Μετά από τόσες καταθέσεις μαρτύρων στην προανακριτική επιτροπή της Βουλής, η «υπόθεση Ρασπούτιν» έφτασε σε κρίσιμο σημείο.

Τι έχει προκύψει έως τώρα;

Πρώτον, ότι ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης ανακατευόταν απροκάλυπτα σε δικαστικές υποθέσεις προσπαθώντας να χειραγωγήσει τον χειρισμό τους.

Οχι μόνο στην υπόθεση Novartis – όπως σαφώς προκύπτει από τη συμμετοχή του σε σύσκεψη με τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου στις 5.2.2018, από τις δηλώσεις του που ακολούθησαν τη σύσκεψη, από την κατάθεση Αγγελή και την κατάθεση Ράικου.

Αλλά και στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ (κατάθεση Αθανασίου) και στην υπόθεση Βγενόπουλου (κατάθεση Τσατάνη). Θα ακολουθήσει και η υπόθεση Μιωνή.

Την εμπλοκή του σε αυτές τις υποθέσεις έχει ομολογήσει και ο ίδιος με δηλώσεις του. Κάνει εντύπωση δε ότι το θεωρούσε σχεδόν δικαίωμά του!

Ηταν μια δραστηριότητα σαφώς έξω από τις υπουργικές του αρμοδιότητες. Κατά κυριολεξία μια δραστηριότητα παραδικαστική.

Δεύτερον, ότι στη δραστηριότητα αυτή ο Παπαγγελόπουλος συνεργαζόταν με δικαστικούς παράγοντες (με επίκεντρο την Εισαγγελία Διαφθοράς) και χρησιμοποιούσε ένα εκδοτικό/δημοσιογραφικό προσωπικό (στις καταθέσεις των μαρτύρων έχουν κατονομαστεί οι Βαξεβάνης, Φιλιππάκης και Παπαδάκου).

Το «κύκλωμα Ρασπούτιν» κατηγορείται ότι έστηνε δημοσιεύματα, διακινούσε καταγγελίες, εκφόβιζε όσους δεν αποδέχονταν τη χειραγώγηση του πρώην αναπληρωτή υπουργού, κατασκεύαζε ακόμη και στοιχεία εναντίον των στόχων του ή όσων θεωρούσε αντιπάλους του.

Προφανώς η διερεύνηση του κυκλώματος θα συνεχιστεί. Παράλληλα άλλωστε (αν και με πολύ πιο αργούς ρυθμούς…) διεξάγεται και έρευνα από τον Αρειο Πάγο.

Το βέβαιο είναι ότι σε αυτό το επίπεδο το παραδικαστικό κύκλωμα αρχίζει και παίρνει χαρακτηριστικά κανονικού παρακράτους.

Τρίτον, σε πρώτη ανάγνωση το παρακράτος αυτό λειτουργούσε με πολιτικούς στόχους. «Θα κερδίσουμε τις εκλογές αν βάλουμε κάποιους φυλακή» διακήρυξε απροκάλυπτα το ζητούμενο ο Π. Πολάκης (17.10.2018).

Εξ ου και παραπέμφθηκαν δέκα πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης με τη γνωστή συνέχεια.

Αλλά δεν νομίζω ότι οι εμπλεκόμενοι στο κύκλωμα είχαν πρόβλημα να βγάλουν και κανένα μεροκάματο.

Αν δεχθούμε ότι η λίστα Λαγκάρντ είχε κάποια πολιτική απόχρωση λόγω εκλογικής συγκυρίας (Σεπτέμβριος 2015) και του Στ. Παπασταύρου, στενού συνεργάτη του Αντ. Σαμαρά, καμία πολιτική διάσταση δεν είχε η υπόθεση Βγενόπουλου που συγκέντρωσε το παθιασμένο ενδιαφέρον του Παπαγγελόπουλου και των ανθρώπων του.

Είναι το μεροκάματο, που λέγαμε… Το είχε καταγγείλει άλλωστε κι ο ίδιος ο μακαρίτης Βγενόπουλος εκείνη την εποχή.

Τα «έως τώρα» δείχνουν και τη συνέχεια. Παράγοντες της προανακριτικής επιτροπής θεωρούν ότι τα στοιχεία κατά του Παπαγγελόπουλου είναι συντριπτικά και ότι η παραπομπή του πρέπει να θεωρείται «δεμένη» και υπεράνω κάθε αμφισβήτησης.

Απομένει να δούμε ποιοι άλλοι θα τον ακολουθήσουν στο εδώλιο και πού θα φτάσει η κάθαρση στην πολιτική, στη Δικαιοσύνη και στη δημοσιογραφία.

Η Προανακριτική προβλέπεται να ολοκληρωθεί εντός του Μαρτίου. Το ζητούμενο είναι πότε θα ολοκληρωθεί η παράλληλη έρευνα του Αρείου Πάγου που κινείται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς.

Ηδη κάποιοι θεωρούν ότι διάφορες διασυνδέσεις του «κυκλώματος Ρασπούτιν» που επιζούν στο δικαστικό σώμα προσπαθούν να παρεμποδίσουν ή να καθυστερήσουν τις εξελίξεις. Δεν θα είναι εύκολο.

