«Εχεις εκλογές τον Οκτώβριο. Πρέπει να τρέχεις πολύ, έτσι δεν είναι;» ρωτούν εσχάτως φίλοι και γνωστοί τον κ. Κώστα Μπακογιάννη. Η απάντηση μη αναμενόμενη: «Το εύκολο θα ήταν να πω «σας ευχαριστώ για την κατανόηση». Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν τρέχω, περισσότερο ή λιγότερο, απ’ όσο έτρεχα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Δεν είμαστε δημοτική αρχή του τελευταίου μήνα. Από την πρώτη μέρα, η ομάδα μου κι εγώ δουλεύουμε στις γειτονιές της Αθήνας, κοντά στους πολίτες, ακούγοντας, συζητώντας, έχοντας ως μόνιμο μέλημά μας την επίλυση των προβλημάτων των δημοτών» εξηγούσε τις προάλλες ο ίδιος προς «Το Βήμα».
Υποδέχτηκε την εφημερίδα στο γραφείο του, στο Δημαρχιακό Μέγαρο της πλατείας Κοτζιά, στις αρχές Αυγούστου. «Η Αθήνα αυτή τη στιγμή είναι μια πόλη σε μετάβαση, βγήκε κι αυτή τραυματισμένη από μια μακρά, επίπονη κρίση. Τώρα όμως επουλώνει τις πληγές της και μετασχηματίζεται» συνέχισε αισιόδοξος ο κ. Μπακογιάννης, ο οποίος διεκδικεί, «αρκούντως ήρεμος» όπως του επισημάναμε, την επανεκλογή του, τη δεύτερη θητεία του. «Επειδή αντιλαμβάνομαι τι υπονοείτε», έσπευσε να τονίσει με τη σειρά του, «η πιο ισχυρή αντιπολίτευση είναι τα ίδια τα προβλήματα της πόλης».
Πλην όμως «υπάρχει αντιπολίτευση, προφανέστατα, και υπάρχει και εκφράζεται, δεν μένει παρά να αποκτήσει τα πολιτικά της υποκείμενα». Ο κ. Μπακογιάννης δεν συμφωνεί (δημοσίως τουλάχιστον) με την ιδέα ότι τρέχει χαλαρός σε μια κούρσα του ενός, όσο κι αν η σημερινή αυτοδιοικητική συνθήκη στην πρωτεύουσα αντανακλά, σε πολύ μεγάλο, σχεδόν εκκωφαντικό βαθμό, την κεντρική πολιτική σκηνή. «Ασφαλώς δεν αρνούμαι πως, καλώς ή κακώς, ο Δήμος Αθηναίων είναι «πιο πολιτικός» σε σχέση με άλλους δήμους της Ελλάδας. Η πόλη αποτελεί το επίκεντρο ευρύτερων διεργασιών, κοινωνικών και οικονομικών. Νομίζω όμως ότι η διάσταση της τοπικότητας είναι πολύ έντονη στην Αθήνα και είναι σοβαρό λάθος να την παραβλέπουμε, χάνουμε ένα κρίσιμο κομμάτι της μεγάλης εικόνας. Η κάθε γειτονιά, ξέρετε, είναι ένας αυτόνομος μικρόκοσμος αληθινών ζωών, όπου η πραγματικότητα δεν έπεται αλλά προηγείται, απέναντι σε κάθε ιδεολογικό ή κομματικό πρόταγμα. Εχουμε δώσει μάχες στις γειτονιές, απέναντι σε μειοψηφίες οι οποίες προδήλως εχθρεύονται την πρόοδο και σε δυνάμεις που χτίζουν τις πορείες τους, ποντάροντας στις ήττες της Αθήνας».
Παρ’ όλα αυτά, «σε πείσμα κάθε οπισθοδρομικής νοοτροπίας», όπως εκτίμησε ο ίδιος, «η πόλη συνεχώς εξελίσσεται επειδή είναι ένας ζωντανός και ποικιλόμορφος οργανισμός». Αν υφίσταται ένα στοίχημα για την Αθήνα ετούτη τη δεκαετία, ποιο είναι αυτό; «Να είναι μια πόλη που ενώνει τους κατοίκους της. Μια πόλη που να αγκαλιάζει τους πάντες και να ευνοεί την ισότιμη συμμετοχή τους, ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, σεξουαλικής ταυτότητας, οικονομικής θέσης. Μια σύγχρονη, φιλελεύθερη, πλουραλιστική και κλιματικά ουδέτερη μητρόπολη της Ευρώπης».
