«Δεν είχαμε καταλάβει τίποτα, ούτε είχαμε ειδοποιηθεί. Το μοιραίο πρωί βγήκα έξω στην αυλή και τότε άκουσα έναν θόρυβο, μια βοή. Ερχεται ένα κύμα, ρίχνει τη μεγάλη σιδερένια πόρτα και με πετάει 10 μέτρα μακριά στη μεσοτοιχία με τον γείτονα» διηγείται με γλαφυρό τρόπο ο κ. Μιχάλης Μάινας, ο οποίος το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 2017 είδε το σπίτι του στην οδό Κοροπούλη 9 στη Μάνδρα να κατακλύζεται από νερό και λάσπη. Ο ίδιος έμεινε πάνω από 3 ώρες με μοναδικό «σωσίβιο» ένα σχοινί που του πέταξε ο γιος του και ο γαμπρός του, ενώ έπαθε υποθερμία και έτρεμε ολόκληρος. «Στο μεταξύ είχε ανοίξει και η πόρτα του σαλονιού, ήταν η γυναίκα μου μόνη της και είχε εγκλωβιστεί μέσα στο νερό. Μία την πήγαινε στον πάτο, μία πάνω. Στο τέλος, κατάφερε να ανέβει στην οροφή των ντουλαπιών της κουζίνας και σώθηκε» λέει χαρακτηριστικά. Δυστυχώς, η έκβαση δεν ήταν το ίδιο θετική και για την ηλικιωμένη πεθερά του. «Ηταν στο κρεβάτι, μεγάλη γυναίκα. Δεν προλάβαμε να κάνουμε τίποτα».
«Ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Αντιπλημμυρικά έργα δεν έγιναν ποτέ. Πρόκειται για ένα διαχρονικό έγκλημα δημάρχων, περιφερειαρχών και κυβερνήσεων. Είχαν έτοιμα σχέδια και τα είχαν κλεισμένα στα συρτάρια» τονίζει ο κ. Μάινας. Οσον αφορά τις αποζημιώσεις, ο ίδιος επισημαίνει ότι ακόμη δεν έχει βγει απόφαση. «Είμαι 71 ετών και μπορεί να πεθάνω και να μη δω κάτι. Πολλές οικογένειες τα παράτησαν έτσι τα σπίτια, ακόμη με τις λάσπες. Εγώ με προσωπική δουλειά κατάφερα να το φτιάξω κάπως να μείνουμε μέσα».
Βέβαια, ο φόβος δεν θα φύγει ποτέ και με κάθε δυνατή βροχή η αγωνία επιστρέφει. «Τώρα με τις φωτιές, έτσι και γίνει καμιά δυνατή βροχή, θα πρέπει να πάρουμε βάρκες ή να φύγουμε. Εγώ έφτυσα αίμα για να χτίσω για τα παιδιά μου, διαφορετικά θα είχα φύγει και θα έλεγα άσ’ το να βουλιάξει. Θα ήταν καλύτερα αυτό παρά να φοβάμαι. Οταν βρέχει τη βγάζω στη βεράντα, αλλά όταν φοβάσαι και δεν μπορείς να κοιμηθείς τι να το κάνεις. Εργοστάσια, αποθήκες σουπερμάρκετ, το εργοτάξιο του δήμου, όλα είχαν χτιστεί μέσα σε ρέματα και στο τέλος την πλήρωσε ο κόσμος».