Μένουν περίπου πενήντα ημέρες για τις ευρωεκλογές και δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι ίσως αυτές θα είναι οι πλέον παράξενες και θολές εκλογές της Μεταπολίτευσης. Και το λέμε αυτό γιατί:
1. Είναι ακόμα ασαφής η ατζέντα γύρω από την οποία θα επικεντρωθεί η προεκλογική συζήτηση και το ενδιαφέρον των εκλογέων. Θα έλεγε κανείς ότι, κατά παράδοση, θα κυριαρχήσουν και αυτή τη φορά τα θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος, ωστόσο οι γεωπολιτικές εξελίξεις και οι περιφερειακές συγκρούσεις δημιουργούν ένα απρόβλεπτο και έντονα ανασφαλές τοπίο που εκτοπίζει αστραπιαία τα θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος. Τελευταίο παράδειγμα αυτό της επίθεσης του Ιράν στο Ισραήλ, που εκτόπισε κάθε άλλη συζήτηση από τη δημόσια σφαίρα κατά τις ημέρες της διεξαγωγής της έρευνας πεδίου (10-16 Απριλίου).
2. Αλλά ακόμα και όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από θέματα εσωτερικού ενδιαφέροντος, γίνεται εξαναγκασμένα και κάτω από την πίεση αρνητικών γεγονότων (τελευταίο παράδειγμα, η γυναικοκτονία έξω από Αστυνομικό Τμήμα), τα οποία προσφέρουν τροφή για κομματική αντιπαράθεση, αλλά λίγο σχετίζονται με την αναγκαία συζήτηση για τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στη σημερινή σύνθετη εποχή.
3. Και εδώ εισέρχεται στη συζήτηση και το πολιτικό/θεσμικό ζήτημα του «κοιμώμενου γίγαντα», της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η πολιτική εμβάθυνση της Ευρώπης; Χρειαζόμαστε να γίνει πιο συγκεντρωτική και αποφασιστική ή πιο χαλαρή και αποκεντρωμένη; Θέλουμε «περισσότερη» ή «λιγότερη» Ευρώπη; Πάντως το βέβαιο είναι ότι χρειάζονται μέτρα προσαρμογής της θεσμικής ΕΕ στο σύγχρονο παγκόσμιο περιβάλλον.
Η στροφή της δημόσιας συζήτησης στα γεωπολιτικά και ειδικότερα στις εξελίξεις στην κρίση της Μέσης Ανατολής αποφορτίζει κάπως την κυβέρνηση από τις πιέσεις της προηγούμενης περιόδου
Ισχυρή αίσθηση ανακατατάξεων
Ολες αυτές οι παράμετροι βέβαια συμπληρώνονται και με την εξέλιξη του κομματικού ανταγωνισμού στη χώρα μας. Είναι γνωστό ότι το κομματικό μας σύστημα, όπως συμβαίνει εξάλλου και στις περισσότερες δυτικές χώρες, βρίσκεται σε αποευθυγράμμιση με το εκλογικό σώμα.
Η αίσθηση ότι έχουμε μπροστά μας ένα νέο κύμα «λαϊκισμού», που θα οδηγήσει σε κομματικές ανακατατάξεις και κυρίως κομματικές μεταλλάξεις, είναι ισχυρή και ήδη διαφαίνεται και στις τρέχουσες έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς, με την ανάδυση νέων σχημάτων που διεκδικούν την εκπροσώπησή τους στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά και με τη διαμόρφωση νέων πόλων μέσα στο κομματικό σύστημα.
Η στροφή της δημόσιας συζήτησης στα γεωπολιτικά, και ειδικότερα στις εξελίξεις στην κρίση της Μέσης Ανατολής, αποφορτίζει κάπως την κυβέρνηση από τις πιέσεις της προηγούμενης περιόδου. Το γενικό κλίμα σημειώνει μικρή ανάκαμψη αλλά και οι δείκτες αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου και ικανοποίησης από την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό κινούνται στην κατεύθυνση μικρής βελτίωσης.
Στην εκτίμηση ψήφου η Νέα Δημοκρατία παρουσιάζει μικρή ανάκαμψη (κυρίως στον χώρο όσων τοποθετούνται στη Δεξιά) και κινείται λίγο πάνω από το 32%, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να βελτιώνει τις επιδόσεις του τόσο ως αντιπολίτευση όσο και στην εκτίμηση ψήφου, πράγμα που τον φέρνει λίγο πάνω από το 15%.
Το ενδιαφέρον στοιχείο που αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η σταδιακή βελτίωση των επιδόσεών του δεν είναι τόσο αποτέλεσμα μιας επανασυσπείρωσης των παραδοσιακών δυνάμεών του όσο αποτέλεσμα προσέλκυσης νέων κοινών υποστήριξης, που σταδιακά τον μετατοπίζουν προς την Κεντροαριστερά ή καλύτερα τον απομακρύνουν από την ισχυρή θέση που κατείχε επί προεδρίας Τσίπρα στον χώρο της Αριστεράς.
