Το 1974, στην αυγή της Μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν ανέλαβε την ευθύνη αποκατάστασης της Δημοκρατίας και επούλωσης του τραύματος της εθνικής τραγωδίας στην Κύπρο, είχε πλήρη γνώση και κατανόηση των εθνικών αναγκών, των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων. Ελαβε κρίσιμες αποφάσεις γρήγορα, εξήλθε του στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ, αναδιοργάνωσε το στράτευμα, έλυσε πάραυτα το πολιτειακό ζήτημα, ψήφισε νέο, σύγχρονο Σύνταγμα και μαζί υιοθέτησε τον στόχο ένταξης της χώρας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, τη μόνη που θα μπορούσε να εγγυηθεί την οικονομική ευημερία των πολιτών και την εθνική της ασφάλεια. Οι επιλογές του είχαν κόστος και ρίσκο, τίποτε δεν ήταν δεδομένο και εξασφαλισμένο σε εκείνες τις μεταβατικές συνθήκες. Το ενδιαφέρον είναι ότι σε εκείνη την εθνική προσπάθεια συνοδευόταν από πλειάδα πολιτικών στελεχών, διανοουμένων και παραγόντων της πολιτικής ζωής, ικανών να αναλάβουν απαιτητικά έργα και να διεκπεραιώσουν σύνθετες υποθέσεις. Οι περισσότεροι δε από αυτούς, στο πλαίσιο του λαϊκοφιλελεύθερου ρεύματος που κυριάρχησε σε εκείνη τη φάση, διέθεταν τις εμπειρίες, τις γνώσεις και την καλλιέργεια να συνδράμουν αποτελεσματικά στο έργο του. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι πολλοί από τους συνεργάτες του μπορούσαν να ηγηθούν της προσπάθειας εθνικής ανασυγκρότησης.
Από τον Παπανδρέου έως τον Σημίτη
Αντιστοίχως το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου, που διεκδικούσε εξ αρχής την πρωθυπουργία, ακτινοβολούσε διεθνώς, είχε τη δική του προσέγγιση για τη χώρα και τον δρόμο που αυτή έπρεπε να βαδίσει, την υποστήριζε με επάρκεια πολιτικά και ιδεολογικά και επιπλέον διέθετε την ικανότητα να συγκροτήσει σε διάρκεια ολίγων χρόνων έναν πανίσχυρο κομματικό μηχανισμό, αποτελούμενο από πλειάδα επίσης στελεχών, παλαιών και νέων, ικανών να χειριστούν δύσκολα έργα και να υπηρετήσουν τα απαιτητικά νεωτερικά σχήματα πολιτικής που εκείνος είχε εισαγάγει. Αλλά και αργότερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναλαμβάνοντας το 1984 την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας επέτυχε την ανασυγκρότησή της και μαζί έφερε στο προσκήνιο πλήθος νέων στελεχών, που συνέβαλαν τα μέγιστα στην ιδεολογικοποίηση της παράταξης και μαζί στην ανάληψη κρίσιμων έργων στα χρόνια της διακυβέρνησής του. Στη συνέχεια ο Κώστας Σημίτης, στις καινούργιες συνθήκες διεκδίκησης της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη, έχτισε στην κυριολεξία δική του σχολή στελεχών, σημαντική μερίδα των οποίων υπηρέτησαν με επάρκεια δύσκολες και σύνθετες πολιτικές, ανέλαβαν πρωτοβουλίες και σήκωσαν χωρίς δισταγμό το απαιτούμενο πολιτικό κόστος.
Η χρεοκοπία και η ομάδα Τσίπρα
Ο Κώστας Καραμανλής ακολούθως δεν μπορεί να ισχυρισθεί κανείς με ασφάλεια ότι εμπλούτισε κατά τις δυνατότητές του το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Στα χρόνια της πολύχρονης οικονομικής κρίσης και της μεγάλης αμφισβήτησης και της ανατροπής των θεωρούμενων συστημικών πολιτικών δυνάμεων δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι ανεδείχθησαν ξεχωριστές πολιτικές προσωπικότητες. Την πρώτη φάση της κρίσης χειρίστηκαν πρόσωπα και πολιτικά στελέχη που είχαν αναδειχθεί σε προηγούμενους πολιτικούς κύκλους και ήταν αυτά που σήκωσαν το βάρος και το κόστος της επώδυνης διάσωσης από τη χρεοκοπία. Η περίπτωση Αλέξη Τσίπρα και της ομάδας που τον συνόδευσε κυρίως μετά τον συμβιβασμό το καλοκαίρι του 2015 είναι μεν ξεχωριστή, αλλά δεν είχε διάρκεια. Οι περισσότεροι εκείνου του κύκλου σχεδόν ιδιωτεύουν και ο ηγέτης του Αλέξης Τσίπρας αναζητεί τρόπους επανάκαμψης στην κεντρική πολιτική σκηνή. Στον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη μπορεί να πει κανείς ότι επικρατούν εχθροπαθείς και υβριστές που αντικειμενικά δεν δύνανται να καταστρώσουν εθνικό σχέδιο και να υπηρετήσουν πολιτικές που θα συμπεριλαμβάνουν τους πάντες.
