Τις αντιστοιχίες ανάμεσα στις βρετανικές και στις γαλλικές εκλογές και στην ελληνική Κεντροαριστερά αναλύει ο Νίκος Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου. Στην Ελλάδα, πιστεύει, χρειάζεται συναίνεση, διάλογος, διαβούλευση, χωρίς αυτά να θεωρούνται προδοσία. Η λύση που θέτει στο τραπέζι είναι ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ, υπό προϋποθέσεις, να δημιουργήσουν ένα «τρίτο κόμμα», χωρίς να διαλυθούν, ώστε να ωφεληθούν από το μπόνους που προσφέρει το εκλογικό σύστημα.
Πώς φτάσαμε να μιλάμε στην Ευρώπη για μαχόμενη δημοκρατία, με τα κεκτημένα της να τίθενται διαρκώς εν αμφιβόλω; Στη Γαλλία πιο φανερά, στην Αγγλία με το αξιοσημείωτο ποσοστό του Φάρατζ, για να μιλήσουμε για τις πρόσφατες αναμετρήσεις.
«Ο όρος «μαχόμενη δημοκρατία» πρωτοχρησιμοποιήθηκε επί Ψυχρού Πολέμου, στη δεκαετία του ’50. Στην Ελλάδα την είχε επικαλεστεί κατά κόρον ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Είχε την έννοια ότι η δημοκρατία δεν πρέπει να ανεχθεί την άνοδο του κομμουνισμού ή «παραφυάδων» του, όπως ήταν σε εμάς τότε η ΕΔΑ, με νομότυπο τρόπο, δηλαδή με εκλογές. Σήμερα μοιάζει να ισχύει το αντίστροφο: για όσους χρησιμοποιούν τη λέξη, ζητούμενο φαίνεται να είναι να μην ανέβει η Ακρα Δεξιά στην εξουσία. Σε εμένα, ίσως επειδή ανήκω στην παλαιότερη γενιά, δεν αρέσει η χρήση αυτής της λέξης. Και τούτο, παρότι οι καιροί επιβάλλουν να επιδεικνύουμε εγρήγορση προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε ό,τι με αφορά, σας θυμίζω ότι είχα άμεση εμπλοκή στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής. Ημουν από τους πρώτους που υποστήριξα ότι έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 ΠΚ. Κάτι που τελικά έγινε, αν και χρειάστηκε να δολοφονηθεί προηγουμένως ο Παύλος Φύσσας».
Η ουσία, ωστόσο, παραμένει. Η Ακροδεξιά έχει ριζώσει στην Ευρώπη.
«Είναι το φαινόμενο των ημερών μας. Εχει ριζώσει γιατί δεν μπορεί να διοχετευτεί διαφορετικά η δυσαρέσκεια του κόσμου. Μια δυσαρέσκεια ως έναν βαθμό δικαιολογημένη. Πολύ συχνά ο τεχνοκρατικός τρόπος διακυβέρνησης, όπως έχει επικρατήσει σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και στην Ελλάδα, αφήνει να διαδοθεί μια αίσθηση περιφρόνησης των αδυνάτων και μια διάχυτη αλαζονεία. Αυτή η αίσθηση, σε συνδυασμό με την ακρίβεια και την αγωνία των νέων για το αύριο, φτιάχνει ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι μη προνομιούχοι νιώθουν ότι αγνοούνται. Αυτός ο κόσμος, ενώ παλαιότερα πίστευε ότι θα μεγαλώσει καλύτερα τα παιδιά του, σήμερα έχασε αυτή τη βεβαιότητα. Ενα πολύ κρίσιμο ζήτημα είναι πώς θα αντιμετωπίσουν τα παραδοσιακά κόμματα αυτά τα πολύ συγκεκριμένα προβλήματα που έχει ο κόσμος χωρίς υποχωρήσεις σε θέματα αρχών. Είναι εξίσου θέμα ουσίας και ύφους. Από την άλλη πλευρά, δείτε το νέο κόμμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τους Πατριώτες για την Ευρώπη. Το ίδρυσε ο Βίκτορ Ορμπαν με τη συνδρομή… της κυρίας Λατινοπούλου! Και από προχθές πρόεδρός του είναι ο κ. Μπαρντελά. