Οφείλω να ομολογήσω ότι ελάχιστο ενδιαφέρον έχω αν οι πολιτικοί αρχηγοί κάνουν διακοπές στο Σούνιο ή στην Τήνο, σε εξοχικό ή σε ξενοδοχείο, σε ενοικιαζόμενο ή σε δικό τους σπίτι. Η έρευνα του «πόθεν έσχες» είναι αρμόδια να εντοπίσει (αν υπάρχουν) κενά νομιμότητας. Αν δεν υπάρχουν, ας τσαλαβουτούν κι ας λιάζονται σε όποια παραλία τους αρέσει.

Εχω όμως τρία προβλήματα.

l Εχω πρόβλημα όταν οι ιδιωτικές συμπεριφορές των πολιτικών διαψεύδουν τις δημόσιες διακηρύξεις τους.

l Εχω πρόβλημα αν κάποιος κουνάει το δάχτυλο στους άλλους αλλά βάζει τις τσιρίδες όταν οι άλλοι του κουνήσουν το δάχτυλο κι εκείνοι.

l Εχω πρόβλημα με το εμπόριο της ηθικής και τους ιεροκήρυκες της αγνότητας. Οχι μόνο δεν είναι το είδος μου αλλά βαριέμαι αφάνταστα τις ηθικολογίες γενικώς.

Πάμε από την αρχή. Το εμπόριο της ηθικής ξεκίνησε σαν πραμάτεια της βαθιάς Δεξιάς. Επί δεκαετίες πουλούσε ευσεβισμό, πατριδολατρία και άμεμπτο ιδιωτικό βίο. Κάποια στιγμή μετά το 1974, τη σκυτάλη πήρε η Αριστερά. Μακριά από την εξουσία κι εκτός διακυβέρνησης, οι καλοί αριστεροί παρηγορήθηκαν με την ιδέα ότι δεν είναι ανίκανοι αλλά έντιμοι. Κι ότι οι άλλοι κυβερνούσαν επειδή έχουν θυσιάσει την ηθική τους στον βωμό της εξουσίας. Μ’ έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια.

Οχι μόνο δηλαδή ότι οι ίδιοι δεν είναι στα αζήτητα αλλά κι ότι οι άλλοι είναι διεφθαρμένοι. Το «ηθικό πλεονέκτημα» αναδείχτηκε σε επίζηλη προίκα αριστερών που δεν είχαν κάτι άλλο να εμπορευτούν.

Ετσι γεμίσαμε «εμπόρους ηθικής». Ολοι οι τενεκέδες της Μεταπολίτευσης διαφήμιζαν την παρθενιά τους. Την οποία παρεμπιπτόντως ουδείς είχε προσφερθεί να αφαιρέσει.

Η ενοχοποίηση του «διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος» είναι φυσικά παλιό ρεφρέν. Ο Μουσολίνι έκανε καριέρα με κάτι τέτοια στην Ιταλία. Αλλά στην Ελλάδα έγινε σουξέ μετά το 2010 όταν οι μνημονιακές επιβαρύνσεις έψαχναν υπαίτιους, ενόχους και τράγους.

Ετσι, η άνοδος στην εξουσία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το 2015 στηρίχτηκε κυριολεκτικά (αλλά όχι μόνο…) σε ένα αχαλίνωτο εμπόριο ηθικής. Λίστα Λαγκάρντ, Νοvartis, δάνεια κομμάτων, δάνεια ΜΜΕ, ΚΕΕΛΠΝΟ – μια παρέλαση ατελείωτων, συνήθως ακατανόητων και κατά κανόνα αναπόδεικτων σκανδάλων έστρωσαν τον δρόμο. Το εμπόρευμα είχε ζήτηση στην αγορά. Και η γενικευμένη κοινωνική μνησικακία έκανε τα υπόλοιπα.

Σε σημείο που ολόκληρες εφημερίδες ειδικεύτηκαν στη διακίνηση και των δυο.

Ο νεοεκλεγμένος (τότε) αρχηγός της ΝΔ κλήθηκε με εισαγγελικό τόνο να απολογηθεί για «το σπίτι του Βολταίρου» στο Παρίσι (όπου ο Βολταίρος δεν είχε σπίτι), για «τη μεσοτοιχία με την έπαυλη του Χριστοφοράκου στην Τήνο» (όπου δεν υπάρχει ούτε μεσοτοιχία, ούτε έπαυλη), για τις καθόλα νόμιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες της συζύγου του και για υποτιθέμενα κενά στο πόθεν έσχες που αποδείχτηκε τελικά ότι δεν υπήρχαν.

Κάθε ματς όμως έχει δυο ημίχρονα. Και τώρα είμαστε στο δεύτερο.

Ο σημερινός αρχηγός της αντιπολίτευσης καλείται με τη σειρά του να δικαιολογήσει την ενοικίαση ενός εξοχικού σε προνομιακή περιοχή και κυρίως σε άκρως προνομιακή τιμή.

