Ακόμη και φόβους για Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε η εβδομάδα. Επειδή πάντως φαίνεται πως τη γλιτώσαμε μέχρι νεωτέρας, λέω να μοιραστώ κάτι που μου φάνηκε τόσο αποκαλυπτικό, που δεν μπορώ να το βγάλω απ’ τη σκέψη μου. Προσπάθησα να περιγράψω σε μία φοιτήτρια την εποχή πριν από το 2009. Τόσο απλό και τόσο δύσκολο ταυτόχρονα. Η συζήτηση άρχισε από το κλίμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Από τη φαντασμαγορία των τελετών του 2004 και εκείνη τη συλλογική ευφορία που έγινε κοινός τόπος μας για μήνες. Η κουβέντα άρχισε από την παρατήρηση ότι 18 χρόνια μετά μπορεί κανείς ακόμη να δει τους ολυμπιακούς κύκλους σε σημεία του οδοστρώματος. Αν θυμάστε, είχαμε για τις ημέρες των Αγώνων τις ολυμπιακές λωρίδες. Που, μεταξύ μας, τις σεβαστήκαμε περισσότερο απ’ όσο έχουμε ποτέ σεβαστεί τις ΛΕΑ, γιατί ως γνωστόν απέναντι στους εκάστοτε μουσαφιραίους έχουμε μάθει πως πρέπει να βγάζουμε τον καλύτερό μας χαρακτήρα. Τα χάλια μας τα κρατάμε για όταν «δεν βλέπει ο κόσμος».
Για να επιστρέψω πάντως στη συζήτηση, ήταν πρακτικά αδύνατον. Η συνομιλήτριά μου βλέπετε, γεννήθηκε το 1999. Οταν εγώ έμπαινα στο Πανεπιστήμιο, εκείνη έβγαινε από το μαιευτήριο. Σήμερα, 23 χρόνια μετά, η ίδια σπουδάζει και δουλεύει σερβιτόρα για να βγάλει 3 ευρώ την ώρα με πόδια πρησμένα απ’ την ορθοστασία και συκώτι πρησμένο από τον ανεκδιήγητο εργοδότη της. Στα δέκα της χρόνια, εκεί που αρχίζει κανείς να συνειδητοποιεί ποιος είναι, τι είναι, πώς ζούμε εμείς οι άνθρωποι, έσκασε η κρίση. Ο πατέρας έχασε τη δουλειά του νωρίς και έπειτα κύλησε σιγά-σιγά στην απραξία και στην κατάθλιψη. Τα έξοδα έτρεχαν και πολύ σύντομα το στεγαστικό δάνειο της οικογένειας κοκκίνισε. Μέσα στο σπίτι μας, μου είπε, μπορούσες να κόψεις το άγχος και τη θλίψη με το ψαλίδι. Τόσο πυκνό ήταν το σκοτάδι που ήρθε ξαφνικά και μας κατάπιε. Σκέφτηκα πως η περίπτωσή της δεν είναι εξαίρεση. Μια ολόκληρη γενιά που ενηλικιώνεται μέσα σε αλλεπάλληλες κρίσεις. Αναρωτιέμαι πώς νιώθουν αυτά τα παιδιά, οι νέοι πια κάθε φορά που μας ακούν να μιλάμε για επιστροφή στην κανονικότητα. Και ξέρετε δεν είναι μόνο πως δυσκολεύεσαι να τους μεταφέρεις το κλίμα μιας εποχής που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Είναι που νιώθεις και μια ενοχή προσπαθώντας. Γιατί έχουμε ζήσει πολύ ευκολότερα από τους σημερινούς εικοσάρηδες που τώρα με ευκολία τους κουνάμε το δάχτυλο. Τι είναι καλύτερο σήμερα, με ρώτησε αφοπλιστικά. Ηθελα να της πω πως ωριμάσαμε ως κοινωνία, πως μεταρρυθμιστήκαμε ως κράτος, πως χτίσαμε κάτι υγιές μέσα από τα συντρίμμια της κρίσης, πως πολίτες και πολιτικοί σοβαρευτήκαμε. Ψέματα. Ούτε καν, που λένε και τα πιτσιρίκια της γενιάς της.