Μια σημαντική μεταρρύθμιση, όπως η θέσπιση της επιστολικής ψήφου, πρωτίστως για τους Ελληνες του εξωτερικού εν όψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου, η οποία ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς συγκεντρώνοντας επί της αρχής, τουλάχιστον, ευρεία συναίνεση (από ΣΥΡΙΖΑ, ΠαΣοΚ και Πλεύση Ελευθερίας), εξελίχθηκε σε θρυαλλίδα συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων και εν τέλει σε μια αυστηρά κομματικά οριοθετημένη πρωτοβουλία (συγκέντρωσε μόνον τις «γαλάζιες» ψήφους) που αντί να ενώσει δίχασε το πολιτικό σύστημα.
Η τροπολογία που προκάλεσε αντιδράσεις
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση μετρούν τα «κέρδη» και τις «ζημιές» από τη σφοδρή κοινοβουλευτική «μάχη» που δόθηκε επί τριήμερο μάταια, όπως αποδείχθηκε τελικά, καθώς ο κυβερνητικός αιφνιδιασμός με την κατάθεση τροπολογίας για να επεκταθεί η δυνατότητα της επιστολικής ψήφου και στις εθνικές εκλογές οδηγήθηκε σε αδιέξοδο – η ρύθμιση απαιτούσε αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών, η οποία δεν κατέστη δυνατή και ως εκ τούτου απορρίφθηκε, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, πάντως, να διαμηνύει από το υπουργικό συμβούλιο ότι «αργά ή γρήγορα θα γίνει και το δεύτερο βήμα και η συγκεκριμένη τροπολογία θα επανέλθει μετά τις ευρωεκλογές».
Η κυβέρνηση απέρριψε τις αιτιάσεις περί αιφνιδιασμού επικαλούμενη την απαιτούμενη ενισχυμένη πλειοψηφία η οποία προϋποθέτει συναινέσεις. Το ερώτημα που έμεινε έωλο ήταν γιατί τότε έφερε τη ρύθμιση με αυτό τον τρόπο – απροειδοποίητα, δίχως προηγούμενη ενημέρωση των κομμάτων με τα οποία φάνηκε να υπάρχει μια κοινή βάση εκκίνησης, παρά τις επιμέρους διαφορές. Μια εκδοχή, σύμφωνα με τις αναγνώσεις που έκαναν βουλευτές, είναι ότι επρόκειτο για «ατυχή χειρισμό ο οποίος έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα» (κάποιοι μίλησαν για «τακτικισμούς», «τρικ», «μπλόφα» κ.ά.), μόνο που μοιάζει αδύναμο το επιχείρημα. Και αυτό καθώς ήταν (προφανώς) αναμενόμενη η αντίθεση των κομμάτων σε μια τέτοια διαχείριση.
Μια άλλη εκδοχή είναι ότι η κυβέρνηση «δεν ανέμενε τέτοια αντίδραση» ή ότι θεωρούσε πως «θα έφερνε τα κόμματα προ τετελεσμένων», εκτιμώντας ότι δύσκολα θα εναντιώνονταν σε ένα καθολικό αίτημα των αποδήμων (να ψηφίζουν με επιστολική ψήφο και στις εθνικές εκλογές). Ενώ μια άλλη εκδοχή είναι ότι η κυβέρνηση «επί τούτου» κατέθεσε την επίμαχη (εκπρόθεσμη) τροπολογία αγνοώντας τις αντιδράσεις, περίπου για να «προκαλέσει» την αρνητική στάση της αντιπολίτευσης και να την «εκθέσει» στα μάτια των αποδήμων («Ευχαριστούμε ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ που μας ταυτίζουν με το 75% του κόσμου που βλέπει θετικά την επιστολική ψήφο» ειπώθηκε).
Υπάρχει βεβαίως και η επίσημη εκδοχή, ότι η κυβέρνηση διαπιστώνοντας το πεδίο σύγκλισης που καταγράφηκε στη φάση της επεξεργασίας του νομοσχεδίου στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή όπου ΣΥΡΙΖΑ, ΠαΣοΚ και Πλεύση Ελευθερίας ψήφισαν «ναι» επί της αρχής, θεώρησε ότι μπορούσε «εδώ και τώρα» να γίνει το επόμενο βήμα – «Tι πιο φυσικό ακόλουθο αυτής της ευρείας συναίνεσης που διαμορφωνόταν, να πούμε «εδώ μπορεί να υπάρχει μια ευκαιρία». Αυτό είπαμε. Αναδεικνύουμε μια ευκαιρία. Θα μπορούσαμε να μην είχαμε πει τίποτα, να το αφήσουμε να περάσει. Απλά, ξέρετε, στις μεγάλες δημοκρατικές αλλαγές έχει σημασία να αξιοποιείς κάθε ευκαιρία και την κρίνουν εν τέλει οι βουλευτές αν θέλουν να αδράξουν ή όχι αυτή την ευκαιρία» είπε χαρακτηριστικά η υπουργός Εσωτερικών Νίκη Κεραμέως.
Η μάχη εντυπώσεων και η χαμένη ευκαιρία
Στην πολιτική ωστόσο μετρά το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα ήταν να ναυαγήσει το κατ’ αρχήν συναινετικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε, το οποίο η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός διακαώς επιθυμούν σε τέτοιας εμβέλειας μεταρρυθμίσεις – πόσω μάλλον όταν προϋποθέτουν αυξημένη πλειοψηφία των 2/3. Από τη στιγμή που φάνηκε ότι δεν συγκεντρώνει την πλειοψηφία αυτή, η τροπολογία δεν είχε καμία τύχη. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση επέλεξε να μην την αποσύρει, όπως επιζητούσαν τα κόμματα, προκειμένου να μη φανεί ότι «κάνει πίσω» και επιπλέον να φέρει την αντιπολίτευση «προ των ευθυνών της», όπως ειπώθηκε, αν και βρέθηκε στην άβολη θέση να καλεί τα κόμματα… να καταψηφίσουν την τροπολογία, εφόσον διαφωνούν, αλλά να υπερψηφίσουν το νομοσχέδιο, κάτι όμως που ήδη είχε κριθεί.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η αντιπολίτευση αρνείται συλλήβδην ένα σχέδιο νόμου, με αφορμή μια τροπολογία που κατατέθηκε στην αρχή της σχετικής συζήτησης και η οποία βελτιώνει το νομοσχέδιο» διερωτήθηκε ο κ. Μητσοτάκης στο υπουργικό συμβούλιο, διατυπώνοντας και το ερώτημα: «Πώς γίνεται να συμφωνούμε με την επιστολική ψήφο στις ευρωεκλογές και να μη συμφωνούμε με την επιστολική ψήφο στις εθνικές εκλογές;». Σε κάθε περίπτωση, η τροπολογία θα επανέλθει μετά τις ευρωεκλογές, από τις οποίες θα αντληθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την αποτελεσματικότητα του μέτρου και τότε θα κριθούν όλοι.