Σε αιφνίδια αλλά ταυτοχρόνως βαθιά κρίση αξιοπιστίας βυθίζεται η κυβέρνηση, και ειδικότερα ο στενός κύκλος του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, μετά τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών του Νίκου Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ κατά την περίοδο πριν από την ανάδειξή του σε πρόεδρο του ΠαΣοΚ.
Σπασμωδικές κινήσεις
Η αλληλουχία των γεγονότων και η προσπάθεια διαχείρισης της κρίσης από τα ηγετικά κυβερνητικά στελέχη φανέρωσαν νευρικότητα και προκάλεσαν σειρά σπασμωδικών αντιδράσεων, οι οποίες μέχρι στιγμής δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές ως προς την παροχή επαρκών εξηγήσεων.«Διορθώνουμε και προχωρούμε» διαμηνύουν παρά ταύτα στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου. Ωστόσο σε αυτή την περίπτωση δεν διαφαίνεται προς το παρόν πώς αυτή η τακτική θα αποδώσει τα προσδοκώμενα πολιτικά αποτελέσματα.
Η δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη την προηγούμενη Δευτέρα πραγματοποιήθηκε με ανεξήγητη καθυστέρηση και ενώ το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων κυριαρχούσε στην επικαιρότητα ήδη από την Παρασκευή – και αυτά μόλις μία εβδομάδα μετά τη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας. Εκεί είχε συζητηθεί η υπόθεση της παράνομης χρήσης του λογισμικού παρακολουθήσεων Predator και λίγο-πολύ είχε επιχειρηθεί να κλείσει με συνοπτικές διαδικασίες το θέμα.Από τη στιγμή εκείνη κι έπειτα η κυβέρνηση και ο στενός κύκλος του Μεγάρου Μαξίμου περιέπεσαν σε διαδοχικές αντιφάσεις, άκομψους και ατυχείς επικοινωνιακούς χειρισμούς, που έχουν μεταβάλει σε δραματικό βαθμό την πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Τα κρίσιμα σημεία
Οι αντιφάσεις και τα πιεστικά, αναπάντητα έως και αυτή τη στιγμή ερωτήματα συνοψίζονται σε κάποια κρίσιμα σημεία:
Ποιος ήταν ο λόγος της «νόμιμης», «τυπικά επαρκούς, όμως πολιτικά μη αποδεκτής» κατά τον Πρωθυπουργό παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη; Οι απαντήσεις από το Μέγαρο Μαξίμου περιορίζονται στο ότι οι λόγοι δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν.
Πώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για «αντικειμενική πολιτική ευθύνη του γενικού γραμματέα του γραφείου του Πρωθυπουργού», ενώ όλες τις προηγούμενες ημέρες το Μέγαρο Μαξίμου ισχυριζόταν ότι η παραίτηση του Γρηγόρη Δημητριάδη έγινε για λόγους αποφόρτισης του κλίματος πολιτικής τοξικότητας; Τι μεσολάβησε σε αυτό το διάστημα και υπό ποια πίεση και ανησυχία η κυβέρνηση έσπευσε να δημοσιοποιήσει το ζήτημα;
Πώς μπορεί να ερμηνευθεί η φράση του Πρωθυπουργού ότι «αυτό που έγινε μπορεί να ήταν σύμφωνο με το γράμμα του νόμου, ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ»; Δεδομένου ότι με απόφαση της κυβέρνησης η ΕΥΠ υπάγεται από το 2019 στο Μέγαρο Μαξίμου, το αν (δεν) είχε γνώση ο Πρωθυπουργός για την υπόθεση παραμένει σημείο που επί της ουσίας δεν έχει απαντηθεί.
Το συγκεκριμένο σημείο ήταν ένα από τα πολλά που επισήμανε ο Ευάγγελος Βενιζέλος στις διαδοχικές παρεμβάσεις του για την υπόθεση. «Γιατί άραγε θα ήταν αντίθετος ο Πρωθυπουργός; Και για να εκφραστώ νομικά: Θα ήταν νόμιμη η εντολή του Πρωθυπουργού να μη διενεργηθεί παρακολούθηση παρότι η ΕΥΠ προτείνει κάτι τέτοιο για λόγους εθνικής ασφαλείας;» έγραψε ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και εν συνεχεία υπογράμμισε: «Η αντίθεση του Πρωθυπουργού θα ήταν νόμιμη λόγω του ειδικού καθεστώτος του βουλευτή, αλλά αυτό η κυβέρνηση δεν θέλει να το αντιληφθεί. Γιατί πρέπει στη συνέχεια να παραδεχθεί ότι αν ήταν νόμιμη η εντολή του Πρωθυπουργού να μη διενεργηθεί παρακολούθηση, είναι παράνομη η απόφαση του διοικητή της ΕΥΠ να τη διενεργήσει και η έγκρισή της με εισαγγελική διάταξη».
