Το πρωί της περασμένης Κυριακής τα κινητά τηλέφωνα των μελών του πρωθυπουργικού επιτελείου χτύπησαν ταυτόχρονα. Στην πλατφόρμα εσωτερικής επικοινωνίας τους είχε μόλις «ανεβεί» η δήλωση του Χρήστου Τζανερρίκου. Ο τέως, πλέον, αντιπροέδρος του Αρείου Πάγου στρεφόταν ευθέως κατά του υπουργού Εσωτερικών Μάκη Βορίδη, κατηγορώντας τον ότι η τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή αποτελούσε «ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου» και ότι αποτύπωνε «φωτογραφικά τη δυσπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης» της κυβέρνησης στο πρόσωπό του. Σε άλλη περίπτωση θα υπήρχε ο απόλυτος αιφνιδιασμός στο Μέγαρο Μαξίμου από την πρωτοφανή κίνηση του ανώτατου δικαστικού λειτουργού.
Τι λένε από το Μέγαρο Μαξίμου
Ο κ. Τζανερρίκος, όμως, δεν τους ήταν άγνωστος. Εναν χρόνο νωρίτερα, όπως διηγούνται δικαστικές και κυβερνητικές πηγές, είχε βάλει λυτούς και δεμένους προκειμένου να επιλεγεί για τη θέση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Από το Μέγαρο Μαξίμου λένε ότι διαφήμιζε τη σχέση του με ισχυρούς παράγοντες, αλλά ακόμα και αν αυτό δεν είναι αλήθεια, η υποψηφιότητά του είχε δύο σοβαρά μειονεκτήματα. Εντός του Αρείου Πάγου αλλά και της κυβέρνησης διεξαγόταν εκείνη την περίοδο μια έντονη συζήτηση αν θα ήταν δυνατόν να τοποθετηθεί πάλι, όπως συνέβαινε παλαιότερα, στη θέση του Εισαγγελέα του Ανώτατου Δικαστηρίου δικαστής και όχι εισαγγελέας. Επικράτησε, για μια σειρά από λόγους, η άποψη να ακολουθηθεί η πρακτική της τελευταίας δεκαετίας με την τοποθέτηση εισαγγελέα και το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε τον Ισίδωρο Ντογιάκο. Ο κ. Τζανερρίκος δεν έκρυψε την προσωπική πικρία του.
Η παρέμβαση της Βασιλικής Θάνου
Ισως δεν θα έπρεπε να είχε τόσο μεγάλες προσδοκίες ο στενός φίλος της Βασιλικής Θάνου, η οποία τον έχρισε διάδοχό της στην παράταξη που ήταν επικεφαλής για την Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων όταν εκείνη το 2015 έγινε πρόεδρος του Αρείου Πάγου. Η κυρία Θάνου ταυτίστηκε με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά με τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος την επέλεξε ως υπηρεσιακή πρωθυπουργό τον Αύγουστο του 2015 και στη συνέχεια ως σύμβουλό του. Θα ήταν παράδοξο για την (όποια) κυβέρνηση να επιλέξει για μια τόσο ισχυρή θέση ένα πρόσωπο το οποίο θα υποψιαζόταν συνεχώς για σχέσεις με την αντίπαλη παράταξη. Την περασμένη Δευτέρα ο κ. Τζανερρίκος υπέβαλε την παραίτησή του από το δικαστικό σώμα, δύο μήνες προτού συνταξιοδοτηθεί. Την επόμενη ημέρα, η κυρία Θάνου δήλωσε ότι υπήρξε «απροκάλυπτη παρέμβαση προς επηρεασμό του αντιπροέδρου του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου», ότι η τροπολογία «αποτελεί μεθόδευση με προφανή στόχο» και ότι τέτοιες μεθοδεύσεις «ευτελίζουν τη δικαστική εξουσία» και «προσβάλλουν τη νοημοσύνη όλων των πολιτών».
