Πίσω από μια ολοένα και στενότερη ομάδα «πραιτωριανών» οχυρώνεται ο Αλέξης Τσίπρας καθώς ο χρόνος των εκλογών πλησιάζει και η αγωνία του για την επόμενη μέρα μεγαλώνει.
Τα τελευταία χαρτιά
Οι αποφάσεις του των τελευταίων εβδομάδων εδραιώνουν την πεποίθηση μεταξύ κομματικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο Πρωθυπουργός παίζει τα τελευταία του χαρτιά. Και σε μια περίοδο κατά την οποία οι «κομματικοί» επιδιώκουν την έναρξη μιας συζήτησης για τις σχέσεις Κουμουνδούρου – Μαξίμου και την πάταξη των συνδρόμων κυβερνητισμού, ο Αλέξης Τσίπρας ενισχύει την προσωπική του «φρουρά», συγκεντρώνει αρμοδιότητες στον στενό κύκλο των γραφείων της Ηρώδου Αττικού και επιδιώκει τον έλεγχο κάθε μηχανισμού και διαδικασίας λήψης αποφάσεων.
Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα ήταν η ανάθεση της εποπτικής αρμοδιότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δηλαδή των τραπεζών, στον Αλέκο Φλαμπουράρη. Η αφαίρεση της σχετικής αρμοδιότητας από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη πιστοποίησε ότι ο κ. Τσίπρας και ο στενός του κύκλος δεν λογαριάζουν τις ισορροπίες του παρελθόντος και δεν ποντάρουν σε πολλά πρόσωπα, ιδίως σε όσα θεωρούν ότι δεν είναι σε θέση να ελέγξουν απολύτως.
Υπό την έννοια αυτή, ο παραγκωνισμός του κ. Δραγασάκη θεωρείται ως σαφής ένδειξη για πολλά. Είτε πρόκειται για την εντύπωση ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δεν ήταν όσο συγκρουσιακός θα επιθυμούσε ο κ. Τσίπρας στην κόντρα με τον Γιάννη Στουρνάρα, είτε επειδή κάποιοι δεν βλέπουν με καλό μάτι το αυτόνομο δίκτυο επαφών του με την αγορά, ο κ. Δραγασάκης δεν είναι μεταξύ των προσώπων στα οποία επενδύουν ο Πρωθυπουργός και η ομάδα του.
Ο υπουργός «λίμπερο»
Με λίγα λόγια, ο κ. Τσίπρας έχει αποφασίσει ότι θα πορευτεί με μια σκληρή ομάδα εμπίστων. Πρώτος μεταξύ αυτών είναι ο Αλέκος Φλαμπουράρης, στον οποίο άλλωστε έχουν ανατεθεί και άλλες, νευραλγικής σημασίας αρμοδιότητες, και δεύτερος ο Νίκος Παππάς.
Οπως η προεδρία της Διυπουργικής Επιτροπής Μεγάλων Εργων Υποδομής – κοινώς οι μεγάλες κρατικές μπίζνες και οι επενδυτικές εκκρεμότητες και συμφωνίες.
Είχε επίσης αναλάβει να διορθώσει τις ατσαλοσύνες του Νίκου Παππά μετά το φιάσκο της πρώτης διαδικασίας δημοπράτησης των τηλεοπτικών αδειών. Παράλληλα, είναι ο άνθρωπος ο οποίος θα υποδεχθεί με ιδιαίτερη χαρά στο Μέγαρο Μαξίμου τη Βάνα Μπάρμπα, η οποία λέγεται ότι έχει πλέον και πολιτικές φιλοδοξίες…
Τώρα αναλαμβάνει και την εποπτεία των τραπεζών, χωρίς ουσιαστικά ή τυπικά προσόντα, αλλά με ένα και μοναδικό κριτήριο: Ο,τι γίνει και όπως γίνει πρέπει να περνά μέσα από το Μαξίμου και να μην υπάρχουν υποψίες, διαρροές και ανεπιθύμητες επαφές και επικοινωνίες. Υπό αυτό το πρίσμα, αυτό που προέχει δεν είναι η επίλυση ζητημάτων κατά τον επωφελέστερο τρόπο (για τη χώρα, τις τράπεζες ή οτιδήποτε άλλο), αλλά με τον τρόπο που επιθυμεί ο Πρωθυπουργός.
