Το κλείσιμο του 2024 βρίσκει, χωρίς αμφιβολία, την ελληνική οικονομία ανθηρή και την κυβέρνηση, επί του παρόντος τουλάχιστον, αρκούντως σταθερή και ικανή να «τρέξει» απερίσπαστη το σχέδιό της, τουλάχιστον για το 2025.
Οι επιδόσεις της οικονομικής πολιτικής, όπως προκύπτει από την εξέλιξη των μακροοικονομικών δεικτών, φαντάζουν ικανοποιητικές, ιδιαιτέρως αν συγκριθούν με τις αντίστοιχες των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τόσο της Εθνικής Τράπεζας όσο και της Alpha Bank, το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,4% ετησίως στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, διατηρώντας ισχυρές τις προσδοκίες να ξεπεράσει το 2,4% φέτος και να κινηθεί αναλόγως και στη νέα χρονιά.
Ισχυρές επιδόσεις και αύξηση των κερδών
Οπως σχολιάζουν οι οικονομολόγοι των τραπεζών, η ελληνική επίδοση είναι από τις ισχυρότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου ο ρυθμοί ανάπτυξης είναι υποτονικοί μόλις στο 0,6% το 2024 και 1,1% προβλέπονται για το 2025.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ζωηρή, αυξανόμενη κατά 2,1% σε ετήσια βάση στο τρίτο τρίμηνο από 1,7% στο πρώτο εξάμηνο του 2024. Η αυξανόμενη ιδιωτική κατανάλωση υποστηρίζεται, όπως διευκρινίζεται, από τη δυναμικά εξελισσόμενη αγορά εργασίας, η οποία για πρώτη φορά τα τελευταία 15 χρόνια καταγράφει μονοψήφια ποσοστά, συνοδευόμενη από σταθερή αύξηση της απασχόλησης και κυρίως από ενίσχυση των μισθών τα τελευταία τρίμηνα, όπως παρατηρούν.
Επισημαίνουν ακόμη τις ισχυρές επιχειρηματικές επιδόσεις και την επαύξηση των κερδών κατά 14%, την εκ νέου ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας, των εξαγωγών, την παρατηρούμενη τους τελευταίους μήνες αύξηση της καταναλωτικής πίστης κατά 6,1%, όπως και τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής θέσης των νοικοκυριών, που συνάγεται από την καταγραφόμενη αύξηση του αποθέματος των αποταμιεύσεων.
Η συμμετοχή των επενδύσεων επίσης είναι σημαντική στην όλη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, αν και κατώτερη των προσδοκιών. Προσεγγίζουν πλέον τη ζώνη του 17% του ΑΕΠ και εκτιμάται ότι στη διετία του 2025-26 θα προσεγγίσουν τα ευρωπαϊκά επίπεδα επηρεαζόμενες από τις επιχορηγήσεις και τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, ο μετασχηματισμός των οποίων σε πάγιο κεφάλαιο γίνεται με ελαφρά χρονική υστέρηση.
Γενική είναι η αίσθηση, παρά τις πολλές ενστάσεις και αμφισβητήσεις από κόμματα και πολίτες που ακόμη ασφυκτιούν, ότι η ελληνική οικονομία έχει διαμορφώσει περιβάλλον καλύτερων συνθηκών και επιπλέον τείνει να γίνει ελκυστική για τους επενδυτές, Ελληνες και ξένους.
Ν. Χριστοδουλάκης: «Μονομερής πολιτική»
Ο άλλοτε υπουργός Οικονομικών Ν. Χριστοδουλάκης επισημαίνει ότι η ακολουθούμενη από τον κ. Μητσοτάκη οικονομική πολιτική είναι μονομερής και διακρίνεται από πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές στοχεύσεις.
Κατ’ αυτόν «ο κ. Μητσοτάκης, με τις επιλογές του, συνολικές και επιμέρους, σφυρηλατεί τη συγκρότηση της ανώτερης και άνω μεσαίας τάξης στην Ελλάδα», υπολογίζοντας ότι «ενισχυόμενες και αναπτυσσόμενες θα παρασύρουν προς τα πάνω συνολικά τη μεσαία τάξη και έτσι βαθμηδόν θα δημιουργήσουν και τις πολιτικές προϋποθέσεις για τη διατήρηση της δικής του υπεροχής στην πολιτική σκηνή».
Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει ακράδαντα ότι εξελισσόμενη και αναπτυσσόμενη εκ νέου η μεσαία τάξη θα διεκδικεί με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση την πολιτική και οικονομική σταθερότητα, που αποτελεί ακρογωνιαίο στόχο και κεντρική επιλογή της κυβερνητικής πολιτικής.
Τοποθετείται άλλωστε συχνά-πυκνά υπερασπιζόμενος ακριβώς το αγαθό της σταθερότητας, στο όνομα της οποίας άλλωστε πολιτεύεται, δηλώνοντας κάθε τόσο ότι επιλέγει πολιτικές με γνώμονα πάντα το μέτρο και συνυπολογίζοντας το κόστος. Πιστεύει επίσης στους αυτοματισμούς της οικονομίας, θεωρώντας ότι οι θετικές επιδόσεις που αυξάνουν τις θέσεις απασχόλησης και ενισχύουν τη ζήτηση σχεδόν νομοτελειακά θα προσφέρουν και καλύτερα εισοδήματα σε όλους τους εμπλεκομένους στην εξελισσόμενη και αυξανόμενην οικονομική δραστηριότητα.