Γιατί αντέδρασαν τόσο έντονα οι Τζανερρίκος και Θάνου για μια τροπολογία που διευρύνει τον αριθμό των δικαστών οι οποίοι θα κληθούν να πάρουν τη δύσκολη απόφαση για την απαγόρευση ή όχι της συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές; Ποιος ήταν ο προφανής στόχος της κυβέρνησης; Αν ήταν το μπλόκο στον Κασιδιάρη, τότε οι δύο ανώτατοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης εξέφραζαν τόσο απροκάλυπτα την αντίθεσή τους; Αν δεν άλλαζε η σύνθεση και παρέμενε η 5μελής, θα διαμαρτυρόταν πάλι ο τέως αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου; Και ποια απόφαση θα επεδίωκε να λάβει το Α1 Τμήμα υπό την προεδρία του, τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη ή τη συμμετοχή του στις εκλογές; Αν έκρινε αντισυνταγματικό τον νόμο, το θέμα θα έπρεπε να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια.
Στην επιστολή παραίτησής του επικαλέστηκε λόγους προσωπικής αξιοπρέπειας και επαγγελματικής συνείδησης. Δύο ημέρες αργότερα, κατήγγειλε απόπειρα επηρεασμού του από ανώτατο κυβερνητικό παράγοντα, ώστε να αποκλειστεί το κόμμα Κασιδιάρη από τις εκλογές, με αντάλλαγμα μια θέση σε Ανεξάρτητη Αρχή μετά την αφυπηρέτησή του. Αυτό έγινε, σύμφωνα με τον ίδιο, το Σάββατο 8 Απριλίου και προκάλεσε τη δημόσια τοποθέτησή του. Μία εβδομάδα νωρίτερα, στις 31 Μαρτίου, συναντήθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου με τον Γιώργο Γεραπετρίτη, ύστερα από πρόσκληση του υπουργού Επικρατείας. «Μου είχε ζητήσει να έρθει στο γραφείο μου στον Αρειο Πάγο και αρνήθηκα επειδή δεν είναι πρέπον ένας υπουργός να επισκέπτεται γραφεία δικαστών. Μου πρότεινε να πάω στο γραφείο του και δέχθηκα, μήπως ήταν θεσμικό θέμα που αφορούσε τη Δικαιοσύνη» αφηγήθηκε στον ιστότοπο ieidisis.
Η δημόσια «κόντρα» και οι αντιδράσεις
Συνάδελφοί του «πάγωσαν» από τη συνολική συμπεριφορά και τις αποκαλύψεις του. «Τι δουλειά έχει ένας δικαστής να συναντά υπουργό και μάλιστα σε μια τέτοια συγκυρία;» ρωτούσαν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Παναγιώτη Δανιά, προέδρου της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών, ο οποίος αρχικά πήρε το μέρος του κ. Τζανερρίκου, γράφοντας ότι καταλαβαίνει την αντίδρασή του. «Σε λίγο θα του φέρουν και το διατακτικό έτοιμο να υπογράψει, σαν διαταγή πληρωμής» έγραψε στο Facebook.
Την Τετάρτη, με νεότερη ανάρτησή του, απέσυρε την εκτίμησή του στο πρόσωπο του τέως αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου. Θεσμική συνάντηση, έγραψε, είναι μόνο αυτή του υπουργού Δικαιοσύνης (ή και άλλων υπουργών με ενημέρωση του υπουργού Δικαιοσύνης) με την ηγεσία της Δικαιοσύνης και τις Δικαστικές Ενώσεις. «Δεν νοείται να καταγγέλλει κάποιος δικαστής συνάντηση που έγινε, στην οποία πήγε ο ίδιος οικεία βουλήσει (…), όταν διαμαρτύρομαι ως δικαστής για παρέμβαση στο έργο μου και παραιτούμαι για αυτό, δεν μπορεί να «ενθυμούμαι» ύστερα ότι είχα δεχθεί και «προτάσεις» που δεν κατήγγειλα τότε, γιατί η εικόνα που δίνεται στον λαό είναι «δεν τα βρήκαν αυτοί στη μοιρασιά και τσακώνονται τώρα»».
Η συνάντηση με Γεραπετρίτη
Τη συνάντηση των Γεραπετρίτη – Τζανερρίκου την επιβεβαίωσε ο υπουργός Εσωτερικών στη συζήτηση πριν από την ψήφιση της τροπολογίας στη Βουλή. Αφορούσε, είπε, διαδικαστικά θέματα. Το ίδιο υποστηρίζει και ο κ. Τζανερρίκος, ο οποίος διαμαρτύρεται γιατί ο υπουργός Επικρατείας δεν του ανέφερε τίποτα για την τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή στις 6 Απριλίου. «Δεν θα έπρεπε να είχε ζητήσει τη γνώμη μου αφού τον ενδιέφερε η γνώμη μου; Θα μπορούσε να μου είχε πει «αυτό θα κάνουμε»» είπε.
