημοκρατία», στη «Real News», στην «Kontra News» που αποκαλύπτουν περισσότερα για τις πραγματικές προθέσεις όσων ενορχηστρώνουν την επίθεση παρά για τις ευθύνες του πρώην πρωθυπουργού.
Η Ράικου και το… νέο
υλικό της Ζαμανίκα
υλικό της Ζαμανίκα
«Ο κ. Σημίτης θα καταγραφεί στην ιστορία ότι ήταν ο πρωθυπουργός που έβλεπε τις μίζες με τα εκατομμύρια ευρώ να περνούν δίπλα του χωρίς να αντιδρά» έλεγε το καλοκαίρι του 2017 ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή. Και ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλος από το βήμα της Βουλής επέρριπτε ευθύνες στον πρώην πρωθυπουργό και σε εισαγγελικούς λειτουργούς, λέγοντας: «Οταν η λάμψη των σκανδάλων έγινε τόσο μεγάλη που πέρασε και το μαντίλι της Δικαιοσύνης που της έδενε τα μάτια, η έρευνα περιορίστηκε μόνο στον Τσοχατζόπουλο και στον Σμπώκο. Λες και δεν υπήρχε ΚΥΣΕΑ, λες και δεν υπήρχε Υπουργικό Συμβούλιο και πρωθυπουργός». «Η Δικαιοσύνη εκτός από τυφλή έβαλε και ωτοασπίδες» πρόσθεσε. Οσα είπε θεωρήθηκε ότι «φωτογραφίζουν» την πρώην εισαγγελέα κατά της Διαφθοράς Ελένη Ράικου, η οποία τότε κατηγορήθηκε πάλι μέσω δημοσιευμάτων ότι το 2014 διενήργησε κατ’ οίκον έρευνα στο σπίτι του Ρωμανού αλλά «έθαψε» το υλικό που κατασχέθηκε και τη σχετική δικογραφία, στοιχεία που ανακάλυψε αργότερα η κυρία Ζαμανίκα. Τι περιέχει αυτό το υλικό; Και αν ήταν τόσο κρίσιμο γιατί χρειάζεται να πάει τώρα στη Γαλλία εισαγγελικό κλιμάκιο αναζητώντας στοιχεία για την ίδια υπόθεση;
Ο κ. Σημίτης και ο κ. Χρυσοχοΐδης δήλωσαν ότι η έρευνα στους λογαριασμούς τους είναι ευπρόσδεκτη γιατί δεν έχουν τίποτα να κρύψουν. Ο πρώην πρωθυπουργός ωστόσο επισήμανε ότι πρόκειται για «προαναγγελθείσα επιχείρηση δίωξής» του και ο πρώην υπουργός Προστασίας του Πολίτη δήλωσε ότι «έχουν μάθει να αναρριχώνται κατασκευάζοντας εχθρούς και να κυβερνούν φτιάχνοντας ενόχους». «Επιτέλους, ας ανοίξουν οι λογαριασμοί» ήταν η απάντηση του κ. Μαλέσιου.
Σε ό,τι αφορά τον Σπύρο Σημίτη, πέρυσι όταν πρωτοαναφέρθηκε το όνομα του, εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία χαρακτήριζε τους ισχυρισμούς δημοσιευμάτων ότι διακίνησε χρήματα παράνομης προέλευσης «απαράδεκτους και συκοφαντικούς». «Εξυπηρετούν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες» πρόσθετε. Στην ανακοίνωσή του εξηγούσε ότι τα οικογενειακά εισοδήματα ήταν υψηλά και αντίστοιχες ήταν οι αποταμιεύσεις «από την εργασία μιας ζωής».
«Στην Ελλάδα έκανα ένα έμβασμα στις 21/5/2010 με το ποσό των 845.000 ευρώ για την αγορά ακινήτου. Τις μέρες εκείνες υπήρξε στην Ελλάδα έκρηξη ανησυχίας, με συνέπεια μεγάλη φυγή κεφαλαίων. Αγορά ακινήτου υπό τις συνθήκες αυτές δεν ήταν πια νοητή. Επανέφερα το ποσό των 800.000 ευρώ στην τράπεζα του τόπου κατοικίας μου, στη Γερμανία. Η φήμη που κυκλοφόρησε – ότι τα χρήματά μου έχουν «παράνομη προέλευση» – είναι ως εκ τούτου αναληθής και άκρως συκοφαντική. Ολα τα χρήματά μας είναι προϊόν της δουλειάς μας» δήλωσε.
