«Χρειάστηκε μια σειρά του Netflix για να έρθει στο φως η ιστορία αλλά και να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το τουρκικό μελόδραμα» έγραψαν προσφάτως οι «Times» της Νέας Υόρκης για την τουρκική σειρά «The Club» που έχει κάνει παγκοσμίως θραύση ξεφεύγοντας από τη φόρμα της τηλεοπτικής σαπουνόπερας της γειτονικής χώρας.
Με φόντο την κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη της δεκαετίας του 1950, μια λαμπερή εποχή όπου η οικονομία της περιοχής ανθούσε κυρίως από έλληνες και εβραίους εμπόρους, η σειρά έχοντας ως άξονα την τραυματισμένη σχέση μιας εβραίας πρώην αριστοκράτισσας με την κόρη της εξαιτίας ενός σημαντικού μυστικού, θα γίνει ο ραγισμένος καθρέφτης της σύγχρονης τουρκικής Ιστορίας βγάζοντας τα άπλυτα της γειτονικής χώρας στη φόρα.
Γιατί όλα θα αλλάξουν εξαιτίας των «Σεπτεμβριανών» του 1955, του οργανωμένου πογκρόμ που διέλυσε βίαια τις κοινότητες των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Εβραίων και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων. Εν ολίγοις, παρά τον σκοταδισμό στον οποίο υποτίθεται ότι ακόμα και σήμερα βρίσκεται βυθισμένη η Τουρκία (ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να πιστεύουν πολλοί έλληνες εθνικιστές), να μια πέρα για πέρα μοντέρνα σειρά ιστορικού περιεχομένου που τα λέει «έξω από τα δόντια», που δεν φοβάται να παρουσιάσει τη γυναίκα χωρίς μαντήλα (κομψή, καλοντυμένη, πολύγλωσση, απελευθερωμένη), που τολμά να κάνει υπόγειες αναφορές στα ήθη της εποχής στην Κωνσταντινούπολη (οι οποίες ενδεχομένως αγγίζουν τη σύγχρονη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα) και που κοιτάζει κατάματα ένα επί δεκαετίες πολιτικό ζήτημα-ταμπού στην Τουρκία, τα εγκλήματα των «Σεπτεμβριανών».
Αναρωτιέται κανείς ποια είναι η τελευταία φορά που μια ελληνική σειρά ή μια ελληνική ταινία κατάφερε να γίνει παγκόσμιο θέμα συνδυάζοντας το ανθρώπινο στοιχείο με την πολιτική και την Ιστορία της Ελλάδας, είτε σε σχέση με την Τουρκία είτε όχι. Στην καλύτερη περίπτωση, έχουμε την «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα» (2003) του Τάσου Μπουλμέτη με τον διωγμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της οποίας όμως η τεράστια επιτυχία περιορίστηκε εντός ελληνικών συνόρων. Ή την τραγωδία της Σμύρνης στην πρόσφατη «Σμύρνη μου αγαπημένη» (2021) του Γρηγόρη Καραντινάκη που και πάλι γεύτηκε την επιτυχία αποκλειστικά στα ελληνικά ταμεία χωρίς να κάνει καμία αίσθηση στο εξωτερικό.
Από εκεί και πέρα θα βρούμε χλιαρές ιστορικές ταινίες, όπως η μεταφορά του μπεστ σέλερ του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ουζερί Τσιτσάνης» στον κινηματογράφο το 2015 από τον Μανούσο Μανουσάκη, ο οποίος περισσότερο «χάιδεψε» παρά άγγιξε τα εγκλήματα κατά των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αν θέλουμε λοιπόν να κοιτάξουμε την αλήθεια κατά πρόσωπο θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι Τούρκοι μάς έχουν βάλει τα γυαλιά. Ακόμα και στην παραδοσιακή «λαϊκή» σαπουνόπερα (να θυμίσω την εποχή που ο κόσμος κλεινόταν στα σπίτια του για να δει στην τηλεόραση τον «Σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή», τη «Φατμαγκιούλ» και τα «Σύνορα της αγάπης») όπως και στη «σκληροπυρηνική» art house ταινία, οι Τούρκοι βρίσκονται πολύ μπροστά μας. Τρανά παραδείγματα οι διακεκριμένες σε διεθνή φεστιβάλ ταινίες του Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν («Κλίματα αγάπης», «Οι τρεις πίθηκοι», «Κάποτε στην Ανατολία», «Χειμερία νάρκη»), οι ταινίες του Σεμίχ Καπλάνογλου (τριλογία «Μέλι», «Γάλα», «Αυγό»), ή και νεότερων σκηνοθετών όπως η Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν που μίλησε δυναμικά για τα δικαιώματα της σύγχρονης Τουρκάλας στις «Ατίθασες» (Mustang, 2015).