Η Ελλάδα την Τετάρτη ξύπνησε παγωμένη. Πρώτη σκέψη: ευτυχώς που υπάρχουν τα κινητά τηλέφωνα και αποτύπωσαν εκείνο το «σπρώξιμο» και κατά συνέπεια το πληροφορηθήκαμε οι υπόλοιποι – εκτός από τους αυτόπτες μάρτυρες.
Μεσολαβεί λίγος χρόνος, όσος χρειάζεται για να συνειδητοποιήσει κανείς πως δεν παρακολουθεί ταινία. Πως πρόκειται για μια πραγματική εικόνα – αναλγησίας και κυνικότητας. Μετά την οργή, έρχονται η ανησυχία, ο φόβος: από πότε αυτή η βαρβαρότητα, η περιφρόνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, έφτασε και στην Ελλάδα – σε μια χώρα που πάντα καυχιόταν για το αντίθετο. Πότε γίναμε έτσι;
Μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το συγκλονιστικό, σε αυτό το κορυφαία ζοφερό γεγονός στον Πειραιά με τον 36χρονο Αντώνη Καρυώτη, υπήρχαν ενδείξεις ότι κάτι αλλάζει – στα μικρά και στα μεγάλα της καθημερινότητάς μας.
Στα λόγια των εκνευρισμένων οδηγών που δεν διστάζουν να βιαιοπραγήσουν στους δρόμους. Στις χειρονομίες αυτών που χωρίς δεύτερη σκέψη ξυλοφορτώνουν κάποιον επειδή πρόλαβε τη θέση στο παρκάρισμα – σε μια περίπτωση μάλιστα, στην Τήνο, κατέληξε σε φόνο. Στον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας – 3.000 γυναίκες κατήγγειλαν ότι έπεσαν θύματα κακοποίησης το πρώτο 5μηνο του 2023, ενώ μέσα στο 2022 καταγράφηκαν 25 γυναικοκτονίες. Στα λόγια όσων καθυβρίζονται στις ουρές στα σουπερμάρκετ και στις τράπεζες.
Ολα αυτά είναι δείγματα μιας υποβόσκουσας οργής, ενός θυμού που με την πρώτη – ασήμαντη – αφορμή ξεσπάει και φτάνει στα άκρα. «Το Βήμα» απευθύνθηκε σε τρεις ειδικούς για να μας βοηθήσουν να φωτίσουμε τα αίτια αυτών των ακραίων κοινωνικών φαινομένων.
Του Μανούσου Μαραγκουδάκη, καθηγητή Κοινωνιολογίας
«Η κοινωνία μας διαλύεται, αλλά δεν σαπίζει»
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η δολοφονία του Αντώνη Καρυώτη αποτελεί την πιο αποτρόπαια, κοινωνικά, δολοφονία των τελευταίων ετών. Ο λόγος, ότι δεν προκλήθηκε από κάποια προσωπική διαφορά, ούτε έγινε εν βρασμώ ψυχής. Δεν είναι μια «ιδιωτική» δολοφονία την οποία θα μπορούσαμε να περικλείσουμε σε μια διαπροσωπική διαφορά και να την αποκλείσουμε συμβολικά από τον δικό μας κοινωνικό βίο. Αντίθετα, το έγκλημα είναι «δημόσιο», τόσο δημόσιο που διαπερνά και κουρελιάζει κάθε αίσθηση συλλογικής ειρήνης ή συλλογικού αγαθού. Κάποιοι κανονικοί εργαζόμενοι, πάνω στη ρουτίνα της δουλειάς τους, με τρόπο ψυχρό, αποφασιστικό, συνωμοτικό, προχώρησαν σε αυτό που είδαμε όλοι μας στις οθόνες μας. Ναυτικοί, που δουλειά τους είναι να καθοδηγούν και να προστατεύουν ταξιδιώτες, δολοφόνησαν έναν χωρίς κανέναν δισταγμό.