Ο κ. Χριστοδουλάκης στηρίζει τον ισχυρισμό του αξιολογώντας συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές της οικονομικής πολιτικής. Αναφέρει χαρακτηριστικά την επιλογή κατεύθυνσης του συνόλου σχεδόν του δανειακού σκέλους του Ταμείου Ανάκαμψης προς τον ιδιωτικό τομέα και δη προς τις ισχυρότερες των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν και να ενισχυθούν με τη βοήθεια φθηνών πιστώσεων από την Ευρώπη.
Σε αντιδιαστολή, όπως τονίζει, η Πορτογαλία κατηύθυνε όλο το δανειακό πρόγραμμα του δικού της Ταμείου Ανάκαμψης στην ανάπτυξη και ενίσχυση των δημόσιων υποδομών. Ο άλλοτε υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει επιπλέον ότι πλήθος άλλων πολιτικών, από την αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι και εκείνη του τομέα της υγείας, επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του, καθώς ενισχύουν εισοδηματικά και κεφαλαιακά την ανώτερη και άνω μεσαία τάξη. Επίσης υπογραμμίζει ότι έχει παρατηρηθεί σε πολλές ιστορικές περιόδους πως όταν «κυκλοφορεί πολύ χρήμα άπαντες σιωπούν». Και τώρα είναι ακριβές ότι τα τελευταία χρόνια, από την πανδημία και εντεύθεν, κυκλοφορεί πολύ χρήμα εκεί έξω.
Π. Καπόπουλος: «Απλώς συμβαίνει»
Στο ερώτημα αν όντως υπάρχει πολιτικό στρατήγημα αναστήλωσης και ανασυγκρότησης της ανώτερης και άνω μεσαίας τάξης, ο οικονομικός σύμβουλος της Alpha Bank Π. Καπόπουλος απαντά διαφορετικά. «Απλώς συμβαίνει» λέει χαρακτηριστικά και προσθέτει πώς «όταν μια οικονομία ελέγχει τις πολλές ανισορροπίες και εξασφαλίζει συνθήκες αδιατάρακτης ανάπτυξης για πέντε-έξι χρόνια, λογικό είναι να ενισχύεται η κατανάλωση, να ευνοούνται, να απολαμβάνουν περισσότερα και να αναπτύσσονται ταχύτερα κάποιες κοινωνικές τάξεις και ομάδες, και αυτή η πρόοδος βαθμιαία να παρασύρει ολοένα και περισσότερους».
Ο ίδιος επιμένει επίσης στη διαμόρφωση και αποτίμηση των συνθηκών λέγοντας ότι «έχουμε πολλά χρόνια να δούμε περιβάλλον σταθερής οικονομικής ανάκαμψης και μάλιστα σε μια εποχή σοβαρών γεωπολιτικών αναταράξεων και εμπορικών κινδύνων διεθνώς». «Είναι πρώτη φορά» υπογραμμίζει «έπειτα από πολλά χρόνια που η ελληνική οικονομία δεν απειλείται από εσωτερικές ανισορροπίες, δεν κινδυνεύει να εκτροχιαστεί εξαιτίας αναταράξεων εντός της, παρά μόνο από εξωγενείς παράγοντες και κρίσεις». «Πρέπει» συμπληρώνει «να ανατρέξει κανείς πολύ πίσω, στο προ 25ετίας 1998 και 1999, στις χρονιές δηλαδή ένταξής μας στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση, για να βρει αντίστοιχο περιβάλλον ευφορίας και οικονομικής σταθερότητας». «Και τότε» σημειώνει «μπορεί κάποιος να πει ότι μαγειρέψαμε λίγο, όπως και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, τα στοιχεία για να επιτύχουμε την ένταξή μας στο σταθερό περιβάλλον του ευρώ».
«Η διαφορά» καταλήγει «είναι ότι σήμερα οι δημοσιονομικές συνθήκες είναι ελεγχόμενες για ορατό διάστημα, οι αναπτυξιακές επίσης στηρίζονται στο γενικότερο εγχώριο περιβάλλον που καθιστούν τη χώρα ελκυστική και η κοινωνική εξέλιξη φανερώνεται από τη δυναμική της κατανάλωσης, η οποία προφανώς υποστηρίζεται περισσότερο από τα ανερχόμενα στρώματα και ομάδες του πληθυσμού». Τώρα όσον αφορά το ερώτημα αν υπάρχει πολιτικό στρατήγημα γύρω από όλη αυτή την εξέλιξη, ο κ. Καπόπουλος απαντά πως «μοιάζει με το ποιος έγινε πρώτα, η κότα ή το αβγό…».
Οπως και να έχει πάντως, αν δηλαδή ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε ή όχι να ενισχύσει την ανώτερη και την άνω μεσαία τάξη, το αποτέλεσμα μετράει. Αυτή την ώρα όντως τα πάνω στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας απολαμβάνουν πλουσιοπάροχα και ταχύτερα τη σταθεροποίηση των οικονομικών συνθηκών και οι υπόλοιποι προσδοκούν ότι τα κέρδη της περιόδου θα διαχυθούν κάποια στιγμή προς το μέσο και προς τη βάση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Με την επιφύλαξη πάντα ότι η αναδιανομή και το μέρισμα της ανάπτυξης δεν μπορούν να αφεθούν στην καλοσύνη των εχόντων και κατεχόντων.