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι ο σουβερινισμός, δηλαδή η φανατική προσήλωση στην εθνική κυριαρχία. Είναι κακό πράγμα, σου λένε, η ΕΕ. Πρέπει να διατηρήσουμε την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία των επιμέρους κρατών-εθνών και να μην πάμε στην ομοσπονδίωση που ισοπεδώνει τάχα τα πάντα… Το παραμύθι, όπως το παρουσιάζουν, έχει μεγάλη απήχηση, γιατί εμφανίζει όσους το διαδίδουν ως ευαίσθητους και ανοιχτούς στα παράπονα του λαού, σε αντίθεση προς τους «ψυχρούς τεχνοκράτες» που μας κυβερνούν. Εν τούτοις είναι παραμύθι γιατί ξεχνά το προφανές για τα μικρά ιδίως κράτη, όπως το δικό μας: χωρίς ευρωπαϊκή κάλυψη δεν θα μπορέσουμε να σώσουμε την εθνική μας φυσιογνωμία. Πουλιέται πολύ ωραία το παραμύθι γιατί είναι δημαγωγικό. Αλλά αν γίνει συζήτηση για τα συγκεκριμένα, όπως η κλιματική κρίση, το Μεταναστευτικό ή οι πανδημίες, αυτοί οι ίδιοι δημοκόποι θα παραδεχθούν ότι χωρίς ευρωπαϊκή πολιτική που να επιβάλλεται στα κράτη-μέλη δεν θα πάμε πουθενά».
Στη Γαλλία προσπαθούν να φτιάξουν κυβέρνηση συνεργασίας με ένα κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα. Στην Ελλάδα, αν κάποτε βρεθούμε σε ανάλογο σκηνικό, τι πιστεύετε ότι θα συμβεί;
«Οταν δεν έχεις την πλειοψηφία, είναι προφανές ότι για να κυβερνηθεί ο τόπος χρειάζεσαι συμμαχίες. Πρέπει τότε να είσαι έτοιμος να κάνεις υποχωρήσεις, με διαβούλευση και διάλογο. Εχει καταντήσει στη χώρα μας οι λέξεις «συναίνεση», «διάλογος», «διαβούλευση» να θεωρούνται ισοδύναμες με την προδοσία. Στη Γαλλία, ο Ραφαέλ Γκλικσμάν κατάφερε να συσπειρώσει τους Σοσιαλιστές πρώτα στις ευρωεκλογές του 2017 και μετά στη δημιουργία του Νέου Λαϊκού Μετώπου. Ως διανοούμενος, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ο τύπος που μπορεί να γίνει πρωθυπουργός. Θα μπορούσε ωστόσο να παίξει ρόλο στην άμβλυνση των αντιθέσεων. Τέτοιο ρόλο σε εμάς δυσκολεύομαι να δω ποιος θα μπορούσε να τον παίξει. Τον διεκδικεί ο Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος, τελευταία, προσπαθεί να δώσει την εικόνα ενός μετριοπαθούς πολιτικού. Είναι ωστόσο πολύ νωπή ακόμη η θητεία του και, προπάντων, η στάση του την πενταετία 2010-2015. Πιστεύω ότι ίσως διεκδικήσει παρόμοιο ρόλο και η Αννα Διαμαντοπούλου».
