Συνηθίζουμε να λέμε πως οι κυβερνήσεις κρίνουν τις εκλογές, θετικά ή αρνητικά. Και κατά κανόνα είναι σωστό.

Μόνο που οι κυβερνήσεις κρίνουν τις εκλογές συγκρινόμενες με την αντιπολίτευση που φιλοδοξεί να τις διαδεχθεί.

Στην πολιτική δεν υπάρχει απόλυτη κρίση και γι’ αυτό άλλωστε οι κυβερνήσεις βγαίνουν με εκλογές, όχι με δημοψηφίσματα.

Ηταν ένας μικρός πρόλογος που εξηγεί το σκηνικό των επερχόμενων εκλογών όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις.

Παίρνω την πιο πρόσφατη (Metron Analysis, 24/11). Και διαβάζω:

l Αξιολόγηση της αντιπολίτευσης: αρνητικές γνώμες 72%. 22 μονάδες περισσότερες από τις αρνητικές για την κυβέρνηση.

l Αξιολόγηση αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης: αρνητικές γνώμες 71%. 21 μονάδες περισσότερες από τις αρνητικές για τον Πρωθυπουργό.

l Δημοτικότητα Αλ. Τσίπρα: 65% αρνητικές γνώμες. Μόνο ο Βαρουφάκης και ο Βελόπουλος έχουν περισσότερες.

l Κατάλληλος Πρωθυπουργός: το 17% επιλέγει τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ. 20 μονάδες πίσω από τον Μητσοτάκη.

Και μετά από όλα αυτά, η παράσταση νίκης διαμορφώνεται πολύ λογικά στο 68% υπέρ της ΝΔ και στο 18% υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, μια διαφορά 50(!) μονάδων.

Ασφαλώς λοιπόν η κυβέρνηση θα κρίνει τις εκλογές. Αλλά πολύ δύσκολα θα κριθούν υπέρ μιας αντιπολίτευσης με τέτοια εικόνα και τέτοιες επιδόσεις.

Πάμε μια βόλτα πίσω στις εκλογές του 2019.

Από τη στιγμή που ο Τσίπρας είχε αποφασίσει να παραμείνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (συνεπώς να μην πάρει φεύγοντας μαζί του την ήττα) είχε μπροστά του δύο δρόμους.

Είτε να αναλύσει γιατί έχασε με τέτοιες διαφορές, να κατανοήσει διεισδυτικά τι τον οδήγησε στην πτώση, και να επιχειρήσει να το θεραπεύσει.

Είτε να θεωρήσει ότι τα έκανε όλα σωστά και καλά αλλά «βάσκανος μοίρα» τον έριξε στην αντιπολίτευση.

Στην πρώτη περίπτωση χρειαζόταν να καταλάβει τους ψηφοφόρους. Τι σκέφτονται, τι προσδοκούν, τι προτιμούν, τι επιλέγουν. «Να πάρει το μήνυμα» (θα λέγαμε με μια τετριμμένη έκφραση) και να επιχειρήσει να ανταποκριθεί στο μήνυμα, όχι στις απόψεις του για το μήνυμα.

Στη δεύτερη περίπτωση αρκούσε να κάνει σαν να μην ηττήθηκε ποτέ και να περιμένει το γύρισμα των καιρών. Είναι (για να χρησιμοποιήσω άλλη μια τετριμμένη έκφραση) η λογική του «ώριμου φρούτου».

Πολύ φοβάμαι ότι δεν έκανε τίποτα από τα δύο. Επέλεξε μια αντιπολίτευση παλαιάς κοπής υποσχόμενος μια κυβέρνηση παλαιωμένης εσοδείας. Δεν είχε αποτέλεσμα.

Λογικό. Η αντιπολίτευση διατυπώνει το πρωτότυπο πολιτικό σχέδιο να αλλάξει την κυβέρνηση χωρίς να αλλάξει η ίδια.

Και απλώς επιχειρεί να κατασκευάσει έναν «δημοκρατικό πανικό» κάθε φορά που η επικαιρότητα της δίνει μια αφορμή. Πότε απειλείται η δημοκρατία, πότε η κοινωνία, πότε τα δικαιώματα και πότε οι ελευθερίες του λαού.

Είναι αρκετό; Φαίνεται πως δεν είναι.

Πρακτικά είναι το ίδιο κόλπο που στήθηκε την περίοδο του Μνημονίου, μόνο που τώρα δεν υπάρχει Μνημόνιο αλλά ένα πολύ πιο υποψιασμένο ακροατήριο.

