Πριν από το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη θεωρία ότι η χώρα ζούσε κάτω από ένα «αμαρτωλό τρίγωνο» διαπλοκής μεταξύ ΜΜΕ, τραπεζών και κυβέρνησης – όσο φυσικά δεν ήταν κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ…

Η βασική ιδέα δεν ήταν καν δική του. Είχε εισαχθεί από τη Λατινική Αμερική όπου διάφοροι τοπικοί ΣΥΡΙΖΑ είχαν επινοήσει αυτή τη λαμπρή θεωρητική κατασκευή.

Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε κυβέρνηση και το «αμαρτωλό τρίγωνο» εξαφανίστηκε. Τα ΜΜΕ κλήθηκαν ευθέως να υποταχθούν ή (έστω) να συνταχθούν με την κυβέρνηση ώστε να υπηρετήσουν την «αλήθεια» και όχι τη διαπλοκή.

Οσα δεν πείστηκαν να μετανοήσουν, απειλήθηκαν να εξαφανιστούν μαζί με το «αμαρτωλό τρίγωνο».

Σε αντίθεση με τις τράπεζες που μετανόησαν γρήγορα και δεν είχαν πολλές αντιρρήσεις να βοηθήσουν την τότε κυβέρνηση στην υπηρεσία της «αλήθειας» – ιδίως μετά την «ανακεφαλαιοποίηση» του 2015 με τα γνωστά αποτελέσματα.

Το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε στην αντιπολίτευση. Δεν είναι σαφές ποιος φταίει. Σίγουρα ο Μητσοτάκης που είναι «τυμβωρύχος» (στο Μάτι) και «πατριδοκάπηλος» (στις Πρέσπες). Ενδεχομένως και άλλοι, όπως το «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο».

Οχι πάντως ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να είναι οι πρώτες εκλογές παγκοσμίως για το αποτέλεσμα των οποίων δεν φέρει καμία ευθύνη εκείνος που τις έχασε!

Από το 2019 έχουμε μια ενίσχυση της κυριαρχίας της ΝΔ στην κυβέρνηση και μια σταδιακή αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπολίτευση. Το καταγράφουν όλες ανεξαιρέτως οι δημοσκοπήσεις, αλλά και όποιος δημοσιογράφος κάνει στοιχειωδώς σοβαρά τη δουλειά του.

Είναι καταφανές ότι ο Μητσοτάκης μονοπωλεί το προσκήνιο και ο ΣΥΡΙΖΑ (για διάφορους λόγους) «δεν τραβάει».

Ποιος φταίει; Οχι πάντως ο ΣΥΡΙΖΑ που «δεν τραβάει».

Φταίει ένα νέο «αμαρτωλό τρίγωνο», το οποίο (αυτή τη φορά) συγκροτούν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, τα ΜΜΕ (φυσικά…) και η κυβέρνηση. Φτου κι απ’ την αρχή!

Υποθέτω πως δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν τραβάει» επειδή εκπροσωπεί ένα βαριά μειοψηφικό ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας.

Ούτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν τραβάει» επειδή σε όλα τα ζητήματα της πολιτικής ατζέντας, από τις Πρέσπες και τα πανεπιστήμια έως τον Κουφοντίνα, τον κορωνοϊό και τις φρεγάτες, δεν συντάχθηκε ούτε μία φορά με την κοινωνική πλειοψηφία.

Ούτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν τραβάει» επειδή τα πρόσωπα που κυρίως τον εκπροσωπούν στον δημόσιο διάλογο, από τον Φίλη και τον Ηλιόπουλο έως τον Πολάκη και τον Τζανακόπουλο, χαίρουν μηδαμινής αποδοχής και αναγνώρισης έξω από έναν στενό κύκλο ΣΥΡΙΖΑ.

Τίποτα από όλα αυτά δεν φταίει που «δεν τραβάει» ο ΣΥΡΙΖΑ. Φταίνε τα μίντια και οι δημοσκοπήσεις.

Ακόμη και για το περίφημο «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» αδυνατούν να κατανοήσουν ότι είναι ένα βαθύ ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας που διατυπώνεται με πολλούς τρόπους και κάθε ευκαιρία σε διαφορετικά επίπεδα.

Νομίζουν ότι είναι απλώς ζήτημα προσανατολισμού των «κομματικών ηγεσιών» και πανηγυρίζουν όταν σε κάποιο ζήτημα «απομονώνεται η κυβέρνηση» από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.

Τόσο τους κόβει, δυστυχώς.

Σε κάθε πρόβλημα που σκοντάφτουν ψάχνουν απλώς έναν τρόπο να απαλλάξουν τον εαυτό τους και να φορτώσουν κάπου αλλού την ευθύνη ή την εξήγηση του προβλήματος.