Το κενό και το έλλειμμα στη σημερινή ΝΔ
Αλλά και η τρέχουσα πενταετής πρωθυπουργική θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν μπορεί να πει κανείς ότι έφερε στο προσκήνιο κρίσιμη μάζα ολοκληρωμένων πολιτικών στελεχών, ικανών όχι απλά να τον διαδεχθούν, αλλά να δημιουργήσουν περιβάλλον ιδεολογικοπολιτικής ανασυγκρότησης, διαχειριστικής επάρκειας και επανασχεδιασμού του μέλλοντος της χώρας. Αν επιχειρήσει κανείς να προσεγγίσει το στελεχιακό δυναμικό της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας θα νιώσει το κενό και το έλλειμμα. Στις παρούσες πολιτικές συνθήκες στο κυβερνητικό στρατόπεδο μεσουρανούν κάμποσοι της εποχής Σημίτη, ορισμένοι ενσωματωμένοι από το ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη, κάποιοι που εκπαιδεύτηκαν πολιτικά στα χρόνια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ελάχιστοι μπορεί να πει κανείς ότι ανεδείχθησαν στις μέρες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αν δει κανείς τη σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου και επιχειρήσει να αξιολογήσει τις επιδόσεις και τις εμπνεύσεις υπουργών και υφυπουργών στα πεδία των αρμοδιοτήτων τους θα απογοητευτεί πραγματικά, ιδιαιτέρως από τα πενιχρά αποτελέσματά τους. Αλλά και στις λοιπές πολιτικές δυνάμεις, που διεκδικούν να πρωταγωνιστήσουν στην πολιτική ζωή της χώρας, δεν ξεχωρίζουν εύκολα πρόσωπα με αντίληψη των συνθηκών του εγχώριου και διεθνούς περιβάλλοντος, με επάρκεια σχεδιασμού πολιτικών και διαχειριστικές ικανότητες εκτέλεσης σύνθετων και απαιτητικών έργων.
«Η πολιτική ορφανεύει, αγαπητέ…»
Οπως λέει και ένας διακεκριμένος της πολιτικής ζωής, «η πολιτική ορφανεύει, αγαπητέ, η πολιτική ζωή έχει προ πολλού πάψει να αναδεικνύει ξεχωριστές και ολοκληρωμένες προσωπικότητες με πλήρη κατανόηση της θέσης της χώρας στον κόσμο και γνώση των οικονομικών περιορισμών και των κοινωνικών προτεραιοτήτων, προκειμένου να συνθέσουν, βάσει των ιδεολογικοπολιτικών τους πεποιθήσεων, πλήρες σχέδιο για τον τόπο, είτε να υπηρετήσουν κατά τρόπο συνεκτικό και οργανωμένο επιμέρους πολιτικές». Είναι η διαπίστωση συγκεκριμένη και φανερή σχεδόν διά γυμνού οφθαλμού. Η αλήθεια είναι πως δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Απουσιάζουν σχεδόν από όλο τον κόσμο φωτισμένα πολιτικά πρόσωπα, ικανά να πείσουν τους πολίτες για τις αγαθές τους προθέσεις. Πιθανώς δεν υπάρχουν οι απαιτούμενες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που θα επέτρεπαν τόσο την ανάδειξη όσο και την προσέλκυση ξεχωριστών προσωπικοτήτων. Συνδικαλισμός δεν υφίσταται, η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει αποκτήσει αμιγώς διαχειριστικά χαρακτηριστικά και τα κόμματα έχουν πάψει προ πολλού να είναι μαζικά και βάσεις πολιτικής αναζήτησης. Είναι και η δομή των οικονομιών που έχει αλλάξει και ο ρόλος και το έργο των επιχειρήσεων που έχουν διευρυνθεί και έχουν γίνει ελκυστικά για πλήθος δυναμικών νέων, όχι μόνο λόγω των αμοιβών, αλλά και της παρουσίας και της συμμετοχής που εξασφαλίζουν στην οικονομική και κοινωνική ζωή των χωρών. Το βάρος και η εξουσία ακόμη έχουν μετατοπιστεί στον ιδιωτικό τομέα, στις μεγάλες διεθνοποιημένες επιχειρήσεις, οι οποίες τείνουν να γίνουν ελκυστικότερες της πολιτικής. Εκεί συνωθούνται πλέον ξεχωριστά πρόσωπα με γνώσεις, οργανωτικές δυνατότητες, παραγωγικές και ερευνητικές εμπειρίες, που θα μπορούσαν να αιματοδοτήσουν τη φτωχή σε πρόσωπα και δυνάμεις πολιτική. Οπως και να έχει, τα κόμματα και οι ηγεσίες που πρωταγωνιστούν ή φιλοδοξούν να πρωταγωνιστήσουν στην πολιτική ζωή της χώρας οφείλουν να δημιουργήσουν το περιβάλλον ώστε να προσελκύσουν ικανά πρόσωπα να εμπνεύσουν και να χειριστούν με επάρκεια τις δύσκολες και απαιτητικές ανάγκες της σύγχρονης ζωής.