Ο κ. Γεραπετρίτης διευκρινίζει ότι από τον Φεβρουάριο που ψηφιζόταν ο νόμος 5019 έκανε κάποιες συζητήσεις με την πρόεδρο του Αρείου Πάγου Μαρία Γεωργίου και λιγότερο με τον κ. Τζανερρίκο ως πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος για την ανακήρυξη των συνδυασμών, προκειμένου να διευκρινίσει δικονομικά ζητήματα και τεχνικές λεπτομέρειες για την εφαρμογή του νόμου. Κυρίως αν θεωρούσαν εφικτή τη λήψη απόφασης για το κόμμα Κασιδιάρη από την Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου. Και οι δύο συνομιλητές του ήταν αρνητικοί. Από τότε εκκρεμούσε μια συνάντηση με τον κ. Τζανερρίκο, ο υπουργός Επικρατείας λέει ότι τον κάλεσε στις 31 Μαρτίου εθιμοτυπικά και εκείνος δεν αρνήθηκε την πρόσκληση και ότι συζήτησαν γενικά για τη Δικαιοσύνη και καθόλου για την τροπολογία ή για τον Κασιδιάρη. Και έτσι να είναι έτσι, η χρονική στιγμή αυτής της συνάντησης προκαλεί απορίες.
Ιδίως επειδή, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, εκείνες τις ημέρες έφτασαν πληροφορίες στο Μέγαρο Μαξίμου ότι ο κ. Τζανερρίκος επιχειρούσε να βολιδοσκοπήσει δικαστές του Α1 Τμήματος. Ως πρόεδρος θα όριζε εκείνος τα πέντε μέλη που θα ανακήρυσσαν τους συνδυασμούς και υπήρχε μια διάχυτη εντύπωση ότι έκλινε προς το να επιτρέψει την εκλογική κάθοδο του κόμματος Κασιδιάρη, εφόσον επικεφαλής θα ήταν ο πρώην συνάδελφός του Αναστάσιος Κανελλόπουλος. Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν να καταθέσει εσπευσμένα την τροπολογία για τη μετατροπή της 5μελούς σύνθεσης του Α1 σε 11μελή, με τη συμμετοχή όλων των μελών του συγκεκριμένου Τμήματος του Αρείου Πάγου.
Στο παιχνίδι και ο ΣΥΡΙΖΑ
Ο κ. Τζανερρίκος αντέδρασε με τις γνωστές καταγγελίες, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου διέψευσε ότι υπήρξε παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης, «η κυβέρνηση δεν παζαρεύει με κανένα» δήλωσε. Ο πρώην ανώτατος δικαστής επανήλθε λέγοντας ότι θα αποκαλύψει ο όνομα εκείνου που του πρόσφερε ανταλλάγματα και το Μέγαρο Μαξίμου απάντησε ότι βγάζει το άχτι του επειδή δεν τον έκαναν εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε τις καταγγελίες του ανώτατου δικαστή και έβαλε στο κάδρο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. «Ποιος είναι ο ανώτατος κυβερνητικός παράγοντας που έκανε αυτή την ευθεία παρέμβαση τάζοντας ανταλλάγματα για μια δικαστική απόφαση; Τον γνωρίζει προσωπικά; Ή μήπως τον κοιτάζει στον καθρέφτη κάθε πρωί;» ρωτά στην ανακοίνωσή του.
Η κοινή γνώμη παρακολουθεί άναυδη τις εξελίξεις. Ο Κασιδιάρης δεν εκφράζει μόνο ένα αντισυστημικό κομμάτι της κοινωνίας, αλλά φαίνεται να έχει ερείσματα και στην κορυφή της πυραμίδας της Δικαιοσύνης. Η ΝΔ κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι κλείνει το μάτι στην Ακροδεξιά και ο ΣΥΡΙΖΑ τη ΝΔ ότι γίνεται χορηγός της. Η μυωπική αντιπαράθεση των δύο πολιτικών αρχηγών τούς αφαιρεί τη δυνατότητα να προστατεύσουν αποτελεσματικά τους θεσμούς και να απαλλάξουν τη χώρα από το στίγμα του νεοναζισμού.