Παρά τη μεγάλη ήττα του, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί ακόμα τα χαρακτηριστικά μιας μεσαίας πολιτικής δύναμης. Φυσικά ο κοινωνικός χώρος που του αντιστοιχεί έχει συρρικνωθεί και τώρα αντιμετωπίζει την πρόκληση μιας νέας αρχής, το αίνιγμα της συνέχειας μέσα από την αλλαγή ηγεσίας και μάλλον ευρύτερες αλλαγές στη πολιτική διεύθυνσή του.
Το πραγματικό διακύβευμα
Το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι ωστόσο το αν θα βελτιωθούν οι «επιδόσεις» του κόμματος στις επόμενες στάσεις του εκλογικού ανταγωνισμού. Για την ακρίβεια, το ερώτημα αυτό απασχολεί κυρίως τα μέλη και τα στελέχη του, μια εσωτερική περιφέρεια. Μεγαλύτερη σημασία έχει όμως το τι μπορεί να εκπροσωπεί σήμερα ένα πολιτικό κόμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα. Στη μακρά Μεταπολίτευση τυποποιήθηκε η αναφορά στην περίφημη συμμαχία «λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων». Με όχημα την ποσοτική επέκταση του δημόσιου τομέα, τη συγκινησιακή μνεία στην εθνική ανεξαρτησία και την ανάδειξη μιας αντιστασιακής (αντιαμερικανικής πρωτίστως) συνείδησης ως βασικού ήθους των αριστερών πολιτών. Κάποια στοιχεία της παραπάνω σύνθεσης συγκυβέρνησαν για μεγάλα διαστήματα τη χώρα και έγιναν άξονας μιας διάχυτης προοδευτικής ιδεολογίας. Η κρίση όμως και οι κλονισμοί της δεκαετίας του 2010 έφεραν καινούργια φαινόμενα αποσυναρμολογώντας τους προηγούμενους αρμούς.
Ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε το πρόσωπο (στη δεκαετία του 1990 και του 2000) που βρέθηκε να διαχειρίζεται αυτή την κληρονομιά μέσα από μια ριζοσπαστική / λαϊκιστική γραμμή (στην αρχή) και έπειτα με τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ και τα αμαλγάματα της κυβερνητικής περιόδου μετά το 2015.
Τι σημαίνει όμως αλήθεια εκπροσώπηση των «λαϊκών συμφερόντων» ή των «κοινωνικών αναγκών» για ένα πολιτικό κόμμα της εποχής των επάλληλων κρίσεων; Τι νόημα ας πούμε μπορεί να έχει μια ανάλυση της κατάστασης που δεν ενσωματώνει οργανικά και όχι ρητορικά την κλιματική καταστροφή, τη φοροδιαφυγή μεγάλου μέρους των μεσαίων τάξεων και τον κατακερματισμό του λαού σε επιμέρους και συγκρουόμενα μεταξύ τους αιτήματα;
Τα μεγάλα προβλήματα θεωρήθηκαν εν τέλει αποτελέσματα μιας οικογενειακής και μιντιακής υπερκυριαρχίας
Η επιλογή ενός / μιας «αρχηγού» δεν μπορεί να σβήσει αυτά τα θεμελιώδη. Η λογική ωστόσο που είχε επικρατήσει για χρόνια στο κοινό του ΣΥΡΙΖΑ στα social media ήταν κατά βάση ένας παθιασμένος αντι-μητσοτακισμός. Μέσα στα αριστερά κοινωνικά συναισθήματα έβγαλε ρίζες μια νεο-αυριανιστική κουλτούρα εχθροπάθειας. Γιγαντώθηκαν παράλληλα στάσεις μεσσιανικής προσδοκίας της συντριβής του εχθρού και απλουστευτικές εκδοχές για τις σχέσεις μεταξύ πολιτικής και συμφερόντων. Οι εναλλαγές υπερπατριωτικής και διεθνιστικής / ανθρωπιστικής καταγγελίας σε θέματα όπως τα σύνορα και το Προσφυγικό έγιναν αισθητές το προηγούμενο διάστημα. Τα μεγάλα προβλήματα θεωρήθηκαν εν τέλει αποτελέσματα μιας οικογενειακής και μιντιακής υπερκυριαρχίας που εάν παραμέριζε εκλογικά, τα πράγματα θα πήγαιναν αυτομάτως καλύτερα. Αυτή η κουλτούρα επιθετικότητας κατά προσώπων και μια γενική ρητορική, το μάγμα λαϊκισμού – «ρεαλισμού» με καιροσκοπικές εξάρσεις, αποδείχτηκε ότι δεν έχει να προσφέρει τίποτα στον ΣΥΡΙΖΑ και πολύ περισσότερο στην ελληνική Αριστερά. Διότι δεν αποσαφηνίζει τι είδους εκπροσώπηση και με ποιο σχέδιο θα μπορέσει να εμπνεύσει το συγκεκριμένο κόμμα την επόμενη μέρα.
