Πέρα από την εξοικονόμηση ενέργειας, στον κυβερνητικό σχεδιασμό επανήλθε και ο λιγνίτης προκειμένου να καλύψει μέρος του ενεργειακού ελλείμματος που θα προκύψει στην περίπτωση αναταραχής των εισαγωγών αερίου. Ωστόσο, οι δυνατότητες που υπάρχουν είναι πεπερασμένες. Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με πηγές της ΔΕΗ, το δωδεκάμηνο πλάνο εξορύξεων της επιχείρησης υπολείπεται του αρχικού σχεδιασμού περί διπλασιασμού των εξορύξεων, γεγονός που αποδίδεται στις μεγάλες καθυστερήσεις που απαιτούνται στο άνοιγμα νέων ορυχείων ή σε «αγκυλώσεις» που αφορούν την εκμετάλλευση υφιστάμενων όπως του λιγνιτωρυχείου της Αχλάδας. Ετσι, δύσκολα θα επιτευχθούν οι στόχοι εξόρυξης των 1,15 εκατ. τόνων λιγνίτη ανά μήνα το φθινόπωρο, των 1,4 εκατ. τόνων ανά μήνα τον χειμώνα και των 1,8 τόνων στο τέλος του δωδεκαμήνου.

Ωστόσο, το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στον διαθέσιμο λιγνίτη αλλά και στη λειτουργία των επτά υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων, οι οποίες βρίσκονται σε καθεστώς εξαίρεσης της ευρωπαϊκής οδηγίας 2010/75/EE, με πλαφόν στις ώρες λειτουργίας, οι οποίες εξαντλούνται στις τρεις μονάδες το 2023 και στις τέσσερις το 2025. Σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΗ, στις μονάδες Αγίου Δημητρίου «1» και «2» απομένουν μόνο 1.315 ώρες λειτουργίας, στον «Αγιο Δημήτριο 3» 7.202 ώρες, στον «Αγιο Δημήτριο 4» 7.161 ώρες, στον «Αγιο Δημήτριο 5» 31.966 ώρες, στη «Μελίτη» 7.912 ώρες και στη «Μεγαλόπολη 4» 30.348 ώρες.

Για να λειτουργήσουν περισσότερες ώρες η ΔΕΗ θα πρέπει να προχωρήσει σε αναβαθμίσεις, οι οποίες απαιτούν χρόνο και χρήμα. Αφετέρου, η επιχείρηση δεσμεύεται με ρήτρες βιωσιμότητας (συνδέονται με μείωση των εκπομπών CΟ2), που συνοδεύουν τα ομολογιακά δάνεια που έχει λάβει.