Το βούλευμα και
οι υπουργοί της ΝΔ
οι υπουργοί της ΝΔ
Στον καμβά της ιστορίας μπαίνει τώρα το βούλευμα 1732/2017 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Δύο μήνες μετά τις βαριές αιχμές που διατύπωσε ο κ. Παπαγγελόπουλος στη Βουλή για την προηγούμενη κατάσταση της Δικαιοσύνης, η οποία έπασχε από τύφλωση και κώφωση, συνεδρίασε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών (26 Σεπτεμβρίου 2017) με αντικείμενο τον έλεγχο των κατηγοριών για τα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου και Παραλαβής Προμήθειας Συστημάτων C4I. Για τη συγκεκριμένη υπόθεση είχε συγκροτηθεί Εξεταστική Επιτροπή στη Βουλή, η οποία συνέταξε πόρισμα το 2011 καταλογίζοντας ευθύνες σε πολιτικά πρόσωπα, από το ΠαΣοΚ και τη ΝΔ. Τυχόν αδικήματα όμως κρίθηκαν παραγεγραμμένα.
Στο βούλευμα 1732 ο εισαγγελέας Εφετών Στυλιανός Κωσταρέλος διατυπώνει ξανά την εκτίμηση που είχε από το 2014 όταν διαφώνησε με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, ότι για τους πρώην υπουργούς Δημόσιας Τάξης Βύρωνα Πολύδωρα και Προκόπη Παυλόπουλο, όπως και για τον τότε αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Χρήστο Μαρκογιαννάκη, ανεξάρτητα της συνδρομής ή μη του υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο δεν μπορεί να εξεταστεί επαρκώς από την ανακριτική διαδικασία (σ.σ. λόγω του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών) προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ότι τελέστηκε κατά αντικειμενικά στοιχεία η πράξη της κακουργηματικής απιστίας περί την υπηρεσία του άρθρου 256 Π. Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 1608/50. Τότε η εισήγηση Κωσταρέλου προκάλεσε την οργή των τριών πολιτικών, μάλιστα ο κ. Παυλόπουλος χαρακτήρισε τα όσα του καταλογίζονταν «ωμή συκοφαντία».
Ο εισαγγελέας Κωσταρέλος, ωστόσο, επιμένει. Στην εισήγησή του τον Σεπτέμβριο του 2017 διατυπώνει ξανά τις ίδιες κατηγορίες, ότι οι τρεις υπουργοί της ΝΔ υπέγραψαν επιζήμιες για το Ελληνικό Δημόσιο τροποποιήσεις της σύμβασης 020 Α/03 και ότι η συνολική ζημιά του Ελληνικού Δημοσίου από τις πράξεις όλων των εμπλεκόμενων προσώπων υπολογίζεται στα 147.819.943 εκατομμύρια ευρώ. Συγκεκριμένα, με τις τροποποιήσεις 5 (2007) της αρχικής σύμβασης από τον κ. Πολύδωρα και 7 (2008) από τον κ. Παυλόπουλο, έγινε αποδεκτή η τμηματική παράδοση, ανά υποσύστημα, του έργου με αποτέλεσμα το σύστημα CDSS να παραληφθεί μεν εντός του χρονοδιαγράμματος αλλά να κριθεί ακατάλληλο προς χρήση και να μη χρησιμοποιηθεί τελικά επιχειρησιακά ούτε από την αστυνομία ούτε από την Πυροσβεστική ούτε από το Λιμενικό. Η παραλαβή των υποσυστημάτων 1-7 έγινε από τον κ. Μαρκογιαννάκη, παρά τις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων οι οποίοι μετά τις δοκιμές «δεν εκφράζουν σαφώς την άποψη ότι τα υποσυστήματα είναι ακατάλληλα προς παραλαβή, πάντως εκφράζουν σοβαρές και σημαντικές επιφυλάξεις ως προς την καταλληλότητά τους».