Κύριε Μπακογιάννη, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ένα πολύ σύντομο ερώτημα: τι ακριβώς συμβαίνει στην Πανεπιστημίου;
«Προχωρά ένα έργο: η ανάπλαση ενός εμβληματικού δρόμου, που θέλουμε να λειτουργήσει ως πρότυπο και για την υπόλοιπη πόλη. Θέλουμε έναν δρόμο ανοιχτό, ευρωπαϊκό, φιλικό, κλιματικά αποδεκτό, έναν δρόμο για όλους και για όλες. Δεν είμαστε βέβαια ακόμη εκεί. Υπενθυμίζω ότι η Πανεπιστημίου δεν είχε καν ράμπες για ανθρώπους με αναπηρία, δεν είχε καν οδεύσεις τυφλών. Ο δρόμος ανασχεδιάστηκε με βάση τους νέους κανόνες της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας. Προβλέπονται λ.χ. 70 ψηλά πλατάνια και ψυχρά υλικά στα πεζοδρόμια. Να περπατάς και να μην καίγεσαι από την άσφαλτο, να μη σου κόβεται η αναπνοή».
Πάντως ο εκνευρισμός έξω είναι διάχυτος και μάλλον πρωτοφανής, κύριε δήμαρχε…
«Καταλαβαίνω, νιώθω κι εγώ την ενόχληση, τη σκόνη, την ταλαιπωρία. Εχουμε καθυστερήσει πάρα πολύ. Η Πανεπιστημίου, πέρα από την καθημερινή, πραγματική όχληση, πολλούς – καλοπροαίρετους – πληγώνει και θυμώνει. Αλλά ας μιλήσουμε καθαρά. Κάποιοι προσπαθούν να την αναδείξουν, υπερβολικά και άδικα, καθόλου αθώα, σε συνώνυμο ανικανότητας, προχειρότητας, ακόμη και υποτίμησης του πολίτη. Πολιτικά – το τονίζω, πολιτικά – σηκώνουν μια σημαία ευκαιρίας. Ας φύγουμε όμως από τις σκοπιμότητες. Η Αθήνα δεν περιορίζεται σε έναν δρόμο, και η Πανεπιστημίου δεν είναι ο καθρέφτης μας. Το έργο της δημοτικής αρχής έχει πολύ περισσότερα σημαντικά σε κάθε γειτονιά να αναδείξει. Η Ομόνοια, το Σύνταγμα, το Θέατρο Λυκαβηττού, τα νέα νηπιαγωγεία και δεκάδες άλλα έργα δυσκολότερα από την Πανεπιστημίου έγιναν, παραδόθηκαν και βελτίωσαν τη λειτουργία της πόλης. Και μην υποτιμάτε την προσπάθεια της «κλιματικοποίησης» που επιχειρούμε για πρώτη φορά. Ισορροπημένο δρόμο πάμε να φτιάξουμε από κάθε άποψη. Ισότιμη κυκλοφορία, υλικά, αισθητική, υπέδαφος, δίκτυα».
Η καθυστέρηση, εν προκειμένω, πού οφείλεται;
«Βασικά υποεκτιμήσαμε. Από τη γνωστή έλλειψη ευελιξίας των δημοσίων έργων, τη μεγάλη δική μας – και αδικαιολόγητη όπως αποδείχθηκε – πίεση να κάνουμε ανακοινώσεις προτού ολοκληρωθεί, έως κακούς υπολογισμούς στο τεχνικό μέρος. Κάναμε, πάθαμε, μάθαμε. Αυτό το λάθος δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Κοιτάξτε, μπορούμε να μιλάμε ώρες για την Πανεπιστημίου, αλλά εδώ υπάρχει, το είπα και το επαναλαμβάνω, μια «στενή ματιά» στην πόλη, μια έντονη υπερβολή. Εντάξει, το κέντρο είναι η βιτρίνα μας, αλλά η Αθήνα έχει 129 γειτονιές, όπου στην καθεμία έγιναν ή γίνονται έργα. Επανέρχομαι στην έννοια της τοπικότητας και της κλιματικοποίησης, στην προσπάθεια να αλλάξεις «από τα κάτω», να πας πιο κοντά στη ζωή, στην καθημερινότητα των πολιτών, να παρέμβεις στο κύτταρο, με αθόρυβα αλλά ουσιώδη έργα που δίνουν ορατότητα στους κατοίκους, βιωσιμότητα στη γειτονιά και φιλικό, ισορροπημένο οικοσύστημα. Η τοπικότητα και η κλιματική ουδετερότητα είναι οι οδηγοί, η ατμομηχανή της προσπάθειάς μας σε κάθε δράση και έργο».
