Νέες παράμετροι προβάλλουν στον πολιτικό ορίζοντα με αφορμή τις ανατροπές που επιφέρει η μεταστροφή της Γερμανίας στο Μεταναστευτικό, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά.

Η πιθανή αναζωπύρωση μιας μεταναστευτικής κρίσης στην Ευρώπη, με άμεσες επιπτώσεις για την Ελλάδα, και η αναβάθμιση των τουρκικών διεκδικήσεων, εν αναμονή της νέας συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν, προξενούν ιδιαίτερο προβληματισμό στο κυβερνητικό επιτελείο και, όπως ομολογείται, απαιτούν προσαρμογές και στρατηγικό ανασχεδιασμό.

Παράλληλα όμως και τα δύο ζητήματα θεωρούνται κατ’ εξοχήν προνομιακά για τη δεξιά πτέρυγα της ΝΔ και τα κόμματα του δεξιού πολιτικού φάσματος, εξ ου και αντιμετωπίζονται ως πιθανές θρυαλλίδες πολιτικών αναταράξεων ή και εξελίξεων.

Αλλαγή δεδομένων

Ο νέος προβληματισμός για το Μεταναστευτικό εκδηλώνεται πολλαπλώς έπειτα από την απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τα σύνορά της, να εντατικοποιήσει τους ελέγχους και να προχωρήσει σε επιστροφές μεταναστών στις χώρες πρώτης εισόδου. Η ελληνική κυβέρνηση έως και πρότινος εκτιμούσε ότι το ζήτημα είχε υποχωρήσει ως πολιτική παράμετρος, όπως ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ανέφερε την προηγούμενη Κυριακή στη Θεσσαλονίκη. Ομως η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα.

Η πρώτη αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη εκδηλώθηκε δημοσίως από τη Βιέννη, όπου βρισκόταν για επίσημη επίσκεψη την Τετάρτη, με την επισήμανση ότι δεν θα αποφασίζουν οι διακινητές ποιοι και πόσοι θα έρχονται στην Ευρώπη, ότι δεν πρόκειται η Ελλάδα να επωμιστεί το δυσανάλογο βάρος του Μεταναστευτικού και ότι δεν νοείται η μονομερής κατάργηση ευρωπαϊκών συνθηκών και συμφωνιών.

Είχε όμως προηγηθεί η εκδήλωση των γερμανικών προθέσεων, με τις παρελκυστικές παροτρύνσεις του καγκελάριου Σολτς και του αντικαγκελάριου Χάμπεκ μόλις το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου ελληνική κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες κοινωνικής μέριμνας για τους μετανάστες. Η στόχευση αυτής της παρότρυνσης ήταν διπλή: αφενός, προκειμένου να ενθαρρύνεται η παραμονή των μεταναστών στην Ελλάδα ως χώρα πρώτης υποδοχής και, αφετέρου, να είναι δυνατή η επιστροφή τους, καθώς βάσει της γερμανικής νομοθεσίας σε περίπτωση επιστροφής θα πρέπει οι παροχές στη χώρα πρώτης υποδοχής να είναι αντίστοιχες με εκείνες της Γερμανίας.

Ο Πρωθυπουργός απέρριψε τις σχετικές αξιώσεις και στις επαφές του με τη γερμανική ηγεσία αλλά και δημοσίως με τις δηλώσεις του από τη Βιέννη. Παράλληλα, κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι το πρόβλημα έχει αυτή τη στιγμή μια αμιγώς γερμανική διάσταση λόγω των γενναιόδωρων επιδομάτων και παροχών σε μετανάστες και αιτούντες άσυλο, που έως και σήμερα καθιστούν τη χώρα ελκυστικό προορισμό. Ομως η άνοδος της Ακροδεξιάς οδηγεί τώρα σε σπασμωδικές απόπειρες ανατροπής αυτής της συνθήκης.

Ανασχεδιασμός στρατηγικής

Η ελληνική κυβέρνηση διαμηνύει ότι δεν θα δεχθεί επιστροφές μεταναστών κατά παρέκκλιση του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου και σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις της. Υπό τις νέες συνθήκες αναζητεί συμμαχίες και σε πρώτη φάση βρίσκεται σε συνεννόηση με τις κυβερνήσεις της Αυστρίας και της Πολωνίας, ενώ αναμένεται ότι κάτι ανάλογο θα επιδιωχθεί με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Μάλτα και τη Βουλγαρία.

Κατά άμεση προτεραιότητα, θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην οργάνωση των επιχειρήσεων του Λιμενικού Σώματος, με βάση το δόγμα της «ενεργητικής αποτροπής». Κατά τούτα, τονίζεται ότι προτεραιότητα έχει η προστασία της ανθρώπινης ζωής, όμως την ίδια στιγμή διαμηνύεται και ότι το Λιμενικό Σώμα δεν είναι υπηρεσία υποδοχής της παράνομης μετανάστευσης.