Θα μπορέσει να παίξει ρόλο η Κεντροαριστερά αν συνεχίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης να κυριαρχεί στο Κέντρο;
«Πιστεύω ότι τα προβλήματα το 2027, αν όχι νωρίτερα, θα τεθούν με ιδιαίτερη έμφαση. Η τρίτη τετραετία στη νεοελληνική ιστορία είναι σπανιότατο φαινόμενο. Υπάρχει εύλογη φθορά. Μετά από μια οκταετία ο κόσμος θέλει αλλαγή. Ορισμένοι στη ΝΔ πιστεύουν ότι αν αλλάξουν ηγέτη θα εξασφαλίσουν μια ακόμα τετραετία. Δεν το πολυπιστεύω, διότι θα είναι το ίδιο κόμμα με τους ίδιους ανθρώπους και την ίδια λίγο-πολύ πολιτική. Για την Κεντροαριστερά, δύο είναι οι στρατηγικές που προσφέρονται. Η μία είναι να μείνουν τα κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ, περιχαρακωμένα στον εαυτό τους, επιδιώκοντας να διευρυνθούν, ώστε να μπορέσει, μόνο του το καθένα, να αντιμετωπίσει την Κεντροδεξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η άλλη στρατηγική είναι να βάλουν λίγο νερό στο κρασί τους και να προχωρήσουν όλοι μαζί. Εχω την εντύπωση ότι οι παραδόσεις μας στην Ελλάδα ωθούν προς την πρώτη στρατηγική, προς τον κομματικό πατριωτισμό. Δεν είδατε πώς λειτούργησε το 2023 η απλή αναλογική; Αντί για σύγκλιση, κάθε κόμμα επιδίωξε να αυξήσει τα ποσοστά του. Οσο μένουν σε αυτή τη νοοτροπία, η ΝΔ, που είναι πιο συμπαγής – για να μην πω και πιο σοβαρή! – θα συνεχίσει να κυριαρχεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε μόνη της είτε με τη συνδρομή του κ. Βελόπουλου. Κάτι που, δεν σας κρύβω, με ανησυχεί. Αυτά είναι τα κρίσιμα διλήμματα, που θα πρέπει να τεθούν με το όνομά τους στις συνεχιζόμενες ενδοκομματικές αντιπαραθέσεις και στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠαΣοΚ».
Βλέπετε προοπτική συνεννόησης του σημερινού ΠαΣοΚ, όποιον και αν έχει αρχηγό, με τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη;
«Για τον Στέφανο Κασσελάκη πιστεύω ότι όσο παρατείνεται η παραμονή του στην Ελλάδα τόσο δεν θα υπάρχει λύση. Είναι μέρος του προβλήματος. Ακόμη και αν έχει τις καλύτερες προθέσεις, το συγκεκριμένο άτομο δεν μπορεί να δώσει οποιαδήποτε προοπτική, γιατί είναι εκτός ελληνικής πραγματικότητας. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι κάποια πράγματα δεν μαθαίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Οπως είπα, η παράδοσή μας είναι ο κομματικός πατριωτισμός. Η συγχώνευση είναι δύσκολη, θα έλεγα σχεδόν αδύνατη. Ούτε όμως και σύμπηξη μιας συμμαχίας, ενός συνασπισμού, αφού δεν τον ευνοεί ο εκλογικός νόμος. Σας θυμίζω ότι οι συνασπισμοί δεν παίρνουν το μπόνους των επιπλέον εδρών. Αν και ριψοκίνδυνη, υπάρχει ωστόσο μια λύση: ΣΥΡΙΖΑ και ΠαΣοΚ να μην κατεβάσουν υποψηφίους στις επόμενες εκλογές, αλλά να συγκροτήσουν ένα τρίτο κόμμα, με νέο όνομα και συλλογική ηγεσία, επιφυλασσόμενα, όπως στη Γερμανία, να προτείνουν κάποιον άλλον για πρωθυπουργό. Το κόμμα αυτό θα μπορούσε να διεκδικήσει την εξουσία, ενώ παράλληλα τα δύο ιδρυτικά θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Εκλογικά, το σχήμα αυτό μπορεί να λειτουργήσει. Διερωτώμαι, εν τούτοις, με ποιο πρόγραμμα και με ποια πολιτική προοπτική».