Πόσο σοφότερους μας κάνουν οι λεπτομέρειες γύρω από τους βιασμούς ενός παιδιού; Πόσο συνεισφέρουν στην ενημέρωση τα ευαίσθητα δεδομένα μιας κατάθεσης; Εχει κουνηθεί κανένα φύλλο από τη διαρροή της δικογραφίας στα μέσα ενημέρωσης ή είναι Κυριακή πρωί; Να σας προλάβω! Σίγουρα, δεν είναι η πρώτη φορά. Τώρα όμως, στην υπόθεση του Κολωνού, τα πράγματα είναι αλλιώς.
Υπάρχει ένα επεισόδιο στους «Απαράδεκτους» που λέγεται «Σεξ, τσόντες και βιντεοταινίες». Το επεισόδιο αρχίζει με τους πρωταγωνιστές να ενοχλούνται σφόδρα από τους ήχους που παράγει ερωτική συνεύρεση στο από πάνω διαμέρισμα. Με μπροστάρη τον Μπέζο βγαίνουν στον διάδρομο και κάνουν παρατήρηση. Εξανίστανται για λόγους «ηθικής». Μόνο που όταν το πλήθος σκορπά, ο πιο συντηρητικός όλων τους, ο (σπιτο)νοικοκύρης Χαλακατεβάκης, παραμένει κρυμμένος στο σημείο. Διψάει, βλέπετε, για λίγη ακουστική ηδονή ακόμη.
Ετσι κι εμείς αυτές τις μέρες. Παίρνουμε μάτι και αφτί διψασμένοι για ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Μην παρεξηγούμαι: Αν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας που τόσο λαίμαργα καταναλώνουμε αυτό το διάστημα ήταν αντίστοιχοι με εκείνους της αγαπημένης σειράς, αν ήταν μια κυρία Βούλα και ένας κάποιος κύριος Γεράσιμος, θα ‘ταν μικρό το κακό.
Τώρα όμως το έργο δεν είναι κωμωδία, η ιστορία είναι ένα φρικτό έγκλημα και η πρωταγωνίστρια ένα παιδάκι.
Δαγκώνουμε τα χείλη μας συγκλονισμένοι – μπροστά στις κάμερες εμείς, μπροστά στις τηλεοράσεις εσείς – και δηλώνουμε νικημένοι από το βάρος της φρίκης. Παρουσιαστές κατακλυζόμενοι από τη συντριβή και την αποφορά δίνουμε πάσα για τα βίντεο και τις φωτογραφίες που έρχονται να θυματοποιήσουν για δεύτερη φορά ένα θύμα. Οι γείτονες της οικογένειας ζουν τα δύο λεπτά δημοσιότητας που τους χάρισε η εντοπιότητα χωρίς τύψεις που τόσο καιρό δεν μίλησε κανείς.
Μην έχουμε αυταπάτες: Καταναλώνουμε πορνογραφία και ξεσκίζουμε ό,τι έχει απομείνει από τις σάρκες ενός βαριά τραυματισμένου παιδιού. Το ότι μετά μπαίνουμε στο Facebook και με πύρινες αναρτήσεις ζητάμε χημικό ευνουχισμό και θανατική ποινή, ούτε περισσότερο ηθικούς μας κάνει ούτε λιγότερο σαρκοβόρους. Μπορεί βέβαια να μη φταίνε μόνο τα ένστικτά μας. Μπορεί να φταίει και η εποχή. Ποτέ στο παρελθόν δεν βλέπαμε τόσο true crime όσο σερβίρεται πια στις πλατφόρμες. Στην Αμερική σήμερα άνθρωποι επισκέπτονται οργανωμένα τα μέρη όπου ζούσαν και εγκληματούσαν οι serial killers του Netflix. Μια καθηγήτρια Ψυχολογίας απαντά για το θέμα πως είναι ένας συνδυασμός: Από τη μία η σκοτεινή περιέργειά μας, από την άλλη η αίσθηση ασφάλειας που μας δίνει η γνώση πως αυτές οι φρικτές ιστορίες δεν μας αφορούν. Πως είναι κάτι που έγινε πολύ μακριά από εμάς.
Ας συμφωνήσουμε όμως ότι ο Κολωνός είναι κοντά. Πολύ κοντά.