Αλλά όταν πολιτεύεσαι αγνοώντας την πραγματικότητα αποκλείεται ποτέ να την αλλάξεις.

Κι αν δεν αλλάξει η πραγματικότητα, δεν θα φταίνε ούτε τα μίντια ούτε οι δημοσκοπήσεις για τις επόμενες εκλογές.

Αρση ασυλίας

Με ευρύτατη πλειοψηφία η Βουλή ψήφισε (άλλη μια) άρση της βουλευτικής ασυλίας του Πολάκη σε μήνυση του Στουρνάρα.

Παρά τα παρακάλια του Πολάκη. Ο οποίος μίλησε για «κερκόπορτα της ποινικοποίησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου» και φαλκίδευση «της ελευθερίας του λόγου του βουλευτή».

Βέβαια η μήνυση ήταν για συκοφαντική δυσφήμηση και εξύβριση του Στουρνάρα. Καμία σχέση με κοινοβουλευτικούς ελέγχους και ελευθερίες.

Διότι ο Πολάκης δεν διώκεται για τις ιδέες του (αν έχει…) ή για τις απόψεις του (αν ενδιαφέρουν…). Ούτε προφανώς συντελείται «απόπειρα πολιτικής δολοφονίας» όπως ανακάλυψε η «Αυγή» (14/10).

Ο Πολάκης διώκεται επειδή βρίζει, συκοφαντεί και απειλεί. Και αυτά σε κάθε έννομη δημοκρατία τιμωρούνται.

Τέλος εποχής

Η απόσυρση για λόγους υγείας της Φώφης Γεννηματά από την εκλογή αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ είναι ένα εξαιρετικά δυσάρεστο γεγονός.

Κυρίως για τους λόγους υγείας. Και κυρίως για την ίδια, την οικογένειά της και τους οικείους της. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που να μην της εύχεται από καρδιάς τα καλύτερα.

Μπορεί το ερώτημα «αν θα κατέβει η Φώφη» να αιωρείτο εδώ και μερικούς μήνες, αλλά είναι σαφές ότι η απόσυρσή της αποτέλεσε μια αιφνιδιαστική εξέλιξη.

Ετσι και μετά από επτά χρόνια, η «εποχή Γεννηματά» στην αρχηγία του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ ολοκληρώνεται εκ των πραγμάτων. Ενδεχομένως με σωστά και με λάθη, αλλά δεν είναι τώρα η στιγμή του απολογισμού.

Προέχει η επόμενη μέρα.

Η οποία (όπως όλα δείχνουν) θα ξεκινήσει στις 5 και 12 Δεκεμβρίου. Η διατήρηση των εκλογικών ημερομηνιών είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι δεν είναι δυνατόν η αρχηγία του τρίτου κόμματος να περιφέρεται διεκδικούμενη στο διηνεκές.

Εως τότε άλλωστε δεν προβλέπεται να υπάρξει λειτουργικό πρόβλημα αφού την όποια κοινοβουλευτική δραστηριότητα της προέδρου μπορεί να καλύψει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Κ. Σκανδαλίδης και δεν θα χρειαστεί η αναπλήρωσή της με έναν πρόεδρο της ΚΟ.

Με αποσαφηνισμένες τις ημερομηνίες και τις διαδικασίες, έχουμε τρεις δεδομένους υποψηφίους. Τους Α. Λοβέρδο, Ν. Ανδρουλάκη και Χ. Καστανίδη.

Αλλά και τη δήλωση προθέσεων (έως τώρα) των Β. Κεγκέρογλου, Π. Γερουλάνου, Π. Χρηστίδη, ενδεχομένως του Γ. Παπανδρέου ή άλλων που θα προσπαθήσουν να διασφαλίσουν κάποια παρουσία στη νέα συγκυρία.

Συγκρατώ ότι κανείς δεν δείχνει διάθεση να οξύνει τους τόνους και να σπρώξει την παράταξη σε μια διχαστική σύγκρουση.

Και επίσης ότι κανείς από τους υποψηφίους (πλην ίσως της περίπτωσης Παπανδρέου) δεν παρουσιάζει αδυναμία συμβίωσης με τον όποιο νικητή, ιδίως αν το «τέλος εποχής» στο ΚΙΝΑΛ δρομολογήσει μια επιστροφή στο ΠαΣοΚ.

Ο,τι κι αν συμβεί, το βέβαιο είναι ότι η παράταξη χρειαζόταν μια επόμενη μέρα. Που δυστυχώς όμως προκύπτει από ένα τόσο δυσάρεστο γεγονός.