Εκείνο το «από τα κάτω» ακούστηκε λίγο αριστερόστροφο… Πώς θα το προσδιορίζατε;
«Και να ήταν δεν θα με πείραζε καθόλου, αλλά για παράδειγμα όλη η Αμερική με έναν συνδυασμό επιτελικότητας και «από τα κάτω» δουλεύει. Εδώ και δεκαετίες, οι ιδέες της ανθεκτικότητας, της βιωσιμότητας, της αστικής ανάπλασης που κυριάρχησαν στον δυτικό κόσμο είχαν και έχουν στον πυρήνα τους αυτόν τον συνδυασμό. Αλλά και πιο απλά. Ο δήμαρχος εξασφαλίζει και διοικεί την καθημερινότητα: λακκούβες, κάδους, σκουπίδια, φωτισμό. Να συζητάμε το 2023 για δεξιούς κάδους και αριστερά LED είναι ό,τι πιο άχαρο… κι από το να συναιρούμε το δημοτικό έργο στην Πανεπιστημίου. Η Αθήνα είναι σήμερα πιο καθαρή, πιο φωτεινή και πιο πράσινη. Οχι όσο πράσινη χρειάζεται, εδώ θέλουμε νέες ιδέες, πιο καινοτόμες, πέρα από το αναγκαίο και απαραίτητο φύτεμα δέντρων. Εμείς έχουμε ήδη φυτέψει 7.000 δέντρα από την πρώτη μας θητεία. Ναι στη δενδροφύτευση και θα επιμείνουμε σε αυτήν, είναι όμως ανάγκη πλέον – και ο καύσωνας μας το θύμισε άσχημα – για μια κλιματικά ουδέτερη πόλη. Το έχω ξαναπεί, η «ρήτρα κλίματος» πρέπει να υπάρχει σε κάθε δράση και έργο μας. Μετρήσιμα και με σημαντικό βάρος».
Πιο ασφαλής είναι η Αθήνα εν έτει 2023;
«Παρά τα βήματα που έχουν γίνει, ξεκάθαρα σας απαντώ, έχουμε δρόμο μπροστά μας. Οπως μιλάμε για τις γειτονιές, πρέπει να μιλάμε και για τον αστυνομικό της γειτονιάς. «Αστυνόμευση από τα κάτω», τοπικότητα κι εδώ. Είναι αναγκαίο ένα νέο μοντέλο, να μάθουμε να δουλεύουμε συμπληρωματικά, η Τοπική Αυτοδιοίκηση στο επίπεδο της πρόληψης και η κεντρική κυβέρνηση στο επίπεδο της καταστολής. Εμείς, γενικότερα, γνωρίζουμε και τις υποχρεώσεις και τα όριά μας. Αλλά δεν έχει κάποιο νόημα λ.χ. να είναι σε συνεχή (ή και έκρυθμη) διαπραγμάτευση ο εκάστοτε δήμαρχος με τον εκάστοτε υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Τη λεγόμενη «κοινοτική αστυνόμευση» δεν την προκρίνουν πλέον μόνο οι εγκληματολόγοι, την επιζητά και η ίδια η ζωή».