Προφανώς η πράξη αυτή αποτελεί μια ακραία στιγμή σκληρότητας και απάθειας και προφανώς δεν χαρακτηρίζει την κοινωνία μας, δεν αποτελεί μια «κανονικότητα». Ομως, συγχρόνως, κανένα περιστατικό δεν είναι απομονωμένο από τον κοινωνικό του περίγυρο. Κάθε πράξη μας ενσωματώνει πρακτικές, νοήματα, συμπεριφορές, που είναι διάχυτες στο κοινωνικό μας περιβάλλον – που έχουν ενσταλαχτεί μέσα μας και έχουν αποκτήσει την αίσθηση του φυσιολογικού, του προφανούς, του κανονικού. Εξ ου και η τεράστια ανησυχία, η εκρηκτική αντίδραση όλων μας σε αυτό το γεγονός, σημάδι ενός «ηθικού πανικού» ότι η κοινωνία μας «διαλύεται», ότι είναι «απάνθρωπη», «μισάνθρωπη», «διαλυμένη». Συνδέουμε το περιστατικό με προηγηθείσες ανθρώπινες καταστροφές όπως η δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή και του Αλκη Καμπανού, αλλά και πιο μαζικών περιστατικών, όπως στα Τέμπη και στο Μάτι, για να αποφανθούμε ότι η κοινωνία μας σαπίζει… Αλλά είναι έτσι;
Εδώ η απάντηση είναι: ναι, διαλύεται, αλλά δεν σαπίζει. Η διαφορά είναι μικρή, αλλά και τεράστια. Κάτι που είναι διαλυμένο ή εξαρθρωμένο, μπορεί να επανασυναρμολογηθεί και να επαναλειτουργήσει. Κάτι που είναι σάπιο είναι πια αδύνατον να λειτουργήσει και το πετάς, και η ελληνική κοινωνία δεν είναι για πέταμα. Τι συμβαίνει λοιπόν; Η απάντηση είναι απλή: Η παλιά κοινωνική συνοχή είναι νεκρή, ενώ η νέα δεν έχει γεννηθεί – όχι ακόμα. Πιο αναλυτικά: Μέχρι και τη δεκαετία του 1970 η κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα, δηλαδή η αίσθηση του συνυπάρχειν και του συνανήκειν, οικοδομούνταν από «πάνω προς τα κάτω», από το έθνος-κράτος και την Εκκλησία – ήταν επιτακτικά, μαζικά και εξισωτικά. Από τη δεκαετία του 1980 και καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης οι επιτακτικοί θεσμοί του έθνους-κράτους και της Εκκλησίας περιορίστηκαν και τη θέση τους πήραν τα πολιτικά κόμματα – και ήταν αυτά που προσέφεραν πια σύμβολα, δεσμούς και συλλογικές ταυτότητες, που ωστόσο ήταν εγωιστικές, ανήθικες και εχθρικές προς τους «άλλους».
Ομως και αυτά διαλύθηκαν την εποχή των μνημονίων, και μάλιστα χωρίς να αντικατασταθούν από κάτι άλλο – από συλλογικά σύμβολα και πολιτειακές ταυτότητες οργανωμένες «από τα κάτω» που θα συγκροτούν τον «πολίτη» με τρόπο προσαρμοσμένο εντός διάφορων θεσμών: στο σχολείο, σε επιχειρήσεις, σε σωματεία, ενώσεις και συνεταιρισμούς – όπως συμβαίνει στις ανεπτυγμένες δημοκρατίες της Δύσης. Ομως τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει. Ο παραδοσιακός μας «άναρχος ατομικισμός» απλώς έχει «εκσυγχρονιστεί». Και όλα αυτά την ίδια ώρα που το κράτος απαξιώνει τον «νόμο και την τάξη» ως αυταρχική και αντιδημοκρατική πρακτική. Μόνο που σε μια τέτοια κατάσταση αναγνωρίζουμε για εμάς μόνο δικαιώματα και για τους άλλους μόνο υποχρεώσεις.
