Διαφορετικούς δρόμους διάλεξαν οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας για να αντιμετωπίσουν την κρίση πολιτικής νομιμοποίησης που προκάλεσαν η ήττα των κυβερνητικών κομμάτων και η άνοδος της Ακροδεξιάς στις ευρωεκλογές. Προσφεύγοντας στη λαϊκή ετυμηγορία μέσα στο κατακαλόκαιρο, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ποντάρει στο μονοεδρικό σύστημα και στη συσπείρωση του δημοκρατικού τόξου στον β’ γύρο για να ανακόψει την έφοδο της Μαρίν Λεπέν στην εξουσία. Αντίθετα ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς, απορρίπτοντας τις πρόωρες κάλπες, ρισκάρει να υποστεί το μαρτύριο της σταγόνας μέχρι τις βουλευτικές του 2025. Η επιλογή ξεχωριστών δρόμων υπαγορεύεται από τα διαφορετικά πολιτικά συστήματα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ακροδεξιάς, η οποία έλαβε στη Γαλλία διπλάσιο ποσοστό απ’ όσο στη Γερμανία.
Ορόσημο για τη γαλλική Ακροδεξιά αποτελεί το 2002, όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν έφτασε στον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών. Ο πατέρας Λεπέν συνετρίβη μεν από τον Ζακ Σιράκ, όμως το 18% που έλαβε τότε αποτέλεσε τη βάση για την «ανανέωση» της παράταξης από την κόρη του Μαρίν, η οποία έφτασε στο 41% στις προεδρικές του 2022 και σε αυτές τις ευρωεκλογές στο 31,4%.
Η οικονομική και μεταναστευτική κρίση, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες ενσωμάτωσης των μεταναστών δεύτερης και τρίτης γενιάς, υπήρξε το έδαφος στο οποίο η Ακροδεξιά καλλιέργησε την οργή για την Ευρώπη των Βρυξελλών, την ώρα που η κυβέρνηση του προέδρου Μακρόν επέβαλλε επώδυνα μέτρα στο συνταξιοδοτικό και στους αγρότες.
Στη Γερμανία, η ακροδεξιά AfD αναδύθηκε από τη χρηματοπιστωτική κρίση και εξελίχθηκε σε ένα ξενοφοβικό κόμμα που έφτασε το 12,6% στις εκλογές του 2017, υποχώρησε μεν στις βουλευτικές του 2021, όμως στις ευρωεκλογές ανέβηκε στο 15,9% και στη δεύτερη θέση, πάνω από τους Σοσιαλδημοκράτες. Σε αντίθεση με τη Γαλλία, στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό υπάρχει ισχυρή συντηρητική παράταξη (CDU/CSU) που ανέκαμψε στο 30% απορροφώντας τη δυσαρέσκεια για τη συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών/Πράσινων/Φιλελευθέρων. Στην Ανατολική Γερμανία η AfD βγήκε πρώτη με 27%, ενώ θεωρείται η επικρατέστερη δύναμη στις εκλογές που θα γίνουν τον Σεπτέμβριο σε τρία κρατίδια.
Πάντως, τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία η Ακροδεξιά απομονώθηκε από τη Δεξιά, που δεν μπήκε στον πειρασμό να κυβερνήσει μαζί της, όπως το έκανε σε Αυστρία, Φινλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, Σλοβακία και Κροατία, συμβάλλοντας στην κανονικοποίησή της.
Η περίπτωση της Αυστρίας
Τη μεγαλύτερη νίκη της πέτυχε η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά στην Αυστρία, όπου το Κόμμα της Ελευθερίας επανέλαβε τον προ 25ετίας θρίαμβo. Εχοντας συγκυβερνήσει έκτοτε δύο φορές με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα, αναδείχθηκε πρώτη δύναμη με 25,4% στις ευρωεκλογές και θα επιχειρήσει να αλώσει την καγκελαρία στις βουλευτικές του Σεπτεμβρίου με ηγέτη τον Χέρμπερτ Χικλ. Εάν κερδίσει, θα ανακύψει πάλι δίλημμα συνεργασίας στη δεξιά παράταξη.
Τέτοια διλήμματα έχουν ξεπεραστεί στην Ιταλία, όπου το ακροδεξιό κόμμα της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, το οποίο ανήκει στην ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών (ECR), επιβεβαίωσε την πρωτοκαθεδρία του στον κυβερνητικό συνασπισμό με την επίσης ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι (ID) και τη δεξιά Φόρτσα Ιτάλια (ΕΛΚ) που διατήρησαν τις δυνάμεις τους σε σχέση με τις εκλογές του 2022. Τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης επιχειρούν να θολώσουν το παρελθόν τους, ακόμη και σε βάρος ομοϊδεατών τους.
Τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία απομονώθηκε από τη Δεξιά, που δεν μπήκε στον πειρασμό να κυβερνήσει μαζί της
Πριν από τις ευρωεκλογές η Λεπέν και ο Σαλβίνι «απομόνωσαν» την AfD επειδή έχει στις τάξεις της απολογητές των SS, παρότι στους δικούς τους υποστηρικτές περιλαμβάνονται απολογητές του καθεστώτος Βισί και του Μουσολίνι αντίστοιχα. Η Μελόνι μετατρέπει τα Αδέλφια της Ιταλίας με τις νεοφασιστικές καταβολές σε φιλοευρωπαίους εχθρούς της Ρωσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην Ιβηρική Χερσόνησο. Το ισπανικό Vox, που έχει στους κόλπους του νοσταλγούς του καθεστώτος Φράνκο, «συναντήθηκε» στους δρόμους με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα, κατηγορώντας τη συμμαχία Σοσιαλιστών και Αριστεράς για «εθνική προδοσία» στο ζήτημα της Καταλωνίας. Από το θεαματικό 15% στις βουλευτικές του 2019 μέχρι τo 9,6% στις ευρωεκλογές, το Vox έχει απολέσει σταδιακά το ένα τρίτο της δύναμής του, όμως εξέλεξε έξι ευρωβουλευτές και στηρίζει δεξιές κυβερνήσεις σε τέσσερις περιφέρειες της χώρας. Στην Πορτογαλία, μόλις πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή του, το ακροδεξιό Chega έφτασε στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Μαρτίου το 18% (τετραπλασιάζοντας τις έδρες του σε 50), για να υποχωρήσει τώρα στο 10%, εκλέγοντας όμως τους πρώτους δύο ευρωβουλευτές του.
Στις σκανδιναβικές χώρες κέρδισε έδαφος η Κεντροαριστερά και υποχώρησε η Ακροδεξιά, που παραμένει όμως ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στη Σουηδία και στη Φινλανδία. Στην Ολλανδία, η συμμαχία Σοσιαλδημοκρατών – Πράσινης Αριστεράς κέρδισε τις ευρωεκλογές, όμως αυτό δεν εμπόδισε τον νικητή των βουλευτικών, τον ακροδεξιό Γκερτ Βίλντερς, να ανακοινώσει τη συμφωνία με άλλα τρία κόμματα για τη σύνθεση της κυβέρνησης που θα αναλάβει καθήκοντα τις προσεχείς ημέρες. Στο Βέλγιο πρώτευσαν οι «ακραίοι» και οι «ήπιοι» φλαμανδοί εθνικιστές.
Στα μέσα Ιουλίου, στην πρώτη ολομέλεια του νέου Ευρωκοινοβουλίου, θα φανεί αν απέδωσε το παζάρι μεταξύ των ακροδεξιών ηγετών για τη δημιουργία ενιαίας ομάδας με την οποία φιλοδοξούν να μπλοκάρουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.