Ακόμη κι αν δεν είναι επιλήψιμο, είναι περίεργο. Αλλά κυρίως είναι μέσα στο παιχνίδι. Ενα παιχνίδι όμως το οποίο αποτέλεσε προνομιακό γήπεδο και ιδεολογική επινόηση της Αριστεράς. Για πολύ καιρό.

Απλώς τώρα το γήπεδο έχει αρχίσει να γέρνει ενώ το ιδεολογικό επιχείρημα δυσκολεύεται να αντικρούσει τα πεντακόσια ευρώ τον μήνα. Αίφνης το εμπόριο ηθικής περνάει δύσκολες μέρες.

Αλλά ξέρετε κάτι; Μια χαρά. Αν από αυτή την ιστορία μείνει η παραδοχή της χρεοκοπίας του, τότε το σπίτι στο Σούνιο θα έχει επιτελέσει εθνικό ρόλο.

Κρησφύγετο
Δεν με ενδιαφέρει ποιος είναι ο βουλευτής. Δεν με ενδιαφέρει ποιος είναι ο πολίτης. Με ενδιαφέρει όμως αν η Βουλή διασφαλίζει το ακαταδίωκτο ενός βουλευτή από έναν πολίτη ο οποίος ασκεί τα νόμιμα συνταγματικά δικαιώματά του.
Γι’ αυτό είναι ακατανόητη η θορυβώδης επιμονή του Πολάκη και του κόμματός του να διασφαλίσουν το ακαταδίωκτο του πρώην υπουργού μέσω της ασυλίας του.
Οχι επειδή είναι ο Πολάκης ή κάποιος άλλος. Αλλά επειδή η δημοκρατία είναι καθεστώς πολιτικής ευθύνης. Η Βουλή δεν είναι κρησφύγετο και κανένα μέλος της δεν μπορεί να τη χρησιμοποιεί ως ασπίδα. Τα υπόλοιπα (όπως είναι φυσιολογικό) θα τα κρίνει το δικαστήριο…

Στραπάτσο

Ο μακαρίτης Τσόρτσιλ (φέρεται να) έλεγε πως «ο μόνος τρόπος να είμαστε ήσυχοι με τη Γερμανία είναι να χάνει έναν πόλεμο κάθε είκοσι χρόνια». Δεν ξέρω αν είχε δίκιο. Νομίζω όμως πως το ίδιο θα μπορούσε να πει και για την Τουρκία. Δεν καταλαβαίνει, αν δεν στραπατσαριστεί. Και βέβαια δεν το εννοώ κυριολεκτικά. Αλλά είναι κάποιες χώρες ή κάποια καθεστώτα που καταλαβαίνουν μόνο από σφαλιάρες.
Αυτό δυστυχώς δυσκολεύεται να αντιληφθεί η «γερμανική» Ευρώπη. Και γι’ αυτό η διεθνής πολιτική της Γερμανίας αλλά και της γερμανικής προεδρίας το τελευταίο εξάμηνο στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατέληξε σε ένα μάτσο συντρίμμια.
Αλλη μια σύνοδος κορυφής έκανε ένα βηματάκι μπροστά προκειμένου να αποφύγει ένα κανονικό βήμα. Και άλλη μια φορά επετράπη στην Τουρκία να βαδίζει ανεμπόδιστα τον δρόμο της σύγκρουσης και του τσαμπουκά.
Ξέρετε ποιο είναι το αστείο; Οτι η συμπεριφορά της Τουρκίας περιγράφεται με ακρίβεια και σαφήνεια στα Συμπεράσματα της συνόδου. Και ότι την ίδια στιγμή τα ίδια Συμπεράσματα της ίδιας συνόδου καταλήγουν στο πουθενά και στο τίποτα.
Ηταν μόνο η Γερμανία; Οχι. Αλλά η Γερμανία καθιέρωσε την απραξία ως πολιτικό δόγμα. Η Ιταλία και η Ισπανία που την ακολούθησαν είναι απλοί σαλταδόροι. Προσπαθούν να βγάλουν κανένα φράγκο.
Τι άλλο μπορεί να κάνει άραγε η Ελλάδα από εδώ και πέρα; Μόνο να επιμείνει. Ούτως ή άλλως, το τόξο των συμμαχιών εναντίον της Τουρκίας έχει διευρυνθεί σημαντικά. Και μέσα και έξω από την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Την ίδια στιγμή που ούτε η Γερμανία ούτε η Τουρκία ούτε οι σαλταδόροι μπόρεσαν να αποτρέψουν την ανάδειξη του τουρκικού ετσιθελισμού σε ευρωτουρκικό ζήτημα. Είναι μια επιτυχία της ελληνικής πολιτικής.
Η οποία φυσικά δεν φτάνει. Οι ημέτεροι «δωσίκωλοι» (κατά τον Σκαμπαρδώνη…) γκρινιάζουν ότι έχουμε «εμμονή με τις κυρώσεις». Εχουμε. Και εμμονή. Και επιμονή. Και υπομονή.
Διότι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, ούτε άλλος τρόπος να συνεννοηθείς με την Τουρκία του Ερντογάν. Και επειδή ό,τι άλλο επιχειρήθηκε απέτυχε. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βοηθήσεις στο στραπάτσο της.