Εξεταστική… σε βάθος δεκαετίας
Η υπόθεση των υποκλοπών συνιστά πλέον για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον Πρωθυπουργό ένα σημείο καμπής. Ακολουθεί τις διαβεβαιώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για εξάντληση της τετραετίας, σε συνδυασμό με τις επίμονες εκκλήσεις και παροτρύνσεις του για διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας.Παρά ταύτα, στον απόηχο αυτών των πρωτοβουλιών, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με αποκαλύψεις και περιστατικά για τα οποία αποκλειστικά υπεύθυνη είναι η ίδια. Υπό αυτή την έννοια, εκτιμάται και διαφαίνεται ότι θα βρίσκεται απολογούμενη επί μακρόν.Οι πρώτες ενέργειες, όπως η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της Τετάρτης, με τις «Επείγουσες διατάξεις για την ενίσχυση της ακεραιότητας στη λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών», ελάχιστα συμβάλλουν στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας.
Οσον αφορά δε τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τη διερεύνηση της υπόθεσης, οι προσδοκίες είναι περιορισμένες. Οι επιφυλάξεις ως προς τούτο εντείνονται και από τη φράση του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη, της προηγούμενης Δευτέρας: «Μια τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σίριαλ προς κομματική κατανάλωση. Ούτε, πολύ περισσότερο, να αποτελέσει αιτία υποβάθμισης της εθνικής συμβολής της ΕΥΠ και υπονόμευσης πτυχών της εθνικής ασφάλειας».
Αναμένεται πάντως ότι και η ίδια η σύσταση της εξεταστικής επιτροπής θα αποτελέσει πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, καθώς πρόθεση της κυβέρνησης είναι σύμφωνα με πληροφορίες να προτείνει τη διερεύνηση όχι μόνο της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά συνολικά της περιόδου της προηγούμενης δεκαετίας.Από το σημείο αυτό κι έπειτα το Μέγαρο Μαξίμου καλείται να διαχειριστεί τη δυσκολότερη περίοδο από τη στιγμή ανάληψης της διακυβέρνησης και η πίεση έως τις εκλογές προεξοφλείται ότι θα είναι διαρκής και έντονη.
Βαραίνει η ατμόσφαιρα
Με την εκδήλωση του σκανδάλου των υποκλοπών διαμορφώνεται ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και όσο τα κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα η πολιτική ατμόσφαιρα θα βαραίνει.Υπό αυτό το πρίσμα, οι δημοσκοπήσεις του φθινοπώρου αναμένονται με ιδιαίτερη αγωνία στην Ηρώδου Αττικού 19, ενώ οι βεβαιότητες για τους πολιτικούς συσχετισμούς αρχίζουν να μετριάζονται.
Κατά τα όσα συζητούνται πλέον και όπως παρατηρούν πολιτικοί παράγοντες, ήδη έχει διαμορφωθεί μια νέα συνθήκη, η οποία είναι άγνωστο πώς και πότε μπορεί να μεταβληθεί.Το σκάνδαλο των υποκλοπών και η άτολμη μέχρι στιγμής διαχείρισή του προμηνύουν μια περίοδο μεγάλων δυσκολιών για την κυβέρνηση και τη χώρα και ενώ οι συνθήκες κρίσης στα πεδία της ενέργειας, της ακρίβειας κ.λπ. δεν έχουν εκλείψει.
Οπως σημειώνεται από πολιτικά πρόσωπα, το ορατό και αναμενόμενο ενδεχόμενο είναι κάθε λάθος ή πρόβλημα να επισωρεύεται και να δημιουργεί έναπολύ διαφορετικό, δυσμενές περιβάλλον για την κυβέρνηση.
