Σε όλη την Ευρώπη η πανδημία είναι υπόθεση των αρμοδίων. Δηλαδή των επιστημόνων, της υγειονομικής διοίκησης και των κυβερνήσεων που φέρουν την ευθύνη της δημόσιας υγείας και των αποφάσεων που την αφορούν.
Πουθενά στην Ευρώπη η πανδημία δεν είναι υπόθεση κομμάτων και συνδικαλιστών.
Δεν θέλω να πω πως στις πολιτισμένες χώρες δεν υπάρχουν Γιαννακοί και Ηλιόπουλοι. Ενδεχομένως να υπάρχουν.
Αλλά κάνουν άλλες δουλειές. Ούτε με τις ΜΕΘ ασχολούνται ούτε με εμβόλια και εμβολιασμούς ούτε με την υγειονομική διαχείριση.
Οταν χρειάζεται και σε προφανείς περιπτώσεις κάνουν ασφαλώς κριτική στις υγειονομικές αρχές ή στις κυβερνητικες αποφάσεις.
Αλλά θεωρούν την πανδημία κοινό πρόβλημα. Οχι ευκαιρία για την πάρτη τους.
Στην Ελλάδα μπατάραμε. Και αυτό ίσως να ήταν απλώς άλλη μια γραφικότητα του πολιτικού συστήματος.
Να αντιδικούν, ας πούμε, ο Πρωθυπουργός με τον αρχηγό της αντιπολίτευσης για το τι γίνεται με τις ΜΕΘ και αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν κρεβάτια. Εχουν τσακωθεί και για λιγότερο σοβαρά πράγματα.
Αλλά εδώ η γραφικότητα καθίσταται επιπλοκή. Παρεμβαίνει και παρεμποδίζει την υγειονομική διαχείριση μιας κρίσιμης κατάστασης.
Το κακό ξεκίνησε από μια επιτυχία. Η επιτυχής διαχείριση της πρώτης φάσης ενίσχυσε την κυβέρνηση. Λογικό και αναμενόμενο. Συνέβη σε πολλές χώρες.
Αυτό όμως έκανε την αντιπολίτευση να ερμηνεύσει την υστέρησή της ως απότοκο της διαχείρισης.
Και σε δεύτερη φάση επιχείρησε είτε να εμπλακεί άγαρμπα στη διαχείριση είτε να αποδομήσει τη διαχείριση της κυβέρνησης.
Θα ήταν απλώς αστείο. Αν δεν είχε μια μακάβρια πλευρά.
Την οποία φροντίζουν να αναδεικνύουν κάθε λογής συνδικαλιστές που νομίζουν ότι η πανδημία είναι η δική τους ευκαιρία να βγουν στον αφρό ή να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις τους.
Είναι οι γιατροί των πρωινάδικων και οι νοσηλευτές των μεσημεριανών.
Διότι, όπως τελικά αποδεικνύεται, μάλλον η πανδημία δεν είναι το χειρότερο που μπορούσε να μας συμβεί.
Το χειρότερο είναι οι έμποροί της.