Το αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης δεσμών συλλογικού βίου σε συνδυασμό με την απαξίωση της καταστολής της βίας είναι η διαβόητη «ανομία», που σημαίνει τόσο την καταπάτηση των νόμων όσο και την άγνοια της διαφοράς μεταξύ καλού και κακού. Δεν γνωρίζουμε τι από τα δύο υπερίσχυε τη στιγμή που οι συμπολίτες μας ναυτικοί αποφάσισαν να ωθήσουν βίαια τον άτυχο ταξιδιώτη από τον καταπέλτη. Ομως χωρίς την καλλιέργεια της ειρηνικής συνύπαρξης και της τιμωρίας της βίας θα συνεχίσουμε να μένουμε εξαρθρωμένοι.
Του Στέλιου Στυλιανίδη, Ψυχίατρου-ψυχαναλυτή
«H απόσταση από τον Αλλον χειρότερη από τρέλα»
Με τις φυσικές καταστροφές ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απρόβλεπτη παντοδυναμία της φύσης που μας κάνει να αισθανόμαστε πολύ μικροί και ανήμποροι απέναντί της.
Μπροστά στο ανοίκειο και ταυτόχρονα οικείο της ανθρώπινης κακίας και της βαρβαρότητας ορισμένες φορές μένουμε ανυπεράσπιστοι γιατί η φρίκη των πράξεων παγώνει τη σκέψη και την ικανότητα νοηματοδότησης των γεγονότων.
Τι είναι αυτό που συνδέει ως αόρατο νήμα τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, την αδιαφορία μπροστά στον βασανιστικό θάνατο ενός 8χρονου κοριτσιού Ρομά, την τραγική συνάντηση του ελεγκτή εισιτηρίων με τον άτυχο νεαρό επιβάτη του τρόλεϊ, τα απανθρακωμένα πτώματα των μεταναστών στη Δαδιά, τον μαζικό πνιγμό κατατρεγμένων στην Πύλο, τη δολοφονία φτωχοδιάβολων από αστυνομικά πυρά και το έγκλημα στον Πειραιά;
Η απανθρωποποίηση, το έλλειμμα ενσυναίσθησης, ένα αδιαφοροποίητο μείγμα θυμού, μίσους και αδιαφορίας για την ύπαρξη του άλλου, η επικράτηση πρωτόγονων και ακατέργαστων ψυχικών αμυνών επιβίωσης, η παθολογία των κοινωνικών δεσμών, η τεράστια έλλειψη κοινωνικού περιέκτη αυτής της παθολογίας, μέσα από μια διεργασία πολιτισμού και αλληλεγγύης.
Η περιγραφή της συνάντησης της ατομικής ψυχοπαθολογίας με την κοινωνική ομάδα θα ήταν ιδιαίτερα απλουστευτικό να περιοριστεί στην ανάλυση διαστροφικών, αντικοινωνικών, ψυχωτικών προσωπικοτήτων ή ατόμων με κακοήθη ναρκισσισμό αλλά μας οδηγεί στο να εξετάσουμε τη μεγάλη εικόνα των αναπαραστάσεων των κοινωνικών δεσμών στη μετανεωτερική εποχή μας.
Η σχέση με τον Αλλον γίνεται ιδιαίτερα ρευστή, χρηστική, επιδερμική, ένα παιχνίδι επένδυσης στην εικόνα και το «φαίνεσθαι» απέναντι στο «είναι», μια κοινωνική δυστοπία η οποία δεν μπορεί να διασφαλίσει τη στήριξη ενός εύθραυστου ψυχισμού απέναντι στην απουσία ελπίδας, στο κενό, στο έλλειμμα νοήματος, στον λυσσαλέο αγώνα για την επιβίωση μέσω βίαιων εκφορτίσεων.
Η αναπαραγωγή της βίας μπορεί να είναι είτε απάντηση απέναντι σε επικείμενη απώλεια, σε έναν κίνδυνο ψυχικής κατάρρευσης, είτε μια εύκολη μετάθεση του θυμού, του αδιεξόδου, του βιώματος αδικίας από έναν εξωτερικό εχθρό, ο οποίος καθίσταται εφήμερος αποδιοπομπαίος τράγος που προσφέρεται ασυνείδητα για να συγκαλύψει την ανικανότητα επεξεργασίας των οδυνηρών βιωμάτων.