Η Αθήνα θα επιμείνει στην τήρηση του Ευρωπαϊκού Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου και, κατά πληροφορίες, σε επόμενη φάση θα διεκδικήσει αυξημένη ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, με την επιχειρηματολογία της ανάγκης αποτελεσματικότερης φύλαξης των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ. Την ίδια στιγμή, όμως, στην Αθήνα εκφράζεται παρασκηνιακώς μια ανησυχία ως προς το ενδεχόμενο να επεκτείνει η Γερμανία το μέτρο των συνοριακών ελέγχων και στις αεροπορικές πτήσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση θα διαταραχθεί όλο το πλέγμα της ελεύθερης μετακίνησης στην Ενωση.

Εστία ευρωπαϊκής κρίσης

Το θέμα πάντως εκτιμάται ότι απειλεί να προκαλέσει μια ευρύτερη περιπλοκή, με πολλαπλές επιπτώσεις. Η σχέση με τη Γερμανία ενδέχεται να μπει και πάλι σε προβληματικό πεδίο, ενώ πιθανή είναι η εκδήλωση μιας γενικότερης κρίσης στο ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αντίρροπες πιέσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σε μια περίοδο κατά την οποία απουσιάζει η ομοθυμία σε πολλά και κρίσιμα ζητήματα, πιθανολογείται ότι θα οδηγήσει σε νέα αδιέξοδα, ενώ άγνωστη είναι η εξέλιξη εφόσον και άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες οδηγηθούν σε παρόμοιες μονομερείς αποφάσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, οι συνεδριάσεις των επόμενων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων, με πρώτη προγραμματισμένη για τις 17-18 Οκτωβρίου, προμηνύονται περιπετειώδες και δύσκολες, ενώ το πρώτο φόρουμ στο οποίο αναμένεται να εκδηλωθούν οι αντιπαραθέσεις είναι προγραμματισμένο για την ερχόμενη εβδομάδα στο Βερολίνο, όπου θα διεξαχθεί η Σύνοδος για τα Σύνορα και την Ασφάλεια, παρουσία του υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου Νίκου Παναγιωτόπουλου.

Νέα δεδομένα στη συνάντηση με Ερντογάν

Υπό αυτό το πρίσμα, η επικείμενη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ την επόμενη εβδομάδα προσλαμβάνει ευρύτερο ενδιαφέρον. Οι πρόσφατες εξελίξεις και ειδικότερα η νέα διεύρυνση της τουρκικής βεντάλιας διεκδικήσεων με το περιστατικό σε Κάσο – Κάρπαθο δεν δικαιολογούν αισιοδοξία και υπό αυτή την έννοια το κυβερνητικό επιτελείο προσπαθεί να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ διατήρησης ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας και αποτελεσματικής απόκρουσης της τουρκικής επιθετικότητας, η οποία εκδηλώνεται κατά βάση και προς το παρόν στο διπλωματικό πεδίο.

Παράλληλα, όμως, οι ανατροπές στο Μεταναστευτικό αναδεικνύουν και πάλι τον καθοριστικό ρόλο της Τουρκίας και προσθέτουν νέα δεδομένα στον διάλογο μεταξύ Αθήνας, Αγκυρας, Βερολίνου και Βρυξελλών.

Η επίπτωση στο εσωτερικό

Υπό αυτές τις συνθήκες και εν αναμονή της διαμόρφωσης του νέου συσχετισμού δυνάμεων στον χώρο της αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στρέφει σταδιακά την προσοχή του και στο εσωτερικό της ΝΔ, στις διαθέσεις τού ακραιφνώς δεξιού ακροατηρίου και μιας μερίδας βουλευτών, με την επίγνωση ότι το δίπτυχο των ελληνοτουρκικών και του Μεταναστευτικού συνιστά μια νέα πολιτική παράμετρο.

Παρά το γεγονός ότι προς το παρόν δεν υπάρχει κάποια μείζων και οργανωμένη εσωκομματική αντίδραση προς τις κυβερνητικές επιλογές, το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου γνωρίζει ότι ένα τμήμα στελεχών και ψηφοφόρων βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική (και δυνάμει πολιτική) απόσταση. Υπό αυτή την έννοια εκτιμάται με βεβαιότητα ότι αναζητεί και αφορμές για εκδηλώσεις των διαθέσεών του.

Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός επιχείρησε την προηγούμενη Κυριακή να υποβαθμίσει το στοιχείο της δυσθυμίας μιας μερίδας του κόμματος, όταν ρωτήθηκε σχετικά, με αφορμή τις απουσίες των Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά από την ομιλία του. Περιορίστηκε να αναγνωρίσει την πολιτική αυτονομία των πρώην πρωθυπουργών, φρόντισε όμως και να υπογραμμίσει, σε μια προφανή αναφορά του για τη στάση όλων στη νέα κοινοβουλευτική περίοδο, ότι επιβάλλεται τα στελέχη και ειδικά οι βουλευτές «να στηρίζουν διά της ψήφου τους στη Βουλή τις επιλογές της κυβέρνησης. Αυτοί είναι οι κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας».

