«Υπό άλλες συνθήκες, θα ανέμενε κανείς ότι η Αγκυρα θα έκανε κάτι πολύ προκλητικό για τα πενηντάχρονα της εισβολής» παρατηρούσε κυβερνητική πηγή στη Λευκωσία σε συζήτηση που είχαμε τις προάλλες αναφορικά με τις εκτιμήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς για το πώς – και το εάν – υπάρχει πρόοδος στο Κυπριακό.
Η ίδια πηγή, συμπληρώνοντας τον συλλογισμό της, υποδείκνυε ότι αντί για πρωτοφανείς προκλήσεις και νέα τετελεσμένα η Τουρκία περιορίστηκε στις 20 Ιουλίου σε επαναλήψεις, αφήνοντας παράλληλα και μια χαραμάδα αισιοδοξίας, έστω και αν για να τη δει κανείς χρειαζόταν σημαντική προσπάθεια πίσω από τις λέξεις και ανάμεσα στις γραμμές των όσων είπε ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Το μήνυμα Χριστοδουλίδη
Είναι φανερό ότι η Λευκωσία κινείται αυτό το διάστημα σε δύο επίπεδα: από τη μία, θέλει να πείσει ακόμα και τους πιο επιφυλακτικούς ότι ενδιαφέρεται ειλικρινά για πρόοδο αλλά και για λύση, και πως αυτό θα συνεχίσει να το αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία και στην πράξη διευκολύνοντας στο μέγιστο βαθμό τα Ηνωμένα Εθνη. Από την άλλη, η κυβέρνηση του Νίκου Χριστοδουλίδη θέλει να στείλει προς κάθε κατεύθυνση και το μήνυμα ότι η στάση της αυτή έχει όρια, τα οποία θα πρέπει να γίνουν κατανοητά και αποδεκτά, καθώς δεν είναι τίποτα περισσότερο από την απόρριψη της όποιας προσπάθειας αλλαγής της μορφής της λύσης του Κυπριακού και της εισαγωγής προσεγγίσεων που παραπέμπουν έμμεσα ή άμεσα στη διχοτόμηση ή/και τα δύο κράτη. Το τελευταίο άλλωστε είναι κάτι το οποίο απορρίπτουν τόσο η Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και ο διεθνής παράγοντας, ενισχύοντας και το επιχείρημα της Λευκωσίας.
Τι ελπίζει λοιπόν η Λευκωσία και πού το βασίζει; Ελπίζει ότι οι επόμενοι μήνες θα οδηγήσουν, δύσκολα και με αργούς ρυθμούς έστω, αλλά και με τη διατήρηση λεπτών ισορροπιών, σε εξελίξεις οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα θετικότερο κλίμα μέσω της αλληλεπίδρασης επιδιώξεων και συμφερόντων, κυρίως της Αγκυρας, στα ελληνοτουρκικά, στο Κυπριακό και στα ευρωτουρκικά. Η Αγκυρα θέλει να πάρει, ειδικά στα τελευταία, αλλά θα χρειαστεί και να δώσει στο Κυπριακό, ακόμη και αν αυτό θα είναι αρχικά η απλή επιστροφή της στο τραπέζι του διαλόγου και η σιωπηρή έστω εγκατάλειψη των εκτός κάθε πλαισίου απαιτήσεών της για δύο κράτη.
Η στάση της Λευκωσίας διευκολύνει και την Αθήνα η οποία θα ήθελε να εμβαθύνει στην ελληνοτουρκική προσέγγιση και το καλό κλίμα που επικρατεί, σίγουρα δε να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να μην υπάρξει διολίσθηση στην επικίνδυνη ένταση των προηγούμενων χρόνων. Η Λευκωσία αυτό το αντιλαμβάνεται και το συμμερίζεται, όπως επίσης συμμερίζεται και τη δήλωση του έλληνα πρωθυπουργού ότι η βελτίωση στα ελληνοτουρκικά είναι προς όφελος και της Κύπρου.
Προς αυτή την κατεύθυνση στρέφεται και η συνεχής αναφορά της Λευκωσίας – και της Αθήνας βέβαια – ότι η νέα προσέγγιση των σχέσεων Λευκωσίας – Αθήνας βασίζεται στην ειλικρίνεια και την αλληλοκατανόηση. Σε απλά ελληνικά, αυτό σημαίνει πως η Λευκωσία κατανοεί ότι η βοήθεια της Αθήνας, όσο απλόχερη και αν παραμένει, περνάει και αυτή από τη βάσανο της πραγματικότητας, της λογικής και των μεγεθών. Και πως οι δύο πρωτεύουσες πρέπει να βοηθήσουν η μία την άλλη σε πνεύμα σύνεσης και ρεαλισμού.
Ελπίζουν σε νέες πρωτοβουλίες
Η Λευκωσία, λοιπόν, ελπίζει πως η πρόσκληση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες εντός του μηνός Αυγούστου για μια συνάντηση τον Σεπτέμβριο, στο περιθώριο της γενικής συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, θα οδηγήσει στην ανάληψη νέων και εντατικών πρωτοβουλιών από πλευράς του διεθνούς οργανισμού οι οποίες μέσα στους επόμενους, έστω και αρκετούς, μήνες θα αποφέρουν κάποια αποτελέσματα. Η Τουρκία δίνει, όπως όλα δείχνουν, κάποιες ενδείξεις ότι η πραγματική της στάση μπορεί να μεταβληθεί εάν πάρει αυτά που ζητά. Μεγάλη παραμένει βεβαίως η απορία τι θα είναι αυτά αλλά και τι είναι διατεθειμένη να δώσει. Γι’ αυτό όμως θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο ακόμα.