Tο ότι θα γινόμουν συγγραφέας είχε αποφασιστεί (από μένα) στα πέντε μου χρόνια. Κύριος φταίχτης: ο Ιούλιος Βερν, στις μεγάλες εκδόσεις του Σιδέρη. Στο πρώτο εσώφυλλο φιλοξενούσε τη φωτογραφία του με τη μεγάλη του γενειάδα. Γύρω του βινιέτες με σκηνές από τα έργα του. Εμοιαζε με τον Παντοκράτορα στον θόλο της εκκλησίας, που τον πλαισίωναν γύρω-γύρω τα πλάσματά του.
Ο δεύτερος δάσκαλός μου ήταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με τις «Αθηναϊκές Επιστολές» του («Σας ασπάζομαι Φαίδων») στη Διάπλαση. (Είχα κληρονομήσει δεκάδες τόμους.) Με έμαθε να γράφω απλά και κυρίως ορθολογικά. Αν ο Βερν ήταν ο μάστορας της φαντασίας, ο Ξενόπουλος ήταν ο δάσκαλος της λογικής.
Ολη μου η δημιουργία κινήθηκε μεταξύ αυτών των δύο. Στα πρώτα είκοσι χρόνια έγραφα ποιήματα που κυκλοφορούσαν σε βιβλία. Αργότερα άρχισαν τα βιβλία να λιγοστεύουν (είχαν ήδη φτάσει τα 70) ενώ πλήθαιναν οι στήλες και τα χρονογραφήματα στον Τύπο.
Κάποια στιγμή είχα αποφασίσει να σταματήσω τα σύντομα κείμενα και να αφοσιωθώ στα βιβλία. Το ανακοίνωσα. Πήρα πολλά μηνύματα από διαμαρτυρόμενους αναγνώστες. Ενας νέος έγραψε: «Καλά είναι τα βιβλία – αλλά πόσοι τα διαβάζουν σήμερα; Ενώ τα άρθρα σου μας έχουν ανοίξει δρόμους».
Τότε έγραφα στο «RAM», ένα εξαίρετο περιοδικό του ΔΟΛ με θέμα την πληροφορική. Και μόνο το γεγονός ότι πρόσφατα ο Κυριάκος Πιερρακάκης μου εξομολογήθηκε ότι τα κείμενά μου τον επηρέασαν και τον οδήγησαν στην πληροφορική, θα δικαίωνε την απόφασή μου να παραμείνω.
Από τότε γράφω μόνο βιβλία μικρά και χρηστικά.
Λίγοι άνθρωποι μου μιλούν για τα βιβλία μου αλλά δεκάδες μου λένε «σας διάβαζα στους «4Τροχούς», στα «Επίκαιρα», στη «LIFO», στο «Βήμα», στην «Καθημερινή»…». Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις: Μία ωραία οδοντίατρος έχει διαβάσει τη διδακτορική μου διατριβή (ένα δύσκολο, καθαρά φιλοσοφικό βιβλίο που μετέφρασα ο ίδιος από τα γερμανικά). Το βιβλίο αυτό άρκεσε για να γίνω τακτικό μέλος της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, ενώ δεν ήμουν καν πανεπιστημιακός καθηγητής.
Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν πήγα στη Γερμανία για να γίνω καθηγητής. Πήγα για να τακτοποιήσω τον εγκέφαλό μου που είχε πνιγεί από το διάβασμα. Κι αυτό το πέτυχα. Η απόδειξη είναι πως ενώ ο επιβλέπων καθηγητής μου (ένας υπέροχος άνθρωπος και ήρωας της αντι-χιτλερικής αντίστασης – 8 χρόνια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως) πέθανε την παραμονή της υποβολής της, κανένας άλλος καθηγητής δεν τόλμησε να την υποστηρίξει. «Εξαίρετη αλλά απαράδεκτη. Δικαιώνει τον σκεπτικισμό» ήταν η γενική κρίση. Ο σκεπτικισμός είναι ο μπαμπούλας της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Αν ζούσε ο καθηγητής μου, θα την είχε περάσει με το κύρος και τον δυναμισμό του.
Χαίρομαι λοιπόν που με τα γραπτά μου βοήθησα πολλούς νέους να βρουν τον δρόμο τους και χωρίς να διδάξω σε ΑΕΙ πρόσφερα περισσότερα από την τυπική ακαδημαϊκή παιδεία. Με τα ίδια όπλα θα συνεχίσει αυτή η στήλη την πορεία της.