Ως η αρχή μιας νέας περιόδου στο γεωπολιτικό παίγνιο της ΝΑ Ευρώπης και της Μεσογείου και πάντως επ’ ουδενί ως μια οριστική διευθέτηση της ελληνοτουρκικής σχέσης αξιολογούνται οι ταυτόχρονες εξοπλιστικές συμφωνίες της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης με τις ΗΠΑ για την προμήθεια μαχητικών F-35 και φρεγατών αφενός και μαχητικών F-16 αφετέρου.

Η στρατηγική  επιλογή

Από την κυβέρνηση αυτές οι συμφωνίες αντιμετωπίζονται ως μια επισφράγιση της στρατηγικής επιλογής των τελευταίων ετών για ουσιαστική πρόσδεση στο άρμα των ΗΠΑ. Κάτι που όμως εκδηλώνεται πλέον και μέσω του νέου δόγματος το οποίο εμφανίζεται να έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση για ενεργότερη στρατιωτική συμμετοχή σε συμμαχικές επιχειρήσεις της Δύσης και του ΝΑΤΟ, με αρχή τις «Ασπίδες», για την επιτήρηση και φύλαξη των θαλασσίων περασμάτων απέναντι στη δράση των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Παράλληλα όμως η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει έναν πιο ενεργό ρόλο σε αυτό το πεδίο για μία σειρά λόγους. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι:

Η έμπρακτη επίδειξη της διάθεσης για πιο ουσιαστική παρουσία στους σχεδιασμούς και τις δράσεις των συμμαχικών οργανισμών, ειδικά λόγω και του εκ των πραγμάτων αναβαθμισμένου στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας.

Η ανάδειξη της παραμέτρου της ελληνικής ναυτιλίας και της δέσμευσης της χώρας στην προάσπιση του ρόλου και της βαρύτητάς της ως προς την ομαλή διενέργεια του παγκόσμιου εμπορίου και

Η πραγματική ανησυχία για τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα έχει η διακοπή των θαλάσσιων μεταφορών και εμπορικών συναλλαγών μέσω της διώρυγας του Σουέζ στην άνοδο του κόστους και τις εκρηκτικές αυξήσεις των τιμών των εμπορευμάτων και των καυσίμων.

Οι κρίσιμες λεπτομέρειες

Ωστόσο, διπλωματικές πηγές και στρατιωτικοί αναλυτές εφιστούν την προσοχή σε κάποια στοιχεία. Μεταξύ των άλλων επισημαίνουν ότι η αναβαθμισμένη ελληνοαμερικανική συνεργασία δεν εξελίσσεται ούτε ερήμην ούτε και σε βάρος της Τουρκίας. Και σημειώνουν ως προς αυτό ότι σχεδόν αμέσως αναθερμάνθηκε και η συζήτηση για την προμήθεια F-35 και από την Τουρκία. Αξιολογούν υπό αυτό το πρίσμα οι ίδιες πηγές το στοιχείο ότι η αμερικανοτουρκική ένταση των προηγούμενων μηνών έχει υποχωρήσει σε αξιοσημείωτο βαθμό, καθώς και ότι ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν πρόκειται στο αμέσως προσεχές διάστημα να έχει συναντήσεις με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν καθώς και με τον πρόεδρο της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι.

Η ελληνική κυβέρνηση κατά προφανή, αναμενόμενο και, μέχρις ενός σημείου, θεμιτό τρόπο προβάλλει την αναβαθμισμένη στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ ως επίτευγμα και επιστέγασμα μιας πολιτικής που χαράχτηκε και υπηρετήθηκε πιστά τα προηγούμενα χρόνια.

Παρά ταύτα, στην Ουάσιγκτον και σε άλλες δυτικές πρωτεύουσες δεν υποβαθμίζεται μια άλλη παράμετρος. Αυτή εντοπίζεται στη νέα φάση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, η οποία έχει περάσει σε ένα πολύ διαφορετικό στάδιο από εκείνο της έντασης και της όξυνσης των προηγούμενων μηνών και ειδικά στις πρώτες φάσεις του νέου αραβοϊσραηλινού πολέμου.