Μνήμες από προηγούμενες περιόδους κρίσης στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ξύπνησαν στο Μέγαρο Μαξίμου με αφορμή την πρόσφατη απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, η οποία ερμηνεύτηκε ως έμπρακτη αποδοκιμασία της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας για τον γάμο των ομοφύλων μέσω της αλλαγής του τόπου και του τρόπου εορτασμού της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
Αυτή τη φορά ωστόσο, υπάρχουν νέα στοιχεία, καθώς στην ένταση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας έχει εμπλακεί και το πρόσωπο της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Αιτία για αυτό στάθηκε η παρουσία της, στο πλευρό του υπουργού Επικρατείας Άκη Σκέρτσου κατά τη διάρκεια του τραπεζιού που παρατέθηκε σε εκπροσώπους της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου.
Κατά τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, η Ιερά Σύνοδος επιλέγει να συντηρήσει το θέμα, κάτι που γίνεται αντιληπτό και από τις επιμέρους και κατά τόπους επιθέσεις ιεραρχών εναντίον βουλευτών, οι οποίοι ψήφισαν το νομοσχέδιο, αλλά και ευρύτερα, μέσω των επιθετικών κηρυγμάτων σε πολλές ενορίες και μητροπόλεις.
Στο Μέγαρο Μαξίμου αναζητείται τρόπος διαχείρισης, εκτιμάται ότι η ένταση θα αποκλιμακωθεί και πάντως επιχειρείται να καταστεί σαφές ότι η κυβέρνηση δεν θέλει να πυροδοτήσει την ένταση με δικές της πρωτοβουλίες.
Μεγαλώνει η απόσταση Μητσοτάκη – Ιερωνύμου
Υπάρχει όμως ένα νέο δεδομένο ως προς την επικοινωνία του Πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Όπως γνωρίζουν πηγές προσκείμενες και στις δύο πλευρές, οι μεταξύ τους ισορροπίες ήταν πάντοτε λεπτές και κανείς δεν μιλούσε για μια καλή σχέση. Πάντοτε και σε πολλά θέματα υπήρχε μια δεδηλωμένη διαφοροποίηση και, πάντως, μια άτυπη συμφωνία για την αποφυγή εντάσεων.
Υπό αυτή την έννοια, η στάση του Αρχιεπισκόπου και της Ιεράς Συνόδου και η απόφαση της έμμεσης αποδοκιμασίας αιφνιδίασαν την κυβέρνηση, καθώς είχε επικρατήσει η εκτίμηση ότι «ο Ιερώνυμος δεν είναι Χριστόδουλος».
Παρά ταύτα, γεγονός είναι ότι εν όψει Ευρωεκλογών επιχειρείται από το Μέγαρο Μαξίμου να αξιολογηθεί η πολιτική επίπτωση της στάσης της Εκκλησίας.
Κατά μια άποψη, μάλλον κυρίαρχη και στηριζόμενη στις δημοσκοπήσεις, οι απώλειες της κυβέρνησης είναι ελεγχόμενες. Και επιπροσθέτως, θεωρούνται αφενός προεξοφλημένες και αφετέρου ήδη καταμετρημένες σε μεγάλο βαθμό στις τελευταίες εθνικές εκλογές, με την άνοδο της Άκρας Δεξιάς και ειδικώς της Νίκης, η οποία απορροφά ένα μεγάλο τμήμα πολιτών που συνδέουν την ψήφο τους με τη στάση της Εκκλησίας.
Το ταξίδι στον Καναδά στις 25 Μαρτίου
Υπό αυτό το πρίσμα και με ορίζοντα σε πρώτη φάση τις προσεχείς δύο εβδομάδες και τον εορτασμό της Κυριακής της Ορθοδοξίας (24 Μαρτίου) και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου την αμέσως επόμενη ημέρα, η κυβέρνηση αναμένεται ότι θα επιδιώξει να μην πυροδοτήσει την ένταση με την Εκκλησία.
Κατά πληροφορίες, αναμένεται να γίνουν συστάσεις ώστε στις κατά τόπους μητροπόλεις να μην παραστούν βουλευτές που θεωρούνται «κόκκινο πανί», ενώ την 25η Μαρτίου ο Πρωθυπουργός θα απουσιάζει ήδη στο εξωτερικό, σε προγραμματισμένο ταξίδι στον Καναδά, συνεπώς δεν θα παραστεί ούτως ή άλλως στη δοξολογία στη Μητρόπολη.