Προσπάθεια κατευνασμού

Με δεδομένη την πρόσφατη εκλογική υποχώρηση της ΝΔ και τη σταθεροποίηση των δημοσκοπικών ποσοστών της κάτω από το 30%, ο Πρωθυπουργός γνωρίζει ότι οι διαρροές προς τα δεξιά ενδέχεται να καταστούν κρίσιμες στο διάστημα που θα ακολουθήσει. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τους οποίους έχει εμφανώς επιλέξει έναν νέο τρόπο με τον οποίο απευθύνεται στο συγκεκριμένο ακροατήριο.

Ηταν χαρακτηριστικές οι σχετικές, κατευναστικές αναφορές του, όπως ότι «δεν θα είμαι εγώ αυτός ο οποίος θα κατηγοριοποιήσει όλους τους πολίτες οι οποίοι έχουν επιλέξει τέτοιους σχηματισμούς ως ακροδεξιούς ούτε όλα τα κόμματα κατ’ ανάγκη ως ακροδεξιά. Διότι είναι τελείως διαφορετικό να διαφωνεί κάποιος με κάποιες αξιακές επιλογές της κυβέρνησης και τελείως διαφορετικό να αναπαράγει θεωρίες, απίθανες θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες υπάρχουν μόνο στο φαντασιακό κάποιων, που ταυτόχρονα όμως δηλητηριάζουν την ελληνική κοινωνία».

Η νέα αυτή προσπάθεια επαναπροσέγγισης με ένα τμήμα της ΝΔ, το οποίο έχει αποστασιοποιηθεί από την κυβέρνηση, έρχεται σε συνέχεια της επαναξιολόγησης του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι διαρροές προς τα δεξιά στις πρόσφατες εκλογές. Εκτιμήθηκε ότι ήταν λάθος η στοχοποίηση του Κυριάκου Βελόπουλου από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος κατ’ αυτόν τον τρόπο χρίστηκε ατύπως ως βασικός του αντίπαλος και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και αναλύσεις των αποτελεσμάτων, αποκόμισε εν τέλει και εκλογικά οφέλη, ειδικώς στις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.

«Τροχιοδεικτικά πυρά» για το μέλλον

Στη νέα πολιτική περίοδο που ατύπως ξεκινά με τις εξαγγελίες στη ΔΕΘ και εν αναμονή της υλοποίησής τους, η αποτροπή μιας εσωκομματικής αναταραχής είναι μία από τις προτεραιότητες του κυβερνητικού επιτελείου, έστω και αν δεν είναι η βασική. Η αίσθηση ότι πολλοί βουλευτές είναι αποστασιοποιημένοι από την κυβέρνηση δεν διαψεύδεται και οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί. Ξεκινούν από την ιδεολογική απόκλιση και φτάνουν έως τη δυσαρέσκεια για τη μη υπουργοποίηση και την ανησυχία για την επανεκλογή, ειδικώς αφότου οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι η επανάληψη των εκλογικών θριάμβων του 2023 θα είναι εξαιρετικά δύσκολη.

Στο ραντάρ του Μεγάρου Μαξίμου προφανώς και βρίσκονται ο Αντώνης Σαμαράς και η ομάδα των οκτώ έως δέκα βουλευτών, οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουν συνταχθεί μαζί του. Υπό αυτό το πρίσμα και όσο και αν δεν προσέλαβε μεγάλη δημοσιότητα, δεν πέρασε απαρατήρητη η πρόσφατη, έντονη (έως και σφοδρή) αντιπαράθεση μεταξύ του προσκείμενου στον πρώην πρωθυπουργό, βουλευτή Μεσσηνίας Μίλτου Χρυσομάλλη και του υπουργού Υγείας Αδωνη Γεωργιάδη. Αφορμή για αυτό δόθηκε από την υποβάθμιση του Νοσοκομείου Καλαμάτας και τον συνακόλουθο περιορισμό των κινήτρων των υγειονομικών για παροχή υπηρεσιών στην περιοχή. Κατά πληροφορίες, την έντονη αντίδρασή του για το θέμα εξέφρασε και ο Αντώνης Σαμαράς, με αποτέλεσμα την ανάκληση της σχετικής απόφασης από τον υπουργό Υγείας.

Το περιστατικό θεωρήθηκε ότι ήταν «τροχιοδεικτικά πυρά» για το μέλλον, εν αναμονή της επόμενης δημόσιας τοποθέτησης του Αντώνη Σαμαρά και εν όψει διαδικασιών όπως η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και η συνταγματική αναθεώρηση.