Μπορεί να υποθέσει κανείς πως η επόμενη μέρα θα χρειάζεται περισσότερες καταφάσεις και λιγότερο την προσκόλληση στο πόσο κακός ή ανεπαρκής στάθηκε ο αντίπαλος. Κατάφαση, ωστόσο, δεν σημαίνει τη γραμμή «είμαι με τους πάντες, πλην μιας ελάχιστης ολιγαρχικής μειοψηφίας». Η διάρθρωση των εγχώριων συμφερόντων, τα μοντέλα στρεβλής ιδιοποίησης των συλλογικών αγαθών, η δομή του ελληνικού κράτους βάζουν δύσκολα στην πολιτική και ιδίως σε αυτή που φιλοδοξεί να αλλάξει την κοινωνία.
Βασικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει πάντα μια δυσκολία να αποδεχτεί τον ρόλο που του είχε αναθέσει η συγκυρία. Αντί να εμβαθύνει πραγματικά σε μια αριστερή σοσιαλδημοκρατική και οικολογική κατεύθυνση, παγιδευόταν κάθε λίγο σε έναν πόλεμο ταυτότητας με την Κεντροδεξιά, παρουσιάζοντάς τη στο κοινό του σαν την παλιά αντιδραστική Δεξιά. Το πρόβλημα των αντιφάσεων ενός σύνθετου συστήματος εξουσίας «λύθηκε» προχείρως με τη μονότονη καταγγελία κάποιου πανταχού παρόντος νεοφιλελευθερισμού ή της αντιλαϊκής διαπλοκής. Αντί, ας πούμε, να έχει συζητηθεί τι σημαίνει μια διακυβέρνηση μέσω επιδομάτων και ειδικών ενισχύσεων, αντλούνται ακόμα εικόνες θατσερισμού που καμιά σχέση δεν έχουν με την ελληνική πολιτική και οικονομική πραγματικότητα.
Το μεγάλο θέμα που καλείται λοιπόν να χειριστεί όποιος/α εκλεγεί είναι αντιφάσεις και κενά του παρελθόντος που έγιναν νοοτροπίες και πρακτικές. Ενας κόσμος, για παράδειγμα, που πλησίασε και εν μέρει δέθηκε εκλογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας του Αλέξη Τσίπρα (έχοντας δηλαδή μικρή γνώση για τα καταγωγικά φορτία της ανανεωτικής Αριστεράς) αναζητεί περισσότερο ένα catchy πρόσωπο απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αλλες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν να εντάξουν την κυβερνητική εμπειρία σε μια αξιακή και κοινωνική δυναμική. Προσωποκεντρικές και προγραμματικές λογικές συγκρούονται πλέον και ανακαλύπτουν τα όριά τους και ότι δεν είναι όλα συμβιβάσιμα μεταξύ τους.
Αναζητώντας αξιόπιστη πολιτική μορφή
Οι πολιτισμικοί πόλεμοι των social media έφτιαξαν έναν κόσμο που θεωρεί τα πολιτικά σχέδια και τις ιδέες πεπαλαιωμένα πράγματα. Αυτό το κοινό έχει ισχυροποιηθεί αριθμητικά. Ενας χαλαρός προοδευτισμός με κυρίαρχο στοιχείο την απέχθεια για τον Πρωθυπουργό εμφανίζεται με αξιώσεις ζητώντας τον λογαριασμό από τους «παλιούς». Το θέμα είναι όμως αν μια δημοκρατική Αριστερά μπορεί να αποκτήσει μια αξιόπιστη πολιτική μορφή. Ή αν θα συνεχίσει αφενός ανακυκλώνοντας τα συναισθήματα της παράδοσης και συγχρόνως γλιστρώντας διαρκώς σε επικοινωνιακές και μεταπολιτικές επιλογές.
Οι απαιτήσεις για τη διάσωση των περιβαλλοντικών, εργασιακών και θεσμικών πόρων της δημοκρατίας είναι σημαντικότερες από το πρόσωπο ενός/μιας αρχηγού. Μια πολιτική του κοινού καλού θα έπρεπε να είναι δεσμευτική κατεύθυνση για κάθε κόμμα που θέλει να μιλά στο όνομα της κοινωνικής προόδου, αφήνοντας πίσω ευκολίες και σφάλματα μιας άλλης περιόδου.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.