Και όπως είναι γνωστό, ακόμα κι οι μαφιόζοι συνηθίζουν να λένε «δεν κλέβεις ποτέ δύο φορές την ίδια τράπεζα και πάντως δεν την κλέβεις με τον ίδιο τρόπο».

Δεν ξέρω πόσα ξέρουν στη Μαφία από εκλογές. Σίγουρα όμως ξέρουν από τράπεζες.

Γερμανία
Πολύ φοβούμαι πως οι φίλοι μας οι Γερμανοί αρχίζουν και ρετάρουν.
Πρώτα τα είχαν κάνει πλακάκια με τον Πούτιν και τον Ερντογάν – σε σημείο που τώρα Ρώσοι και Τούρκοι νοσταλγούν τη Μέρκελ…
Υστερα στήριξαν με το ζόρι και σέρνοντας τα πόδια την Ουκρανία μετά τη ρωσική εισβολή.
Ακολούθως προσπαθούν με διάφορες δικαιολογίες να αποτρέψουν το πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου αποδεχόμενοι μόνο εξωφρενικά υψηλές τιμές.
Και στο τέλος τους έκαναν ρόμπα κι οι Ιάπωνες στο Μουντιάλ.
Δεν ξέρω τι θα έλεγαν για όλα αυτά ο Αντενάουερ κι ο Κολ. Αλλά περισσότερο σκέφτομαι τι θα τους σούρνει ο Μπεκενμπάουερ!

Να μπει ένα φρένο

Πρώτα το κύκλωμα Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στο μεταναστευτικό που είτε στον Εβρο είτε στο Αιγαίο, εμφανίζεται μπλεγμένο σε παιχνίδια κατά της χώρας και βουτηγμένο στο αμφιλεγόμενο χρήμα.
Τους ψάχνει η Δικαιοσύνη.
Μετά διάφορες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που εμφανίστηκαν αυτόκλητες αλλά χρηματοδοτούμενες να μετρούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας.
Τους ψάχνουν όσοι απορούν.
Υστερα οι πομπές της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Κιβωτός του Κόσμου που θυμίζουν κάτι ανάμεσα σε Ολιβερ Τουίστ και συμμορία του Αλί Μπαμπά.
Τους ψάχνουν όλες οι ελεγκτικές αρχές του τόπου και μάλλον καθυστερημένα.
Αν ήμουν κακεντρεχής θα παρέφραζα τη γνωστή φράση του Σάμιουελ Τζόνσον περί πατριωτισμού για να πω ότι «ο ακτιβισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων» – κυρίως ο ανθρωπιστικός ακτιβισμός.
Δεν θα το πω. Είμαι βέβαιος πως σε όλο αυτό το νεφέλωμα οργανώσεων και δράσεων ενεργοποιούνται και έντιμοι και καλοπροαίρετοι και ανιδιοτελείς άνθρωποι.
Θα ήταν λάθος να τους τσουβαλιάσουμε όλους.
Αλλά είναι σαφές επίσης πως πρέπει να μπει ένα φρένο και ένας έλεγχος στην κοροϊδία.
Θα προτιμούσα να το ζητήσουν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι στο μέτρο που αντιλαμβάνονται ότι διασύρονται αδίκως. Αν δηλαδή κατανοήσουν πως πρώτα εκείνοι πλήττονται από την αμφιλεγόμενη και επιλήψιμη δράση των ομοϊδεατών τους.
Σίγουρα όμως θα πρέπει να το κάνει η πολιτεία. Ο ανθρωπισμός δεν είναι διαβατήριο ασυλίας, ούτε δικαιολογία ξεδιαντροπιάς.
Οι απατεώνες του Εβρου με τους πρόσφυγες και τη «μικρή Μαρία» ή οι απατεώνες των «δομών» με τις τραπεζικές θυρίδες και τις Πόρσε ανήκουν στην ίδια κατηγορία εκμεταλλευτών της γενναιοδωρίας και της μεγαλοψυχίας των συμπολιτών τους.
Αυτό το παραμύθι πρέπει να λήξει, αν θέλουμε να διασώσουμε τη γενναιοδωρία και τη μεγαλοψυχία.
Αν θέλουμε δηλαδή μια κοινωνία με περισσότερους ανθρωπιστές, έστω και με λιγότερους ακτιβιστές.