Η απάντηση
Μητσοτάκη

Η απάντηση του έλληνα πρωθυπουργού ήρθε σε δύο δόσεις, τόσο από το Νταβός της Ελβετίας όπου συμμετείχε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, όσο και από τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου προχθές, Παρασκευή. «Η δυνατή Ελλάδα ενοχλεί κάποιους» είπε, αναφερόμενος προφανώς στον παροξυσμό τούρκων αξιωματούχων και μέσων ενημέρωσης της γείτονος που μιλούν για τη «χρεοκοπημένη Ελλάδα» που εξοπλίζεται και μετατρέπει τη χώρα σε «αμερικανική βάση», ενώ στηλιτεύοντας τις τουρκικές κινήσεις πρόσθεσε πως «όσο μας προκαλούν με λεονταρισμούς, περιθωριοποιούνται και εκτίθενται». Καθώς μάλιστα σε ακριβώς έναν μήνα διεξάγεται στη Μαδρίτη η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ (28-30 Ιουνίου), η «συνύπαρξη» των δύο ηγετών αναμένεται με ενδιαφέρον.

Ο τούρκος πρόεδρος είπε ουσιαστικά ότι είχε συμφωνήσει με τον κ. Μητσοτάκη ότι δεν θα εμπλακούν τρίτα μέρη στα ελληνοτουρκικά, αλλά ο έλληνας πρωθυπουργός αθέτησε την υπόσχεσή του. Πηγές με μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σημείωναν όμως ότι άλλη μία πάγια τακτική της Αγκυρας είναι τόσο να δημοσιοποιεί εμπιστευτικές συζητήσεις, όσο και να ερμηνεύει κατά το δοκούν το περιεχόμενό τους. Το δε παράδειγμα του Ιουλίου του 2020, όταν η Ελλάδα και η Τουρκία συνομιλούσαν υπό τη διαμεσολάβηση της Γερμανίας για εκτόνωση της έντασης και την ίδια στιγμή η Αγκυρα αποφάσισε να βγάλει στην Ανατολική Μεσόγειο το ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis», ενώ η Αθήνα και το Βερολίνο ανέμεναν μία συμφωνία επί του περιεχομένου του πρώτου Πρωτοκόλλου του Βερολίνου (που είχε αποκαλύψει «Το Βήμα»), μιλάει από μόνο του.

Οι υπονομευτικές
δηλώσεις

Το κλίμα που ορισμένοι ήλπιζαν ότι θα επικρατούσε μετά την Κωνσταντινούπολη ουδέποτε σταθεροποιήθηκε, καθώς ο υπουργός Αμυνας της Τουρκίας Χουλουσί Ακάρ δεν έπαυσε ούτε στιγμή να κάνει δηλώσεις που το υπονόμευαν, ενώ πλέον στην εξίσωση εισήλθε και ο κ. Τσαβούσογλου. Κορωνίδα των τουρκικών κινήσεων ήταν η επιχειρηματολογία της Αγκυρας περί της «κυριαρχίας υπό όρους» που ασκεί η Ελλάδα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα, όπου ως «όρος» νοείται, πάντα κατά την Αγκυρα, η αποστρατιωτικοποίηση που περιλαμβάνεται στις Συνθήκες της Λωζάννης (1923) και των Παρισίων (1947).

Η Αθήνα απάντησε στις 25 Μαΐου (όπως πρώτο αποκάλυψε «Το Βήμα») στις τουρκικές αιτιάσεις με επιστολή της μονίμου αντιπροσώπου της χώρας στα Ηνωμένα Εθνη Μαρίας Θεοφίλη προς τον γενικό γραμματέα Αντόνιο Γκουτέρες στην προηγούμενη επιστολή του τούρκου ομολόγου της Φεριντούν Σινιρλίογλου. Η ελληνική επιστολή, στη συγγραφή της οποίας όπως γνωρίζει «Το Βήμα» συνέβαλαν έλληνες και ξένοι νομικοί, μπορεί ελαφρώς να καθυστέρησε, αλλά απαντά πολύ καθαρά ότι δεν υφίσταται κυριαρχία υπό όρους. Η δε επιλογή της αποστολής της μετά το ταξίδι στην Ουάσιγκτον δεν ήταν τυχαία, καθώς δεν υπήρχε κανένας λόγος να τροφοδοτηθεί η ένταση και να «τουρκοποιηθεί» η επίσκεψη.

Καθώς δε οι διερευνητικές επαφές έχουν περιέλθει, τουλάχιστον υπό την παρούσα μορφή τους, σε απόλυτο αδιέξοδο, η ελπίδα είχε εναποτεθεί σε μία συνάντηση στο πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Αυτός ο δίαυλος μεταξύ στρατιωτικών όμως, που εκ των πραγμάτων είναι δύσκολος εξαιτίας της τεχνικής περιπλοκότητας των ζητημάτων, ήταν εξαρχής ασταθής και η καχυποψία ξεχειλίζει. Σύμφωνα με μία γραμμή ανάλυσης, είναι αδύνατο οι δύο πλευρές να συμφωνήσουν επί τίνος ακριβώς αντικειμένου θα συζητήσουν, αν και η κατηγοριοποίηση των μέτρων είναι μάλλον σαφής. Το δε μπαράζ υπερπτήσεων άνωθεν ελληνικών κατοικημένων νησιών, η προσέγγιση τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών στα 2,5 ναυτικά μίλια από την Αλεξανδρούπολη και η ανταλλαγή εμπρηστικών δηλώσεων «πάγωσαν» τόσο τα ΜΟΕ όσο και τη «θετική ατζέντα» των κ.κ. Κώστα Φραγκογιάννη και Σεντάτ Ονάλ, ενώ το σκηνικό συμπλήρωσε η έξοδος του μικρού τουρκικού ερευνητικού «Yunus» εν μέσω και της ελληνικής άσκησης «Καταιγίδα 2022».