Σε ό,τι αφορά τη λειτουργικότητα του συνολικού συστήματος, όπως σημειώνει ο εισαγγελέας Εφετών, σύμφωνα με τους τεχνικούς συμβούλους σε κανένα κριτήριο δοκιμής δεν επιτεύχθηκε βαθμός επιτυχίας πάνω από 50% ενώ για την πλειονότητα ο βαθμός επιτυχίας είναι κάτω από 25%. Στο κριτήριο «ολοκλήρωση λύσης με το κλειδί στο χέρι» και βαθμός «ετοιμότητας για επιχειρησιακή χρήση», που αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παραλαβή του έργου ο βαθμός επιτυχίας ήταν της τάξης του 30%. Για το σύστημα διαχείρισης κρίσεων, η άποψη των τεχνικών συμβούλων ήταν ότι «δεν έχει υλοποιηθεί σύστημα διαχείρισης κρίσεων». «Καθ’ όλη τη διάρκεια ανάπτυξης του έργου δίνεται η εντύπωση ότι η σύμβαση τροποποιείται συνεχώς για να νομιμοποιήσει την εξέλιξή του» παρατηρεί ο κ. Κωσταρέλος.
Οι κυβερνητικές εμμονές και το σίριαλ με την υπόθεση Γεωργίου
Από το συγκεκριμένο βούλευμα το μόνο που δημοσιεύτηκε ήταν η αλλαγή της πρότασης του κ. Κωσταρέλου, ο οποίος τον Μάρτιο του 2016 ζήτησε την απαλλαγή του Μιχάλη Χριστοφοράκου για τα αδικήματα της δωροδοκίας και της απάτης, αλλά έναν χρόνο μετά τον έστειλε στο εδώλιο μαζί με άλλα 17 άτομα, η δίκη των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη. Ενδεχομένως επειδή τα αδικήματα για τα πολιτικά πρόσωπα έχουν παραγραφεί και επομένως δεν μπορούν να ελεγχθούν ποινικά.
Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομική προσέγγιση της κυβέρνησης και ιδίως του Πρωθυπουργού, όποιος πολιτικός εικάζεται ότι βλέπει τις μίζες να περνούν δίπλα του και να μην αντιδρά, είναι υπόλογος. Και σύμφωνα με την πρακτική της Δικαιοσύνης αλλά και της αρμόδιας Αρχής, θα πρέπει να ανοίγονται και να ελέγχονται οι λογαριασμοί των εμπλεκόμενων πολιτικών ακόμη και για να αρθεί η όποια σκιά θα μπορούσε να υπάρξει για ξέπλυμα ύποπτης προέλευσης χρημάτων, αδίκημα το οποίο δεν υπόκειται σε παραγραφή.
Αν δεν υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα, με ποιο σκεπτικό στην περίπτωση ενός πρώην πρωθυπουργού, του κ. Σημίτη, ανοίγονται οι λογαριασμοί με βάση τους αναπόδεικτους ισχυρισμούς ενός αμφιλεγόμενου προσώπου από το 2005 ενώ στην περίπτωση του Προέδρου της Δημοκρατίας αγνοείται ένα βούλευμα του 2017 που περιέχει συγκεκριμένες και ευθείες κατηγορίες; Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ο εισαγγελέας εφετών Στ. Κωσταρέλος έχει κάποιου είδους εμμονή με τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά αυτό σίγουρα δεν μπορεί να το επικαλεστεί η κυβέρνηση, η οποία αποδέχθηκε – αν δεν υποδαύλισε – την πρότασή του προ δύο μηνών (Σεπτέμβριος 2018) προς το Συμβούλιο Εφετών, να παραπεμφθεί ξανά σε δίκη ο πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέας Γεωργίου για το κακούργημα της ψευδούς βεβαίωσης, την κατηγορία δηλαδή περί διόγκωσης του ελλείμματος του 2009, με αποτέλεσμα να υπαχθεί η χώρα σε μνημόνια.
Είχε προηγηθεί τον Μάιο του 2018 η αναίρεση κατά της απαλλαγής Γεωργίου που άσκησε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου, οδηγώντας την υπόθεση και πάλι – για τρίτη συνεχή φορά – προς επανάκριση από το Συμβούλιο των Εφετών. Το δικαστικό σίριαλ της υπόθεσης Γεωργίου, για τον οποίο έχουν εκδοθεί δύο απαλλακτικά βουλεύματα από το Συμβούλιο Εφετών και έφτασε δύο φορές στον Αρειο Πάγο, έχει διασύρει διεθνώς τη χώρα, προκαλεί την αντίδραση των ευρωπαίων εταίρων και της Eurostat και μόλις την περασμένη Τετάρτη την αποδοκιμασία της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο.