Το 2024, παραδόξως για τα συνήθη ελληνικά ήθη, προβάλλει οικονομικά βαρετό και πολιτικά σταθερό, πέραν πάσης προσδοκίας. Τραπεζίτες και επιχειρηματίες που παρακολουθούν συστηματικά τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα θεωρούν τις τρέχουσες εγχώριες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες σταθεροποιημένες, εν πολλοίς προδιαγεγραμμένες και σε κάθε περίπτωση πολύ μακριά από τον κύκλο αστάθειας και αβεβαιότητας που διαρκώς συνόδευε και βασάνιζε την Ελλάδα και τους πολίτες της καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.
Απρόβλεπτες οι επιπτώσεις της γεωπολιτικής αστάθειας
Οι όποιες αβεβαιότητες πηγάζουν κυρίως από τις επικρατούσες διεθνώς συνθήκες γεωπολιτικής αστάθειας, οι οποίες είναι ευθέως συνδεδεμένες με τα ενεργά πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής, τη γενικευμένη ατμόσφαιρα ανταγωνισμού ισχύος που επικρατεί μεταξύ των ισχυρότερων κρατών του πλανήτη και τις πολλές κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις – περίπου 40 –, οι οποίες θα διεξαχθούν το 2024 και φαντάζουν ικανές να φέρουν ανατροπές και αναστατώσεις.
Ιδιαιτέρως οι εκλογές στις ΗΠΑ είναι πιθανόν, στην περίπτωση που επαναφέρουν τον Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη, να επηρεάσουν πολλαπλώς τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Εκτιμάται ότι οι αγορές θα αρχίσουν από το προσεχές καλοκαίρι να προεξοφλούν και να αποτιμούν το ενδεχόμενο αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του προσεχούς Νοεμβρίου.
Τι (δεν) αλλάζει στην οικονομική πολιτική
Σε αυτό το περίπλοκο και ασταθές διεθνές περιβάλλον το εσωτερικό μέτωπο μοιάζει αδιατάρακτο. Η οικονομική πολιτική είναι σαφής και συγκεκριμένη, δεν κρύβει πολλές εκπλήξεις. Ο προϋπολογισμός του 2024 επιμένει στη γραμμή της δημοσιονομικής σταθερότητας, ο στόχος της αύξησης των εσόδων και ο έλεγχος των δαπανών παραμένει σταθερός, η επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων όπως και η απομείωση του δημόσιου χρέους αποτελούν κεντρικές επιλογές. Κατά συνέπεια δεν πρέπει να αναμένονται μειώσεις των φορολογικών συντελεστών ή εκτίναξη των δαπανών. Εχει ενδιαφέρον ωστόσο το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την προσδοκώμενη επαύξηση των επενδύσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, και βεβαίως από τη διατήρηση ισχυρού τουριστικού ρεύματος, σε επίπεδα μάλιστα υψηλότερα του 2023, όπως προδικάζουν οι προκρατήσεις και οι προγνώσεις των μεγάλων διεθνών τουριστικών οργανισμών.
Οικονομικοί αναλυτές και τραπεζίτες υπολογίζουν ότι το 2024 μπορούν να ενεργοποιηθούν επενδύσεις ύψους 20 δισ. ευρώ, υποστηριζόμενες τόσο από το Ταμείο Ανάκαμψης όσο και από τα διαρθρωτικά ευρωπαϊκά ταμεία. Επίσης κατά κοινή πεποίθηση στις αρχές Απριλίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα δώσει τα πρώτα σήματα απομείωσης των επιτοκίων, τα οποία πιθανώς να αρχίσουν να υποχωρούν από την αρχή του καλοκαιριού και αναμένεται να προσεγγίσουν τη ζώνη του 3% στο τέλος του 2024.
Επιπλέον θετική αναμένεται η επίδραση πλήθους εξαγορών, συγχωνεύσεων και συνεταιρισμών που εκτιμάται ότι θα εξελιχθεί στην τρέχουσα χρονιά. Στις τράπεζες αναμένουν πάμπολλες επιχειρηματικές ενώσεις και συνεργασίες σε όλους τους κλάδους, ικανές να διαμορφώσουν προϋποθέσεις αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Ακόμη και μεταξύ αντιτιθέμενων μέχρι πρότινος ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι χωρίς εγχώριες και διεθνείς συνεργασίες δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν επαρκώς και να διεκπεραιωθούν με τη δέουσα ταχύτητα μεγάλα και κρίσιμα κατασκευαστικά έργα. Στη βάση των παραπάνω ο ρυθμός ανάπτυξης θα διατηρηθεί υψηλός, σε σημαντική απόσταση από τον αναμενόμενο ισχνό, στα όρια της ύφεσης, μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Η δύσκολη εξίσωση της ακρίβειας
Σε αυτό το αδιατάρακτο, υπό τον όρο ότι δεν θα υπάρξουν απρόοπτα και εντάσεις στη ζώνη της γεωπολιτικής, μόνο η ζώνη του πληθωρισμού και των αμοιβών παραμένει επισφαλής και αβέβαιη. Η ακρίβεια επιμένει αντανακλώντας κυρίως διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Ο ανταγωνισμός δεν είναι επαρκής, τα καρτέλ μεσουρανούν, το λιανεμπόριο είναι υπερτροφικό και ακριβό, η παραοικονομία, η φοροδιαφυγή και η κερδοσκοπία επίσης ανθούν, καθιστώντας τη μάχη κατά του πληθωρισμού δύσκολη.
Στη βάση των παραπάνω η αύξηση των αμοιβών αποκτά εξαιρετική σημασία. Η αλήθεια είναι ότι από το 2021 και εντεύθεν οι μισθοί και εν γένει οι αμοιβές, ιδιαιτέρως στον ιδιωτικό τομέα, άρχισαν να αυξάνονται. Οι επικρατήσασες μετά την πανδημία τάσεις στην αγορά εργασίας, το φαινόμενο της μεγάλης παραίτησης και η απροθυμία πολλών να επανέλθουν στην προηγούμενη εργασία τους, σε συνδυασμό με την επαύξηση και αναγέννηση πολλών δραστηριοτήτων, επέβαλαν αυξήσεις στις αμοιβές. Εκτιμάται ότι οι αυξήσεις αμοιβών του 2022, του 2023 και αυτές του 2024 θα καλύψουν κατά μέσο όρο σχεδόν το 75% του πληθωριστικού κύματος της προηγούμενης τριετίας. Το 2024 αναμένεται να αυξηθούν μεταξύ 5% και 6% και να υπερκαλύψουν την τρέχουσα αύξηση του πληθωρισμού.
Οι μισθοί στο νέο τοπίο της αγοράς
Ωστόσο και στο θέμα των αμοιβών καταγράφονται ενδιαφέρουσες διαφοροποιήσεις. Παλαιότερα οι διαφορές στις αμοιβές πήγαζαν κυρίως από τη θέση του κάθε εργαζομένου στην εταιρική πυραμίδα. Κατά βάση οι υψηλότερες πήγαζαν από τη θέση. Πλέον αυτή η αρχή αμφισβητείται από τις δεξιότητες που μπορεί να διαθέτει ένας εργαζόμενος. Εργαζόμενοι στον ίδιο χώρο πιθανόν πλέον να αμείβονται πολύ διαφορετικά. Οσο περισσότερες και πιο απαιτητικές οι διαθέσιμες δεξιότητες τόσο ισχυρότερη και η διαπραγματευτική ικανότητα. Προγραμματιστές, ειδικευμένοι στις νέες τεχνολογίες, στις καινούργιες ειδικότητες της τεχνητής νοημοσύνης, στη διαχείριση αυτοματισμών και σύνθετων βιομηχανικών εργασιών, ηλεκτρολόγοι, χημικοί μηχανικοί, χειριστές μεγάλων βιομηχανικών οχημάτων, οδηγοί φορτηγών, λεωφορείων και άλλοι απολαμβάνουν πολύ καλύτερες αμοιβές και διεκδικούν αυξήσεις υψηλότερες του μέσου όρου. Αλλά και τομείς όπως των κατασκευών, του λιανεμπορίου, των νοσοκομείων, του τουρισμού, των ξενοδοχείων και της εστίασης αναγκάζονται να προσφέρουν καλύτερες αμοιβές προκειμένου να καλύψουν τη χαμηλή προσφορά εργασίας και την παρατηρούμενη έντονη κινητικότητα των εργαζομένων. Είναι αυτή μια άλλη συνθήκη που επιδρά πολλαπλώς στις οικονομικές εξελίξεις, ευνοώντας κυρίως την κατανάλωση, η οποία ευθέως επηρεάζεται από την αύξηση των εισοδημάτων.
Σταθερότητα στην εποχή των social media
Αλλά αν οι οικονομικές συνθήκες φαντάζουν ευνοϊκές, οι πολιτικές μοιάζουν απολύτως σταθερές. Οπως σημείωνε χαριτολογώντας επιφανής οικονομικός παράγων, «η Ελλάδα έχει κατακτήσει επίπεδα πολιτικής σταθερότητας που δεν αντέχει». Η νεοδημοκρατική υπεροχή θεωρείται αδιαμφισβήτητη στην αυγή του 2024 και μόνο αν καταγραφούν μη αναμενόμενες επί του παρόντος ανατροπές στις ευρωεκλογές του Ιουνίου θα υπάρξουν προϋποθέσεις πολιτικής αστάθειας. Είναι από τις σπάνιες φορές που ένα κατά βάση συστημικό πολυσυλλεκτικό κόμμα καταφέρνει να διατηρεί την εκλογική του επιρροή αλώβητη, παρότι βρίσκεται στον πέμπτο χρόνο συνεχούς διακυβέρνησης. Το ερώτημα που τίθεται είναι για πόσο. Και αυτό επειδή στις παρούσες συνθήκες η πολυσυλλεκτικότητα των κομμάτων έχει διαβρωθεί από το πλήθος των σχημάτων που διεκδικούν τη θέση τους στο Κοινοβούλιο και επειδή ταυτοτικά θέματα και δοξασίες έχουν εξασφαλίσει περιβάλλον επαφής και δυναμικής επικοινωνίας μέσω των social media.
Στις προηγούμενες δεκαετίες σχήματα αντιεμβολιαστών, συνωμοσιολόγων, παραδοξολόγων, παλαιοημερολογιτών και ακροδεξιών αμφισβητιών της δημοκρατικής τάξης και ομαλότητας δεν θα είχαν καμία τύχη πολιτικής εκπροσώπησης. Σε τούτους τους καιρούς κοινωνικών δικτύων, ωστόσο, έχουν ευκαιρίες προπαγάνδας και διάδοσης των αυταρχικών, αναχρονιστικών, συνωμοσιολογικών και εν πολλοίς αντιδημοκρατικών απόψεών τους, απειλώντας τους πάντες και τα πάντα. Μένει να αποδειχθεί αν αυτό το κύμα ανορθολογισμού θα καταφέρει να διαταράξει την έστω μονοδρομική νεοδημοκρατική επικράτηση και σταθερότητα…