Το αμπαλάζ του ονείρου αλλά και κάθε, μα κάθε ελληνικής πόλης που από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε να στεγάζει στις πολυκατοικίες της τα όνειρά της και – καμιά φορά – τους εφιάλτες της διπλανής της πόρτας.
Εντάξει, δεν μπορεί να ξέρει κανείς τι συμβαίνει πίσω από στους τέσσερις τοίχους. Πόση ευτυχία καταναλώνεται ή πόση δυστυχία παράγεται. Ξέρει όμως πως αν πέσει από τα σύννεφα θα προσγειωθεί ακόμη σε μια τέντα. Το μοτίβο της πολυκατοικίας, αυτής της αμετάφραστης εγχώριας πατέντας που στεγάζει όνειρα και εφιάλτες, παραμένει εδώ και τόσες δεκαετίες το ίδιο. Κανένας κοινωνικός μετασχηματισμός και καμία κοινωνική κινητικότητα δεν άλλαξε το αμπαλάζ. Οι εργολάβοι ξαναχτίζουν την πόλη, όπως την εποχή της αντιπαροχής, του κύματος της εσωτερικής μετανάστευσης και της μεταφοράς του πλούτου από τα ακαλλιέργητα χωράφια της έρημης επαρχίας στα νεόδμητα διαμερίσματα του αστικού ιστού.
Τη χτίζουν καθέτως, αδιακρίτως και ψιλοαυθαιρέτως. Αλλά για να στεγάσουν ποιους ακριβώς; Για ποιους «κυψελοποιούνται» το Παλαιό Φάληρο, η Νέα Σμύρνη και ο Αλιμος, η Αγία Παρασκευή και το Χαλάνδρι; Στο όνομα ποιων θυσιάζονται και τα τελευταία δείγματα μιας αρχιτεκτονικής αισθητικής που προστάτευε τον προαστιακό πλούτο από τις μπουλντόζες;
Για τους «εξωκοινοτικούς» που αγοράζουν ευρωπαϊκά διαβατήρια με την golden visa, είναι μια απάντηση. Για τους τουρίστες του Airbnb, είναι μια άλλη. Η πόλη θυσιάζει τα ιστορικά της τεκμήρια και μαζί με αυτά τους Μικρασιάτες, τους Κωνσταντινουπολίτες και τους Αιγυπτιώτες της, σε έναν κύκλο οικονομίας που μετατρέπει σε σωρούς από μπάζα την παλιά της αστική τάξη. Αλλά και που συγχρόνως αποκλείει από τη στέγη ένα μεγάλο τμήμα της νέας. Για τους 30άρηδες της μεσαίας τάξης δεν υπάρχει ούτε μπαλκόνι, ούτε τέντα, ούτε ηλιακός.
Οι εξόριστοι του αμπαλάζ υπολογίζονται σε πολλές χιλιάδες. Οχι μόνο δεν υπάρχει πωλητήριο γι’ αυτούς σε αυτό το νέο οικοδομικό Ελντοράντο, αλλά ούτε καν ενοικιαστήριο. Αν τη δεκαετία του ’60 η αντιπαροχή κάλυπτε μια επείγουσα κοινωνική ανάγκη, τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα υπηρετεί μόνο τη ροή του χρήματος στο real estate. Το αμπαλάζ δεν έμεινε μόνο απελπιστικά το ίδιο – το ίδιο άναρχο, ακαλαίσθητο και ψιλοαυθαίρετο. Αλλά έχασε και τον κοινωνικό του χαρακτήρα. Την καταστροφική του ικανότητα να χτίζει τις πόλεις για τους κατοίκους της, προσφέροντας, μαζί με το μπαλκόνι, την τέντα και τον ηλιακό, και μια-δυο θέσεις πάρκινγκ.
Για μια χώρα που, τουλάχιστον μεταπολεμικά, χτίστηκε πάνω στην κουλτούρα της ιδιοκατοίκησης και στην ευκαιρία να βάλει ο καθένας «ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του», η συνθήκη αυτή αντιστοιχίζεται με ένα πρωτόγνωρο χάσμα γενεών. Οι παλαιότεροι ζουν για πρώτη φορά καλύτερα από τους νεότερους, οι γονείς καλύτερα από τα παιδιά. Το «ελληνικό όνειρο», χτισμένο με σκαλωσιές από μπετόν και σίδερα, έχει αρχίσει να θολώνει. Ακόμη χειρότερα, θολώνει παρά τη δαρβινική αντοχή των εργολάβων της αντιπαροχής να επιβιώνουν στον χρόνο, σαν εκείνα τα είδη της πανίδας που εξελίσσονται για να προσαρμοστούν σε κάθε απίθανη συνθήκη.
Η πόλη, με λίγα λόγια, και καταστρέφεται και αποκλείει. Ούτε «πράσινη», ούτε συμπεριληπτική. Καμία φροντίδα για τον δημόσιο χώρο της, αλλά και εξαιρετικά περιορισμένης πρόσβασης στον ιδιωτικό της, παρά τις εργολαβικές πινακίδες που φυτρώνουν παντού και παρά τα νέα μπαλκόνια, τις νέες τέντες και τις νέες θέσεις πάρκινγκ.
Α ναι, τώρα και με πισίνα, το νέο τρεντ του αμπαλάζ.