Το κύμα των δημοσκοπήσεων των προηγούμενων ημερών κατέγραψε, πλην των άλλων, και κάτι που σπανίως έχει συμβεί κατά το παρελθόν – τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση του ’74 και μετά. Αναφέρομαι σε μια σοβαρή απόπειρα επιβολής ενός μέρους του πολιτικού προσωπικού της χώρας στο εκλογικό σώμα. Ποια είναι αυτή και σε τι συνίσταται; Είναι η προσπάθεια να επιβληθεί, ειδικά από την αξιωματική αντιπολίτευση, ως κεντρικό θέμα του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης το σκάνδαλο των υποκλοπών/παρακολουθήσεων. Να ταξινομηθεί δηλαδή πρώτο σε σειρά ενδιαφέροντος της κοινωνίας, την ώρα που η ακρίβεια, η εκτόξευση του ενεργειακού κόστους για τα νοικοκυριά, ο πληθωρισμός, ακόμη και η εντεινόμενη κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις απασχολούν – όπως καταγράφεται από το σύνολο των δημοσκοπήσεων – έντονα τους πολίτες.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Μια εύκολη απάντηση στο ερώτημα είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως να διαγράψει τα όσα συνέβησαν στα 4½ χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας και τις καταστροφικές συνέπειες που είχε αυτή η περίοδος για την κοινωνία. Απ’ όπου κι αν το πιάσει κανείς, δύσκολα θα βρει κάτι θετικό, σε μια διακυβέρνηση που χαρακτηρίστηκε από αλαζονεία, νεποτισμό, αυταρχικές συμπεριφορές, ανικανότητα και παντελή αδυναμία διαχείρισης της οικονομικής κρίσης, πράγμα που οδήγησε στο τρίτο και χειρότερο από πλευράς επιπτώσεων μνημόνιο. Με δυο λόγια, είναι νωπή η περίοδος αυτή. Παραμένει ακόμη ριζωμένη στο συλλογικό υποσυνείδητο. Αρα με κάποιον τρόπο πρέπει να επικαλυφθεί. Και το σκάνδαλο των υποκλοπών/παρακολουθήσεων αποτελεί μια καλή ευκαιρία.
Μια πιο σύνθετη απάντηση στο «γιατί», αφορά αυτή καθαυτή τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, από τον Ιούλιο του 2019, όταν και έχασε τις εκλογές. Είναι μια στρατηγική που τη χαρακτηρίζει μια διαρκώς μεταβαλλόμενη ιδεολογικοπολιτική τακτική, η οποία εν τέλει οδηγεί την εκλογική του βάση στην απόλυτη σύγχυση και αποτρέπει την ανάκτηση των δυνάμεων που θα τον επανέφεραν πιθανόν στην εξουσία. Με μοναδικό σταθερό σημείο αναφοράς την αποδόμηση του Κ. Μητσοτάκη, είναι προφανές γιατί αυτή η τακτική δεν είναι ελκυστική.
Για μένα το ερώτημα είναι άλλο: αφού διαπιστώνουν ότι αυτή η στρατηγική δεν αποδίδει, γιατί δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να αποτρέψουν την «αυτοπαγίδευσή» τους σε ένα πολιτικό θέμα το οποίο δεν προσελκύει ψηφοφόρους, αλλά αντιθέτως αποτελεί βαρίδι για το κόμμα, καθώς δεν του επιτρέπει να παρουσιάσει την πολιτική του πρόταση για τη χώρα;
Απάντηση φυσικά δεν έχω. Θα φέρω όμως ένα παράδειγμα, το οποίο πιθανώς απαντά. Διότι φανερώνει πως η επιμονή σε αυτή την στρατηγική φέρει απολύτως τα χαρακτηριστικά μιας εμμονής, στα όρια της πολιτικής εμπάθειας, του αρχηγού του κόμματος. Πέντε ερωτήσεις στην Ωρα του Πρωθυπουργού έχει καταθέσει για το θέμα ο κ. Τσίπρας. Πέντε ερωτήσεις για τις υποκλοπές/παρακολουθήσεις, σε μια μοναδική κοινοβουλευτική διαδικασία, κατά την οποία βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με τον Πρωθυπουργό. Αλλά ούτε μία για την ακρίβεια, τον πληθωρισμό, την κρίση στην ενέργεια. Πώς να θεωρήσει λοιπόν κανείς ότι αφουγκράζεται την κοινωνία ή πιάνει τον σφυγμό της;