Ομως το βασικό χαρακτηριστικό του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η θέση του στον άξονα Αριστεράς – Δεξιάς αλλά ότι προηγείται στην εκτίμηση ψήφου με 22% μεταξύ όσων νιώθουν να βρίσκονται «εκτός των τειχών», οι οποίοι στο σύνολό τους ανέρχονται στο τρέχον ερευνητικό κύμα στο 47%, δηλαδή αποτελούν σχεδόν το μισό εκλογικό σώμα.
Μειωμένες εισροές για το ΠαΣοΚ
Στην τρίτη θέση της εκτίμησης ψήφου βρίσκεται το ΠαΣοΚ-Κίνημα Αλλαγής με 12%, επανερχόμενο έτσι στο ποσοστό που κατέγραψε στις βουλευτικές εκλογές. Παρά το ότι διαθέτει ικανοποιητική συσπείρωση (πάνω από 73%), εν τούτοις φαίνεται να περιορίζονται οι εισροές του από άλλους χώρους λόγω και του νέου ανταγωνισμού που υφίσταται από το νεοπαγές σχήμα του κ. Λοβέρδου Δημοκράτες, το οποίο μέσα σε έναν μήνα διπλασίασε το ποσοστό του στην εκτίμηση ψήφου και κινείται στο 2%.
Το ΚΚΕ συνεχίζει να κινείται στην περιοχή του 10% και σε αυτή τη φάση φαίνεται να υπερισχύει της Ελληνικής Λύσης, η οποία χάνει από τις προηγούμενες επιδόσεις της – λόγω της επανασυσπείρωσης της ΝΔ στη δεξιά της πτέρυγα – και κινείται λίγο πάνω από το 8%. Σημειώνουμε, τέλος, τη σταθερή παρουσία της Πλεύσης Ελευθερίας πάνω από το 4% και την οριακή μάχη της Νέας Αριστεράς στην περιοχή του 3%.
Το ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές συνεχίζει να ενισχύεται και κινείται πλέον στο 66%, από το 61% του Μαρτίου. Αυξάνεται επίσης και η πρόθεση συμμετοχής στην κάλπη, από το 60% του περασμένου μηνός στο 64% σήμερα. Η βεβαιότητα ψήφου (όσοι δηλώνουν ότι είναι απόλυτα βέβαιοι για το τι θα ψηφίσουν) συνεχίζει να κινείται σε χαμηλά επίπεδα, μόλις στο 35% από το 34% του Μαρτίου, και σε συνδυασμό με τη φύση των ευρωεκλογών (κάλπη δευτέρας τάξεως) ευνοεί ένα σενάριο διασποράς της ψήφου στα μικρότερα κόμματα.
Δεν βλέπουν σενάριο αστάθειας
Εξάλλου, σε σχετική ερώτηση για το εάν το όποιο εκλογικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες πολιτικής αστάθειας στη χώρα, το 65% δεν πιστεύει ότι υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο και μόλις το 32% ότι θα μπορούσε να υπάρξει. Και το ακόμη πιο ενδιαφέρον στοιχείο εν προκειμένω είναι ότι οι απόψεις γύρω από αυτό το ζήτημα δεν διαφοροποιούνται με βάση το ιδεολογικοπολιτικό προφίλ των ερωτωμένων αλλά βάσει της ηλικίας τους, με τους νέους να πιστεύουν περισσότερο ότι μπορεί να δημιουργηθούν συνθήκες πολιτικής αστάθειας (άραγε μας επιφυλάσσουν εκπλήξεις στην κάλπη;) σε ποσοστό 49%.
Το κρίσιμο ερώτημα παραμένει και είναι αν θα σχηματοποιηθούν και στη χώρα μας εκλογικές τάσεις που καταγράφονται σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, δηλαδή μια διάθεση ενίσχυσης της εθνικιστικών ή αντιευρωπαϊκών δυνάμεων. Στη σταθερή ερώτησή μας «Ποια είναι η γνώμη σας για την Ευρωπαϊκή Ενωση;» το 51% των ερωτώμενων απαντά θετική και το 41% αρνητική. Αν συνυπολογίσουμε και την πρόθεση συμμετοχής στις ευρωεκλογές, αυτό σημαίνει ότι περίπου ένα 32% του συνόλου μπορεί να πάει στις κάλπες στηρίζοντας κόμματα με αντιευρωπαϊκό/αντιενωσιακό λόγο.
Κλείνοντας, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι στην τελική επιλογή των ψηφοφόρων θα παίξουν ρόλο και τα πρόσωπα/υποψήφιοι για την Ευρωβουλή, που θα ξεκινήσουν από εδώ και πέρα την ουσιαστική τους εκλογική προσπάθεια. Πάντως μέχρι τώρα δεν υπάρχουν κομματικές λίστες υποψηφίων που να δείχνουν ότι ξεχωρίζουν.
Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.