Οι παράπλευρες απώλειες
Οι ίδιες πηγές εκτιμούν ότι η πίεση που θα δέχεται στο εξής προσωπικά ο Πρωθυπουργός θα είναι διαρκής και έντονη και ότι όσο οι εξηγήσεις και οι παρεμβάσεις θα παραμένουν στο ύφος και στο περιεχόμενο που έχει φανεί μέχρι στιγμής η υπόθεση των υποκλοπών θα είναι μια μεγάλη κηλίδα έως τις εκλογές.Σημαντική παράπλευρη απώλεια της υπόθεσης είναι το μεγάλο και πιθανώς οριστικό πλήγμα στο «επιτελικό κράτος», και ειδικότερα στην ομάδα στελεχών που το εκπροσώπησαν, ειδικότερα δε του στενότερου και πλέον έμπιστου συνεργάτη του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η ανάγκη ευελιξίας και ο γρίφος των νέων πολιτικών συσχετισμών
Το πώς θα διαμορφωθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί στο εξής μετατρέπεται σε ένα ακόμα δυσκολότερο αίνιγμα απ’ ό,τι μέχρι πρότινος. Κατά τα όσα σημειώνουν πολιτικά στελέχη στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο, το ποιος θα αποκομίσει οφέλη από την υπόθεση και ποιος θα πληγεί θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τους χειρισμούς του καθενός ή/και από τις όποιες αποκαλύψεις ακολουθήσουν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προεξοφλείται ότι θα κινηθεί στη σκληρή γραμμή, ωστόσο δεν είναι βέβαιο πως η δική του μειωμένη αναξιοπιστία και το παρελθόν του στο πεδίο της θεσμικής ακεραιότητας του προσφέρουν εχέγγυα ουσιαστικής ανάκαμψης.
Η κυβέρνηση και η ομάδα περί τον Πρωθυπουργό έχουν μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή και ελάχιστες δικαιολογίες, όπως επιμένουν μετριοπαθή πολιτικά στελέχη. Υπό αυτή την έννοια, όσο θα λείπουν οι επαρκείς απαντήσεις τόσο θα περιπλέκεται η κατάσταση, τουλάχιστον πολιτικά. Και πάντως θεωρείται βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα αναγκαστεί σε μια αναπροσαρμογή στρατηγικής, η οποία δεν θα μπορεί πλέον να έχει τα επιθετικά χαρακτηριστικά της προηγούμενης περιόδου και πιθανώς θα απαιτεί μεγαλύτερη ευελιξία από το «αυτοδυναμία ή τίποτα».
Σε κρίσιμο παράγοντα για τις εξελίξεις αναδεικνύεται υπό αυτές τις συνθήκες το ΠαΣοΚ. Η στάση του ως προς την ουσία της υπόθεσης των υποκλοπών, το αν θα επιλέξει να συνταχθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα προτιμήσει να επιδιώξει μια ουσιαστική ανασύνταξη στον χώρο του Κέντρου, όπου η ΝΔ υπό αυτές τις συνθήκες μοιάζει να δέχεται ένα σημαντικό πλήγμα, είναι ένα από τα ερωτήματα της προσεχούς πολιτικής περιόδου.
Οι πρώτες ενδείξεις αναμένονται στις δημοσκοπήσεις των επόμενων εβδομάδων, οι οποίες αποκτούν αξιοσημείωτη σημασία και βαρύτητα για όλους τους ενδιαφερομένους.
Η αλλαγή του διεθνούς κλίματος και το στοίχημα της σταθερότητας
Αξιοσημείωτη είναι η μεταστροφή του διεθνούς κλίματος για τη χώρα, την κυβέρνηση και προσωπικά για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς η υπόθεση των υποκλοπών έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις στον ξένο Τύπο, με δημοσιεύματα διόλου κολακευτικά.Σε αυτό το περιβάλλον, το μεγάλο στοίχημα για τον Πρωθυπουργό θα είναι στην προσεχή περίοδο η διαφύλαξη της πολιτικής σταθερότητας, την οποία ο ίδιος έχει αναδείξει σε μείζονα προτεραιότητα και που τώρα διασαλεύεται, με ευθύνη της κυβέρνησης.
Κρίσιμη παράμετρος ως προς αυτό θα είναι και η στάση των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου και της ΚΟ.Κατά το προηγούμενο διάστημα τα παράπονα για τη λειτουργία της κλειστής ομάδας του Μεγάρου Μαξίμου ήταν πολλά και έντονα. Υπό αυτό το πρίσμα αναμένεται να φανεί πώς θα εκδηλωθούν πολλά στελέχη έπειτα από το ξέσπασμα της κρίσης. Μέχρι στιγμής πάντως έχει καταγραφεί ως ενδιαφέρον στοιχείο της συγκυρίας ότι ένα από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό, κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος που έχει παρέμβει δημοσίως και υποστηρικτικά ήταν ο Αδωνις Γεωργιάδης.
Το πεδίο πάντως στο οποίο η υπόθεση των υποκλοπών αναμένεται με υψηλό βαθμό βεβαιότητας να επιδράσει καταλυτικά είναι αυτό του πολιτικού διαλόγου και των (όποιων) δυνατοτήτων πολιτικών συνεργασιών, εφόσον κάτι τέτοιο απαιτηθεί εκ των συνθηκών μετεκλογικά.