Με τις προνοιακές δομές του δήμου, τι γίνεται;
«Σύνθετη κατάσταση.Εχειγίνει μια τεράστια προσπάθεια, τα τελευταία χρόνια, για τους αστέγους με νέες δομές και νέες υπηρεσίες που καθυστέρησαν πολλά χρόνια. Για πρώτη φορά, κάθε άστεγος στην πόλη έχει ένα κρεβάτι και μια αξιοπρεπή στέγη, εφόσον το επιθυμεί. Επίσης, μεταξύ άλλων, το πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι» έχει ουσιαστικά επανιδρυθεί. Πολλά θα μπορούσα να πω. Υστερούμε όμως ακόμη σε άλλα, σε σχέση με την Ευρώπη πάντοτε, στην καταπολέμηση των εξαρτήσεων, στον τομέα της ψυχικής υγείας. Σκέφτομαι τώρα και θεσμικά ζητήματα, «βαριά» και προσώρας «άλυτα». Για παράδειγμα, το πόσο αναχρονιστική είναι η νομοθεσία για τη χρήση ναρκωτικών ή τη σεξεργασία. Αυτές οι συζητήσεις πρέπει να ανοίξουν, δεν είναι δυνατόν να τα σπρώχνουμε όλα κάτω απ’ το χαλί, παγιδευμένοι στις μικροαστικές μας υποκρισίες».
Μια και λέμε για συζητήσεις που πρέπει επιτέλους να ανοίξουν, τι πρωτοβουλίες μπορεί να αναλάβει ο Δήμος Αθηναίων σχετικά με τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων;
«Το ρυθμιστικό πλαίσιο όχι μόνο λείπει αλλά έχει αργήσει πολύ. Το ζήτημα συνδέεται επίσης με τον τουρισμό και αν αφεθεί στην τύχη του, τότε θα παρατηρηθούν φαινόμενα διαλυτικά για την ίδια την κοινωνική συνοχή. Η βραχυχρόνια μίσθωση δεν με απασχολεί μόνο στην οικονομική της διάσταση (την αύξηση των ενοικίων δηλαδή, με ό,τι αυτό επιφέρει για τη μεσαία τάξη και τους νέους, οι οποίοι τίθενται ουσιαστικά εκτός της στεγαστικής αγοράς στην πόλη) αλλά και στην κοινωνική της διάσταση, επειδή απειλεί τον ανθρώπινο ιστό εντός της πολυκατοικίας. Οι κοινωνιολόγοι έχουν να πουν πολλά για αυτό. Πάντως, το ζήτημα πρέπει να επιλυθεί, όπως έχει συμβεί και αλλού στην Ευρώπη, σε επίπεδο πόλης και όχι σε επίπεδο κράτους. Αυτό είναι, άλλωστε, το πιο λογικό. Χρειαζόμαστε ένα δυναμικό εργαλείο που να διευθετεί την κατάσταση, διότι υπάρχουν περιοχές που έχουν ήδη κορεστεί και κάποιες άλλες που μάλλον θα καλωσόριζαν τη βραχυχρόνια μίσθωση. Χρειαζόμαστε, δηλαδή, ένα θεσμικό πλαίσιο ευέλικτο και σε καμία περίπτωση οριζόντιο».
Κάτι τελευταίο, κύριε Μπακογιάννη. Νεοναζισμός και φασισμός και Ακροδεξιά. Παρατηρούμε ξανά μια δυσοίωνη κινητικότητα. Τι λέτε;
«Το μαύρο δεν ταιριάζει στην Αθήνα. Απλά, σταράτα και ξεκάθαρα. Οφείλουμε να έχουμε ένα μέτωπο, πέρα και πάνω από παρατάξεις και ιδεολογίες, πέρα και πάνω από εγωισμούς, ενάντια στη βία και στο μίσος, ενάντια στο μαύρο. Και μέχρι στιγμής το καταφέραμε. Καταφέραμε, όλοι μαζί, στο Δημοτικό Συμβούλιο που τώρα κλείνει τον κύκλο του, να είμαστε ενωμένοι, κάθετοι, ασυμβίβαστοι ως προς αυτό. Οι κάλπες δεν είναι πλυντήρια, οι εκλογές δεν μπορούν να είναι το ξέπλυμα των ναζιστών και των φασιστών. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στον δημόσιο λόγο που αρθρώνουμε. Από την άλλη μεριά, ένας τρόπος για να τους αποδυναμώσουμε είναι βελτιώνοντας τη ζωή και την καθημερινότητα των συνανθρώπων μας εκεί έξω. Κι εδώ τοπικότητα λοιπόν. Γειτονιά-γειτονιά, συμπεριληπτικότητα και προστασία των αδυνάμων. Οπου λύνεις προβλήματα, το μαύρο εξαφανίζεται».