Η έλλειψη ενός συνεκτικού οράματος, μιας μεγάλης αφήγησης, η οικονομική κρίση, οι κοινωνικές ανισότητες, η κλιματική αλλαγή και η βαριά ελαφρότητα του ψηφιακού κόσμου αδυνατίζουν την επένδυση στον Αλλον, στον δεσμό, και καθιστούν εύκολη τη διολίσθηση σε μια βίαιη πράξη ως ασυνείδητο μήνυμα που μέσα από πρωτόγονες άμυνες απευθύνεται στην απρόσωπη εξουσία.
Μια καθοριστική διάκριση είναι αναγκαία: Οι αποδέκτες αυτών των πρωτόγονων αρχαϊκών μηχανισμών είναι οι «κάτω», οι ευάλωτοι, αυτοί που έχουν πολύ χαμηλή διαπραγματευτική ισχύ, οι διαφορετικοί, όσοι μολύνουν το «ιδεώδες» της καθαρότητας – είτε πρόκειται για φυλή είτε για έθνος και πραγματική ή φαντασιακή κοινωνική ομάδα.
Σε αυτούς προβάλλονται άκριτα οι μύθοι, οι προκαταλήψεις, η τοξικότητα, η ενόρμηση επικυριαρχίας, τα καταδιωκτικά άγχη, η σαδιστική ευχαρίστηση της καταστροφικότητας χωρίς ενοχή.
Ποιο είναι το βασικό διακύβευμα στις μέρες μας; Η κατάκτηση της «κανονικότητας» μέσα από μια διαδικασία εγωκεντρισμού και ιδιοτέλειας; Η αντιμετώπιση του υπαρξιακού κενού και του ελλείμματος νοήματος μέσα από τον πολλαπλασιασμό μιας ελκυστικής εικόνας ψευδούς εαυτού; Ή η δύσκολη και επίμονη αναζήτησή στέρεων κοινωνικών δεσμών, ανθεκτικών επενδύσεων για να ξαναγίνουμε κοινότητα;
Πρέπει να φανταστούμε, να δημιουργήσουμε με ευρηματικό τρόπο νέους κοινωνικούς περιέκτες, δυνητικούς και πραγματικούς χώρους επεξεργασίας και επανεπένδυσης στους ρευστούς κοινωνικούς δεσμούς που διαλύονται.
Οχι, δεν έχουμε τρελαθεί. Η κοινωνική δυστοπία που βιώνουμε συνδέεται άρρηκτα με την ανικανότητα αυθεντικής επαφής με τον Αλλον εφόσον δεν μας προσφέρει άμεση ικανοποίηση. Ισως η απόσταση από τον Αλλον ως υποκείμενο για την προστασία του ψευδούς εαυτού μας να είναι χειρότερη από τρέλα.
Του Βασίλη Χειρδάρη, Νομικού
«Το έγκλημα κυριαρχεί αλλά δεν υπάρχει τιμωρία»
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει σοβαρή και ανησυχητική αύξηση της εγκληματικότητας στη χώρα μας. Αύξηση στα εγκλήματα κατά της ζωής, στα οικονομικά εγκλήματα, στην ενδοοικογενειακή βία, στα φορολογικά αδικήματα, στις κακοποιήσεις παιδιών, στα εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος κ.λπ. Αυξητική εγκληματικότητα που απασχολεί την κοινή γνώμη, έντονη ανησυχία των πολιτών, αρκετές δίκες αλλά ισχνά αποτελέσματα.
Πολλές εξαγγελίες και υποσχέσεις από αρμόδιους φορείς για την πάταξη της εγκληματικότητας, αλλά το αποτέλεσμα τις διαψεύδει. Η εγκληματικότητα μεγεθύνεται και η δημόσια αίσθηση είναι ότι κυριαρχεί το έγκλημα αλλά δεν υπάρχει τιμωρία και η ασφάλεια είναι ένας στόχος που δεν επιτυγχάνεται.
Αραγε τι φταίει; Και νόμοι υπάρχουν, και σκληρές ποινές είναι θεσμοθετημένες, και τα δικαστήρια τιμωρούν.