Σε ό,τι αφορά την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κύκλοι της Ηρώδου Αττικού διαμηνύουν ότι έχει επιλέξει τη θεσμική οδό και ότι «το Προεδρικό Μέγαρο παραμένει ανοικτό» (για το δείπνο την Κυριακή της Ορθοδοξίας). Ωστόσο οι ίδιοι κύκλοι σημείωναν και ότι παραμένει σταθερή στην πεποίθηση πως «σε μια σύγχρονη δημοκρατία είναι δικαίωμα και χρέος της Προέδρου να στηρίζει την καθολική απόλαυση των δικαιωμάτων από όλα τα μέλη της κοινωνίας».
Φόβοι για νέους «αγανακτισμένους»
Ένα στοιχείο προβληματισμού αναδεικνύεται πλέον ως προς το αν θα υπάρξουν οργανωμένες εκδηλώσεις αποδοκιμασίας στις μητροπόλεις και στις παρελάσεις, κατά τα πρότυπα των επεισοδίων του Οκτωβρίου 2011. Όπως ωστόσο αναφέρεται, όποιες και αν είναι αυτές οι εκδηλώσεις, η περίοδος έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά και οι όποιες ομάδες των «νεο-αγανακτισμένων» δεν έχουν κίνητρα ανάλογα με εκείνα της μνημονιακής περιόδου, ούτε και την αντίστοιχη ισχυρή πολιτική υποκίνηση.
Η (άνευ περιεχομένου) συζήτηση για διαχωρισμό
Διαφορετικό ζήτημα, το οποίο ωστόσο έχει αρχίσει να ανακινείται σε δεύτερο επίπεδο, είναι μέχρι ποιο σημείο θα μπορούσε να φτάσει αυτή η εν εξελίξει κρίση Εκκλησίας – Πολιτείας. Και ειδικότερα, αν με αυτή την αφορμή υπάρχει ενδεχόμενο να ανοίξει μια νέα συζήτηση περί διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης.
Οι γνωρίζοντες καλά το ζήτημα επισημαίνουν κρίσιμες λεπτομέρειες οι οποίες αφαιρούν εξαρχής και εξ ορισμού το περιεχόμενο από την όποια σχετική συζήτηση.
Οι κυριότερες επισημάνσεις ως προς αυτά είναι:
Ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την αναθεώρηση βασικών άρθρων του Συντάγματος στο οποίο, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, παραμένει η εναρκτήρια φράση στο προοίμιο: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».
Μια τέτοια διαδικασία θα προϋπέθετε την αλλαγή βασικών συνταγματικών διατάξεων, όπως – ενδεικτικά:
- Του άρθρου 3, στο οποίο γίνεται η αναφορά για την επικρατούσα θρησκεία «της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (…) αναπόσπαστα ενωμένης δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης…».
- Επίσης, θα απαιτούνταν μια ευρύτερη αναθεώρηση του άρθρου 16, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι στους σκοπούς της παιδείας περιλαμβάνεται η ανάπτυξη «θρησκευτικής συνείδησης» των Ελλήνων ή
- του άρθρου 33, στο οποίο ορίζεται ο θρησκευτικός όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σημειωτέον ότι στην υποθετική περίπτωση κατά την οποία εκκινούσε μια τέτοια διαδικασία αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί πριν από τη συμπλήρωση πέντε ετών από την τελευταία αναθεώρηση, δηλαδή τον Νοέμβριο του 2024, και να ισχύσει, εφόσον συγκέντρωνε τις απαραίτητες πλειοψηφίες, μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε μια περίοδο παρατεταμένης έντασης στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, με τον επιπρόσθετο κίνδυνο πάντως να ναυαγήσει στη Βουλή η όποια απόπειρα αναθεώρησης.
Πολιτικά στελέχη εκτιμούν ότι αν η κυβέρνηση και ειδικότερα ο Πρωθυπουργός άνοιγε μια τέτοια συζήτηση, στην ουσία θα έριχνε λάδι στη φωτιά και θα επέλεγε να κηρύξει έναν πολλαπλώς επιζήμιο πόλεμο με την Εκκλησία.