Στο µικρό λιµανάκι, στο σεµνό λιµάνι του Νότου, η ζωή ξεκινάει νωρίς. Στον µικρό του µόλο, πριν το αχνό φως του ήλιου φανεί, η κίνηση πυκνώνει, είναι όλοι εκεί, στη συνάντηση την καθηµερινή. Αθόρυβοι στην πρωινή σιωπή. Ανταλλάσσουν χαµηλόφωνους χαιρετισµούς, µπαίνουν µε προσοχή στα καΐκια τους, έτοιµοι για την έξοδο. Μικρή τακτοποίηση, πρόχειρος έλεγχος, ζέσταµα της µηχανής, στο τιµόνι, σύντοµη περισυλλογή σαν προσευχή και πλώρη για ανοιχτά.
Στο πέλαγος. Εχουν από το βράδυ απλώσει τα παραγάδια τους, έχουν ρίξει τα δίχτυα τους. Θα βρουν εύκολα τις σημαδούρες και τα καλαδούρια. Μοιάζει με προορισμό. Δεν είναι. Είναι αφορμή. Είναι πρόσχημα. Ο προορισμός είναι η θάλασσα. Ο ανέγγιχτος ορίζοντας. Να βρεθούν στη αγκαλιά της, να συναντηθούν με την αλμύρα της, εκεί που η σχέση μαζί της δεν έχει ανάγκη από ενδιάμεσο λειτουργό.
Τον Αύγουστο, που στον μικρό τόπο μας παλιοί παιδικοί φίλοι θα ξαναβρεθούν μετά από έναν χρόνο, στο λιμάνι, συντελείται η μυστηριακή ανάμειξη των ψαράδων. Επαγγελματίες και ερασιτέχνες γίνονται ένα, μια παρέα καλοκαιρινή, σε δεσμό θαυμαστό, σαν κάποιοι να μην έφυγαν ποτέ, σαν να ήταν εκεί καθημερινά στον μώλο, όπως ψάρευαν μικροί και αμέριμνοι κολυμπούσαν.
Είναι οι θαλασσινοί του Αυγούστου. Ολοι μεταμορφωμένοι προσωρινά από το πάθος της. Κάθε τι θα ξεχαστεί. Μόνο η θάλασσα, λέει ο ποιητής. Τον πρόλαβαν οι θαλασσινοί του Αυγούστου. Στις παρέες τους, όποια ώρα της ημέρας και αν η συνάντησή τους συμβεί, ακούς παράδοξα πράγματα. Στο καλοφαγείο «Ο Μπάμπης», στην ανεμοδαρμένη ταβέρνα «στη Βασίλω», στο «Ουζερί» στο κύμα, η παρέα είναι πάντα η ίδια. Το θέμα ένα: η θάλασσα.
Αν σταθείς σε μια άκρη, σαν αόρατος ακροατής, αν δεν είσαι υποψιασμένος, θα μείνεις άφωνος από τις διηγήσεις. Ολοι τους, ο ένας μετά τον άλλον, ιστορούν αλλόκοτα πράγματα που έζησαν στα βαθιά. Χωρίς όριο στη φαντασία, χωρίς ανθρώπινο μέτρο, η θάλασσα γίνεται τόπος μυστηριακός. Ολοι γνωρίζουν την υπερβολή, όλοι μετέχουν στη φαντασία. Ανθρωποι που θα είχαν πολλά να πουν για την πραγματική ζωή τους δεν αφήνουν χώρο, δεν επιτρέπουν ρωγμή σε αυτές τις στιγμές της συνάντησής τους για τίποτα μη θαλασσινό. Δεν γιατρεύεται αυτό το πάθος.
Κάθε φορά που βρίσκομαι ανάμεσά τους – αιώνια παραδομένος κι εγώ – τους παρατηρώ και τους μελετάω, ψάχνοντας μια απάντηση σε αυτή την αφοσίωση. Χρόνια τώρα η ίδια απορία. Και εκεί που μπορεί απαντήσεις να δοθούν, κερδίζει η γοητεία του μυστηρίου, της έκτασης και του βυθού της, της ήσυχης θάλασσας και της ταραγμένης, της ανεκπλήρωτης πάντα προσδοκίας των πλούσιων αγαθών της. Δεν χρειάζονται απαντήσεις. Θα τις διαψεύσει με το πρώτο κύμα της.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.