Δύο είναι τα διαχρονικά προβλήματα της ελληνικής πραγματικότητας.
Το πρώτο είναι η αναποτελεσματικότητα του διωκτικού μηχανισμού. Πολλά εγκλήματα και αρνητική αναντιστοιχία στην εξιχνίασή τους. Είτε οι αρμόδιοι δεν εφαρμόζουν ή αδιαφορούν να εφαρμόσουν τους νόμους είτε, όταν γίνεται αυτό, για όσους συλλαμβάνονται ή/και οδηγούνται στα δικαστήρια δεν εξασφαλίζονται ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία με αποτέλεσμα απαλλαγές των κατηγορουμένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι πολλές συλλήψεις για πυρκαγιές και οι ελάχιστες συγκριτικά καταδίκες.
Ετσι δημιουργείται η αίσθηση στον εγκληματία ότι δεν θα συλληφθεί ή θα «ξεφύγει» λόγω αδιαφορίας, ανικανότητας ή λόγω αναποτελεσματικότητας είτε ότι θα απαλλαχθεί λόγω έλλειψης στοιχείων. Αυτό είναι ένα σοβαρό στήριγμα της αυξημένης εγκληματικότητας. Ο ισχυρός αποτρεπτικός και αποτελεσματικός μηχανισμός είναι η λύση του προβλήματος και όχι η αύξηση των ποινών. Σε αυτό χρειάζεται σοβαρή στήριξη του κράτους, αφού απαιτούνται πόροι και σύγχρονα μέσα για την επίτευξη αποτελεσμάτων εκ μέρους των κρατικών οργάνων.
Το δεύτερο είναι η αντιμετώπιση από τους δράστες της δικαστικής τιμωρίας, όπου ο μεν εγκληματίας πλημμεληματικών αδικημάτων διαθέτει τη σιγουριά της μη πραγματικής αλλά εικονικής τιμωρίας του (σχεδόν ποτέ δεν οδηγείται για πλημμέλημα στις φυλακές), ο δε δράστης κακουργηματικών αδικημάτων διαθέτει την άνεση του χρόνου επιβολής συνεπειών (ύστερα από πολλά χρόνια εκδικάζεται η υπόθεσή του) και η πραγματική έκτιση είναι σαφώς μικρότερη του μισού της ποινής του.
Το θέμα στο δεύτερο μέρος δεν αντιμετωπίζεται με αυστηροποίηση των ποινών, αλλά με αποτελεσματική εφαρμογή από τα δικαστήρια των υπαρχουσών κυρώσεων. Στα πλημμελήματα θα μπορούσε να επιβάλλεται πραγματική έκτιση ενός μικρού μέρους της ποινής (π.χ. 5%), κάτι που ήδη προβλέπεται νομοθετικά αλλά δεν εφαρμόζεται πρακτικά.
Η ατιμωρησία δεν είναι όμως ελληνικό φαινόμενο. Είναι δυστυχώς διεθνές. Ετσι έχει καθιερωθεί από το 2012 από τον ΟΗΕ η 23η Νοεμβρίου ως Διεθνής Ημέρα για τον Τερματισμό της Ατιμωρησίας!
Η ατιμωρησία δεν είναι μόνο ένα θέμα για τους εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Εκτείνεται και στο πειθαρχικό δίκαιο, στο διοικητικό και στο αστικό. Η αδυναμία εκτέλεσης αστικών αποφάσεων ή διοικητικών αποφάσεων σε βάρος του κράτους ή η μη πειθαρχική δίωξη και τιμωρία κρατικών οργάνων είναι μορφές ατιμωρησίας που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Η ατιμωρησία είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να εκλείψει. Σε ένα κράτος δικαίου, όπως η Ελλάδα, δεν έχει θέση. Και δεν είναι μόνο η τιμωρία των ενόχων και η απονομή δικαιοσύνης, είναι και το δικαίωμα των πολιτών να ζουν με ασφάλεια μέσα σε πλαίσια ισονομίας και ισότητας. Είναι υποχρέωση του κράτους να το εξασφαλίσει…