Οι επιθέσεις κατά Τσακαλώτου
Οσο ο κ. Φλαμπουράρης ενισχύεται, ο μηχανισμός προπαγάνδας του Μαξίμου αναλαμβάνει τις επιθέσεις προς άλλα κυβερνητικά κέντρα. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι η εξόφθαλμα ενορχηστρωμένη και μεθοδευμένη επίθεση κατά του Ευκλείδη Τσακαλώτου από την εφημερίδα «Documento». Το έντυπο, στο οποίο άμεση επιρροή έχει ο Νίκος Παππάς, εξαπέλυσε την προηγούμενη εβδομάδα επίθεση στον υπουργό Οικονομικών, επαναφέροντας και αναμασώντας ένα θέμα γνωστό. Πιο συγκεκριμένα, τη δραστηριότητα της εταιρείας PQH του Ορέστη Τσακαλώτου, εξαδέλφου του υπουργού, στο πεδίο της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαία η επισήμανση του δημοσιεύματος πως η δραστηριότητα της εταιρείας εξελίσσεται εν γνώσει του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, η φιλική σχέση του οποίου με τον κ. Τσακαλώτο έχει ποινικοποιηθεί.
Η συγκεκριμένη επίθεση και η γνωστή σχέση του εκδότη της εφημερίδας Κώστα Βαξεβάνη με τον Νίκο Παππά έχουν πιστοποιήσει και την αναβάθμιση του υπουργού στο πρωθυπουργικό περιβάλλον. Η ανάκαμψη του κ. Παππά στον στενό κύκλο του κ. Τσίπρα αποδίδεται από πολλούς και στην αγωνία εν όψει εκλογών και έχει περιγραφεί από έμπειρο κομματικό στέλεχος με τη φράση «ο ένας χρειάζεται τον άλλον».
Το «διευθυντήριο» της ΕΡΤ και οι αντιδράσεις
Το Μέγαρο Μαξίμου έχει πλέον γίνει, πέραν όλων των άλλων, και διευθυντήριο όλων των ελεγχόμενων από την κυβέρνηση ΜΜΕ, πρωτίστως δε της ΕΡΤ. Δεν είναι τυχαία, υπό αυτή την έννοια, η ανοιχτή πλέον σύγκρουση του Νίκου Παππά με τον Νίκο Φίλη.
Ο πρώην υπουργός έχει επανειλημμένως επικρίνει την πρακτική της ηγεσίας της κυβέρνησης και τον έλεγχο που ασκεί στην κρατική ραδιοτηλεόραση. Και ο εκνευρισμός του υπουργού ΨΗΠΤΕ δεν κρύβεται και δεν συγκρατείται, όταν καταλήγει να λέει ότι η κριτική του κ. Φίλη για την ΕΡΤ είναι ταυτόσημη με εκείνη της ΝΔ.
Ο συγκεντρωτισμός του Μεγάρου Μαξίμου έχει φανερωθεί και από την υπουργοποίηση του πρώην γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου Μιχάλη Καλογήρου. Ενα πρόσωπο με απευθείας αναφορά στον κ. Τσίπρα, που έχει ήδη δώσει ένα στίγμα των διαθέσεών του (και του Μεγάρου Μαξίμου), «ξηλώνοντας» κάποια νομοθετήματα του προκατόχου του Στ. Κοντονή: αφενός με την απόσυρση του νομοσχεδίου για τη διάσπαση του Πρωτοδικείου Αθηνών στα τρία, αφετέρου με την αναστολή έως τον Σεπτέμβριο του 2019 της εφαρμογής της ψηφισμένης υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, μέτρο με το οποίο ήταν αντίθετοι και οι δικαστικοί.
Με τις επιλογές και τις πρωτοβουλίες αυτές ο κ. Τσίπρας είναι φανερό ότι επιχειρεί να προετοιμαστεί για τη δύσκολη προεκλογική περίοδο. Σχηματίζει μια σκληρή ομάδα στο κοντινό του περιβάλλον και επιχειρεί να έχει τον έλεγχο στα πεδία των τραπεζών, των μεγάλων έργων, των ΜΜΕ και στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, να αποκαταστήσει τις σχέσεις με τους δικαστικούς.
Παράλληλα, φαίνεται ότι πρόσωπα τα οποία έως και προσφάτως θεωρούνταν ισχυρά στο πρωθυπουργικό περιβάλλον, κρατούνται στα μετόπισθεν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος. Παραμένει μεν στον πυρήνα του Μεγάρου Μαξίμου, πλην όμως η αναβάθμιση του Ν. Παππά δείχνει ότι ο κ. Τσίπρας έχει κάνει κάποιες επιλογές.
Και επιπλέον ότι δεν θα διστάσει να αφήσει πίσω όποιους θελήσει να φορτώσει με συγκεκριμένες ευθύνες, όπως συνέβη π.χ. με το επικοινωνιακό φιάσκο της 23ης Ιουλίου με τη σύσκεψη για το Μάτι και την απευθείας μετάδοση της μεταμεσονύκτιας σύσκεψης-παρωδίας, η οποία χρεώθηκε στον κυβερνητικό εκπρόσωπο.