Τότε όμως θα προκύψει και το ουσιώδες ερώτημα. Ενα ολόκληρο παρακράτος λειτουργούσε ερήμην και εν αγνοία της τότε νόμιμης κυβέρνησης; Κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα και κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι; Πώς συνέβαιναν όλα αυτά;

Προφανώς κανείς δεν μπορεί (ακόμη) να γνωρίζει την απάντηση. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι σκιές θα τεθούν στο τραπέζι. Με σαφήνεια. Και επιμονή.

Ούτως η άλλως η χώρα αντιμετωπίζει όχι έναν ανισόρροπο ή μανιακό πρώην δικαστικό αλλά ένα παρακρατικό κύκλωμα για πρώτη φορά από το 1974.

Η καταστολή του δεν είναι μόνο θέμα δικαιοσύνης. Αλλά και δημοκρατίας.

«Μήτηρ μαθήσεως»
Μιλώντας για το Μεταναστευτικό, ο Πρωθυπουργός δήλωσε την περασμένη Τετάρτη ότι θα αποσυμφορηθούν τα νησιά, θα φυλάσσονται τα σύνορα και θα μπει τάξη στις ΜΚΟ.
Ελπίζω η επανάληψη να αποδειχθεί «μήτηρ μαθήσεως».
Διότι δεν νομίζω ότι περίμενε κανείς να γίνει ο Μητσοτάκης Πρωθυπουργός για να καταλάβουμε ότι πρέπει να αποσυμφορηθούν τα νησιά, να φυλάσσονται τα σύνορα και να μπει τάξη στις ΜΚΟ.
Το ερώτημα ήταν πάντα ποιος θα αποσυμφορήσει τα νησιά, ποιος θα φυλάξει τα σύνορα και ποιος θα βάλει σε τάξη τις ΜΚΟ.
Και η απάντηση είναι αυτονόητα δεδομένη: η κυβέρνηση. Που παρεμπιπτόντως έχει Πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη.

Η άρνηση της ήττας

Η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ έχει καταφανώς ξεφύγει. Κι αυτό είναι αρνητικό όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά για κάθε άνθρωπο (όπως ο γράφων) που προσβλέπει στην ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Πολύ φοβούμαι όμως ότι το πρόβλημα δεν είναι εύκολο να λυθεί. Για τρεις λόγους που αλληλοσυνδέονται.

Πρώτον, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα ηττημένο πολιτικό ρεύμα. Και η ήττα δεν είναι ποτέ καλός σύμβουλος.

Δεύτερον, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ βιώνει μια παρατεταμένη άρνηση πραγματικότητας ξεκινώντας από την ίδια την ήττα.

Τρίτον, επειδή για ανεξήγητους λόγους ο ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε ένα θέμα που παραδοσιακά διχάζει το εσωτερικό κάθε κόμματος: το ζήτημα της φυσιογνωμίας του.  

Το καθένα από μόνο του θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Και τα τρία μαζί όμως συγκροτούν τοξικό μείγμα. Καταλήγουμε δηλαδή σε ένα κόμμα που αναζητεί τη φυσιογνωμία του με διάθεση άρνησης της πραγματικότητας και σε συνθήκες ήττας – καλό κουράγιο!

Στη βάση του αδιεξόδου υπάρχει μια θεμελιώδης παρανόηση.

Σχεδόν σαν αμυντικό ανακλαστικό και με τη δικαιολογία ενός εκλογικού ποσοστού καλύτερου από εκείνο που φοβόντουσαν αρπάχτηκαν μόνοι τους από το αποτέλεσμα των εκλογών. Και διακήρυξαν περίπου ότι δεν έχασαν.

Σε σημείο που αν ακούσεις εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ σε καθημερινή βάση αναρωτιέσαι τι συμβαίνει και στο Μέγαρο Μαξίμου είναι το γραφείο του Μητσοτάκη και όχι του Τσίπρα. Οι εκλογές θεωρούνται μη γενόμενες!

Αντιλαμβάνομαι φυσικά την ανάγκη ψυχολογικής στήριξης των ηττημένων. Και ο Ζαχαριάδης μιλούσε για «όπλο παρά πόδα». Αλλά η ψυχολογία δεν μπορεί να προέχει της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Ακόμη περισσότερο όταν κάθε εκλογικό αποτέλεσμα περιέχει και μια δόση συγκυρίας.

Το 31,5% του ΣΥΡΙΖΑ στις 7 Ιουλίου έχει αρχίσει να εξασθενίζει ήδη από την επομένη των εκλογών. Τα δημοσκοπικά ποσοστά του πάνε από το κακό στο χειρότερο και η εκστρατεία αύξησης των μελών κατέληξε σε αποτυχία.

Επί της ουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει ένα λάθος μεθόδου: έβαλε το βόδι μπροστά από το κάρο. Κατέληξε χωρίς βόδι. Και δεν είναι βέβαιο ότι έχει ακόμη κάρο.

Αλλά αυτή είναι η επιεικέστερη ερμηνεία του κακού χαμού. Διότι μια άλλη θα παρέπεμπε όχι στη φυσιογνωμία αλλά στην ηγεσία του.

Θα αναγκαζόταν δηλαδή να λάβει υπόψη ότι για κάποιον λόγο δεν ηττήθηκε μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ο αρχηγός του.